Πέρα από τα κόμματα, τις ιδεολογίες και τα συνθήματα, αυτό που γίνεται όλο και πιο φανερό είναι ότι η ελληνική πολιτική χωρίζεται πια σε δύο μεγάλα στρατόπεδα: αυτούς που πιστεύουν ότι «έτσι είναι η Ελλάδα, πού να την αλλάζεις τώρα» και τους άλλους οι οποίοι επιμένουν πως «η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι θεαματικά καλύτερη, αδικεί τον εαυτό της». Ενθερμους οπαδούς και των δύο αυτών τάσεων θα βρείτε μέσα σε όλα τα κόμματα. Περισσεύουν ασφαλώς οι προστάτες του στάτους κβο, αυτοί που πάντοτε επικαλούνται το περιώνυμο πολιτικό κόστος.
Αλλαγές στην παιδεία; «Μα τι λέτε, θα τα βάλουμε με την «οικογένεια» των πανεπιστημίων, τους συνδικαλιστές, την ΠΟΣΔΕΠ;». Να μπει φρένο στη διαφθορά των πολεοδομιών; «Ασε το σύστημα στην ησυχία του, τους έχει βολέψει όλους». Για όλα υπάρχει μια πειστική απάντηση που δείχνει τον εύκολο δρόμο του συμβιβασμού και της πολιτικής συναλλαγής.
Το σταυροδρόμι αυτό ανάμεσα στον δήθεν ρεαλισμό και το όραμα το πέρασε πολλές φορές η ελληνική ιστορία, από τη γένεση του κράτους μας, την εποχή που οι Πελοποννήσιοι δημογέροντες διαφωνούσαν με τον Υψηλάντη και τους Ελληνες της Διασποράς. Το εύκολο και φαύλο ερχόταν πάντοτε σε σύγκρουση με το οραματικό ή το νεωτεριστικό.
Υπάρχουν πολλοί ψηφοφόροι, οι οποίοι θεωρούν ότι όσο και να θέλουν οι πολιτικοί μας ηγέτες να κάνουν τομές, δεν θα τους το επιτρέψουν ποτέ τα κόμματά τους. Και αυτό γιατί τα κόμματα εξουσίας, και όχι μόνο, βασίζονται σε συμμαχίες συντεχνιών, οργανωμένων συμφερόντων, συνδικαλιστών που έχουν ως μοναδικό στόχο την προστασία των κεκτημένων τους και μόνο. Τα κόμματα αναδεικνύουν αρχηγούς και μετά τους «πνίγουν» πολιτικά με τα δικά τους βαρίδια.
Πολλοί σημαντικοί ηγέτες κατάλαβαν την αντίφαση αυτή και πρόλαβαν εγκαίρως να μεταμορφώσουν τα κόμματά τους πριν φτάσουν στην εξουσία. Κλασικότερα παραδείγματα, ο Τόνι Μπλερ και ο Μπιλ Κλίντον. Και οι δύο κατάλαβαν πως με συνδικαλιστές κερδίζεις κομματικά συνέδρια, αλλά δύσκολα κατακτάς την εξουσία και ακόμη πιο δύσκολα κυβερνάς.
Τα μεγάλα κόμματα στην Ελλάδα χρειάζονται επειγόντως περισσότερους ανθρώπους με φαντασία, οι οποίοι μπορούν ακόμη να ονειρευτούν και που δεν απορρίπτουν κάθε καινούργια ιδέα με τη στερεότυπη δικαιολογία πως «αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα». Είναι καιρός να αρχίσουν να ακούγονται οι φωνές εκείνων που επιμένουν πως «αυτά γίνονται μόνο στην Ελλάδα!» όχι από φιλοδυτικό μιμητισμό της Εσπερίας, αλλά από αγανάκτηση για ένα στάτους κβο που δεν επιτρέπει σε κανένα πολιτικό ηγέτη, όση ισχύ και αν έχει, να το ξεπεράσει.