Ο κύβος ερρίφθη και τα ψέματα τελείωσαν. Υστερα από μια μακρότατη περίοδο εκλογικής σεναριολογίας, που πολλές φορές έφτασε στα όρια της γραφικότητας, ο πρωθυπουργός ανέλαβε την πρωτοβουλία και ξεκαθάρισε το πολιτικό τοπίο, προκηρύσσοντας εκλογές στις 16 Σεπτεμβρίου. Ο κ. Καραμανλής είχε δύο επιλογές: να εξαντλήσει την τετραετία, με όποιο κόστος και κινδύνους συνεπαγόταν μια τέτοια εξέλιξη, και να προσφύγει άμεσα στις κάλπες, θέτοντας τέλος στις διαλυτικές τάσεις της εκλογολογίας. Επέλεξε το δεύτερο, προτιμώντας μάλιστα να διαλύσει αμέσως τη Βουλή, χωρίς να ψηφιστούν τα φιλολαϊκά νομοσχέδια που κατατέθηκαν εντός του Αυγούστου και ενέχουν πλέον τον χαρακτήρα προεκλογικών δεσμεύσεων.
Πλέον έχει μικρή σημασία αν κάποιος έχει ενστάσεις για τη συγκεκριμένη επιλογή ή αν ο μισός πληθυσμός της χώρας θα βρίσκεται στις παραλίες κατά το ήμισυ της προεκλογικής περιόδου. Τα κομματικά επιτελεία έχουν μπροστά τους τη σκληρή πραγματικότητα και υπολογίζοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που εμφανίζει, διαμορφώνουν τη στρατηγική τους, έχοντας μπροστά τους μόλις τέσσερις εβδομάδες πριν από την τελική αναμέτρηση. Τα δεδομένα είναι λίγο πολύ γνωστά: Η Νέα Δημοκρατία προηγείται του ΠΑΣΟΚ σε όλες τις δημοσκοπήσεις και υπάρχει ισχυρή πιθανότητα η νέα Βουλή να είναι πεντακομματική, κάτι που θα σημαίνει ισχνή κυβερνητική αυτοδυναμία. Αν δεν υπήρχε υπεροχή της Ν.Δ. δεν θα υπήρχε και πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι την πιο πρόσφατη (και μοναδική στη μεταπολίτευση) φορά που προκλήθηκαν εκλογές τον Σεπτέμβριο ήταν το 1996 και τις κέρδισε με άνεση το τότε κυβερνών κόμμα με αρχηγό τον κ. Κ. Σημίτη.
Η Νέα Δημοκρατία έχει κάθε λόγο να μετατρέψει τις εκλογές σε προσωπική αναμέτρηση μεταξύ του κ. Καραμανλή και του κ. Γ. Παπανδρέου, καθώς ο πρωθυπουργός παραμένει το ισχυρότερο «χαρτί» που διαθέτει. Εξίσου προφανής είναι η επιλογή της να αναδείξει ως διακύβευμα της αναμέτρησης τις μεταρρυθμίσεις, πεδίο στο οποίο το ΠΑΣΟΚ και ο κ. Παπανδρέου έχουν φανεί ανακόλουθοι. Δεύτερο κυριότερο μέλημα της Ρηγίλλης, η αποδυνάμωση του ΛΑΟΣ, όχι γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να της στερήσει τη νίκη, αλλά επειδή μπορεί να εμποδίσει την ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Καραμανλής στο διάγγελμά του.
Το ΠΑΣΟΚ καλείται να ανατρέψει τη διαφορά εις βάρος του, που έδειχναν όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να βρει τη λύση στη δύσκολη εξίσωση του φιλολαϊκού προφίλ που έχει υιοθετήσει, του έντονα καταγγελτικού και πολωτικού λόγου που εκφέρει η ηγεσία του και της προσέγγισης των λεγόμενων «προβληματισμένων» ψηφοφόρων, η συμπεριφορά των οποίων σε κάθε εκλογική αναμέτρηση κρίνει το νικητή.
Ωστόσο, όλα αυτά αφορούν τακτικές κινήσεις. Το μέγα ζητούμενο είναι τα δύο μεγάλα κόμματα να αναμετρηθούν όχι με ύβρεις, αλλά με συγκεκριμένες προτάσεις και ιδέες για τα δυσεπίλυτα προβλήματα του τόπου. Η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από τις κάλπες της 16ης Σεπτεμβρίου θα κληθεί να χειριστεί πολύ μεγάλα και με πολιτικό κόστος ζητήματα, τα οποία επί χρόνια μετετίθεντο στο αόριστο μέλλον, με αποτέλεσμα να μην παίρνουν πλέον αναβολή. Και δεν θα διαθέτει περίοδο χάριτος – όποια και αν είναι.