Είναι γνωστή η ένταξή μου στο κυβερνητικό στρατόπεδο, το οποίο υπηρετώ και από ημιδημόσια θέση. Τα όσα ακολουθούν, όμως, ας μην εκληφθούν ως πολιτικό σχόλιο, αφού τα αισθήματά μου πηγάζουν από την άλλη μου ιδιότητα – αυτήν του ανθρώπου που επί μία δεκαπενταετία διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου μαθήματα που καλύπτουν την καταπολέμηση του λεγόμενου «ξεπλύματος» βρώμικου χρήματος.
Δηλώνω, λοιπόν, ξεκάθαρα και κατηγορηματικά: η έκθεση Ζορμπά, στον βαθμό που το κείμενο το οποίο κυκλοφορεί είναι αυθεντικό, μού προξενεί αλγεινή εντύπωση. Πρώτα απ’ όλα, για λόγους διαδικαστικούς, αλλά κυρίως περιεχομένου. Κι ακόμη, για λόγους που σχετίζονται με το ύφος της, αλλά και την παραβίαση του απορρήτου της ανακριτικής διαδικασίας από όσους μέχρι χθες εκόπτοντο τάχα για το απαραβίαστό της.
Επί της διαδικασίας: στους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της αρχής της οποίας προΐσταται ο κ. Ζορμπάς, περιλαμβάνεται ρητή πρόβλεψη ότι η «τα μέλη… μελετούν τα στοιχεία των υποθέσεων που αναλαμβάνουν και αποφασίζουν συλλογικά, μαζί με τον πρόεδρο για την περαιτέρω πορεία των ερευνών ή για τη θέση των υποθέσεων στο αρχείο». Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν ο κατά τα άλλα φερόμενος ως σχολαστικός και λάτρης των τύπων πρόεδρος της αρχής να προβαίνει σε μονομερείς ενέργειες, αγνοώντας τα άλλα ένδεκα μέλη της αρχής, όπως ορθώς επεσήμανε η Εισαγγελία; Πώς επέδειξε τέτοια αδιαφορία για τη διαδικασία; Ετσι υπηρετείται το κράτος δικαίου;
Ως προς τη διαρροή: πώς είναι δυνατόν την ίδια ημέρα που προκύπτουν ενστάσεις για το νομικό κύρος του δήθεν πορίσματος, που τελικά αποδεικνύεται ότι είναι μια απλή προσωπική έκθεση, το κείμενο να γίνεται φέιγ βολάν και να καταλήγει σε γραφεία εφημερίδων, που το «αξιοποιούν» ως πολιτικό όπλο, ηρωοποιώντας ταυτοχρόνως τον ίδιο τον κ. Ζορμπά; Γενικότερα, είναι ενδιαφέρον ότι και μέχρι τώρα οι κινήσεις του κ. Ζορμπά ανακοινώνονταν συχνά πυκνά με γαργαλιστικές λεπτομέρειες από την τηλεόραση ή τις στήλες του Τύπου. Αυτό είναι εντελώς ασυνήθιστο φαινόμενο για τον πρόεδρο μιας αρχής, της οποίας βασικό και απαραίτητο χαρακτηριστικό είναι η μυστικότητα των ερευνών. Αποτελεί δε άμεσο κίνδυνο για την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της αρχής.
Επί της ουσίας, τώρα: Γιατί κανείς δεν παρατηρεί το αυτονόητο, ότι δηλ. ο κ. Ζορμπάς απέτυχε στο κύριο έργο του; Η αρχή του δεν έχει γενικό καθήκον να καταπολεμά το έγκλημα και τα άλλα κοινωνικά κακά, αλλά να καταπολεμά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Απ’ ό,τι γράφεται, ο κ. Ζορμπάς ούτε λογαριασμούς πάγωσε ούτε χρηματικά ποσά βρήκε ούτε αυτουργούς. Απλώς διαπιστώνει ότι τελέσθηκαν κύριες εγκληματικές πράξεις, άλλες από τις οποίες είναι πασίγνωστες και αυταπόδεικτες και άλλες δεν προκύπτουν με ασφάλεια, αλλά απλώς πιθανολογούνται. Κατά τα άλλα, ζητεί να διερευνήσει το ζήτημα για να βρει πράξεις, αδικήματα και ποινικούς χαρακτηρισμούς «ο περαιτέρω δικαστικός έλεγχος». Τα όσα γράφει θα μπορούσαν να περιέχονται σε μηνυτήρια αναφορά κάποιου πολίτη ή ίσως στο ρεπορτάζ κάποιου δημοσιογράφου. Δεν θυμίζουν, όμως, απόφαση αρχής του συγκεκριμένου είδους.
Ο έμπειρος δικαστικός εμφανίζεται να θεωρεί «παράτυπη» τη σύναψη ενός δανείου με το επιχείρημα ότι ρητή διάταξη νόμου του κράτους, ψηφισμένη το 2000, είναι δήθεν «ανίσχυρη», επειδή παλαιότερος νόμος του 1974, στον οποίο αναφέρεται, καταργήθηκε σιωπηρώς το 1998! Δηλαδή, κατά τον κ. Ζορμπά, η Βουλή το 1998 έπραξε σιωπηρώς, και το 2000 από παραδρομή ψήφισε ρητή διάταξη.
Ακόμη, τη σοβαρότητα της έκθεσης υποβαθμίζουν οξύτατες κρίσεις περί ευθυνών που απλώς πιθανολογούνται, γενικοί αφορισμοί χωρίς ονόματα, επαναλήψεις εκφράσεων όπως «είναι λογικό», «είναι πασίγνωστο», «δεν είναι τυχαίο» κ.λπ. Με προσεκτική ανάγνωση, οι λογικές ακολουθίες δεν είναι και τόσο λογικές. Τα γεγονότα είναι προφανώς γνωστά σε κάποιους, αλλά όχι πασίγνωστα, και πάντως όχι στους εμμέσως εγκαλουμένους. Και τα «μη τυχαία» μπορεί κάλλιστα να είναι τυχαία!
Αποτελεί ακόμη βαρύτερο ολίσθημα η επίκληση και αξιοποίηση ως «συγκεκριμένων στοιχείων» ασαφών απειλητικών υπονοούμενων των κατηγορουμένων, αλλά και κρίσεων, απόψεων ή συμπερασμάτων που συνάγουν δημοσιογράφοι, είτε από συνεντεύξεις είτε από όσα «κρυφάκουσαν» σε κάποιο κατάστημα να λέει κατηγορούμενος σε φιλικό του πρόσωπο, που δεν κατονομάζεται.
Η προαναφερθείσα αλγεινή μου εντύπωση, όμως, στηρίζεται κυρίως σε ένα στοιχείο: την συναγωγή συμπερασμάτων από τη σιωπή των κατηγορουμένων για πολλά κ. Πρινιωτάκη και Παπαμαρκάκη, όταν η σιωπή αποτελεί κατοχυρωμένο ανθρώπινο δικαίωμα, αναγνωρισμένο από το ευρωπαϊκό και τα εθνικά δικαστήρια, και από αυτήν δεν μπορεί να συναχθεί κατά τη σύγχρονη αντίληψη του νομικού πολιτισμού κανένα συμπέρασμα.
Παρεμπιπτόντως, ή ο κ. Πρινιωτάκης είναι ψευδολόγος ή οι δηλώσεις του λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν. Και τα δύο δεν συμβιβάζονται… Και όμως, στην έκθεση Ζορμπά, και τα δύο χρησιμοποιούνται ως βάσεις για παρακινδυνευμένα συμπεράσματα.
Τέλος, το ύφος χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. Ετσι, δακρύβρεχτες ρητορείες περί «άνομης συναλλαγής του δεκασμού, το δέλεαρ του οποίου προσφέρεται αφειδώς από το αναιδές κεφάλαιο στους ευτελείς» ανήκουν στο γραφικό παρελθόν και την ηθογραφική κωμωδία, αλλά δεν συνάδουν με την ψυχραιμία και τη λιτότητα, που αρμόζουν σε μια σύγχρονη αστυνομική ή ανακριτική διαδικασία, αφού προκαταλαμβάνουν το συναίσθημα, αλλά δεν υπηρετούν τη λογική.
* Ο κ. Χρήστος Χατζηεμμανουήλ είναι αναπληρωτής καθηγητής του Νομικού Τμήματος του London School of Economics, πρόεδρος της «Ολυμπιακά Ακίνητα Α.Ε.».