Μια από τις πιο κρίσιμες πτυχές της εκλογικής μάχης αφορά τη στρατηγική των δύο μεγάλων κομμάτων. Διότι από την ορθότητα της στρατηγικής αυτής, αλλά και τον τρόπο υλοποίησής της, θα κριθούν κρίσιμες προεκλογικές εντυπώσεις. Αυτές οι εντυπώσεις, μαζί με την προϋπάρχουσα πολιτική δυναμική, θα διαμορφώσουν το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Τα πρώτα δείγματα γραφής από την προεκλογική εκστρατεία τόσο της Ν.Δ. όσο και του ΠΑΣΟΚ δεν εκπλήσσουν. Τούτο δεν είναι παράδοξο. Διότι οι προεκλογικές εκστρατείες δεν είναι παρά το τελικό στάδιο μιας προϋπάρχουσας στρατηγικής. Αρα, οι ράγες μιας στρατηγικής μπαίνουν στη θέση τους πολύ πιο πριν από την προεκλογική περίοδο. Το ότι η Ν.Δ. επενδύει πολιτικά στις μεταρρυθμίσεις, από τις πρώτες ημέρες της εκστρατείας της, είναι διότι από καιρό «χτίζει» την «επένδυση» αυτή. Επίσης μια πολύμηνη στρατηγική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ το οδηγεί -αναπόδραστα- στο πεδίο της σκανδαλολογίας και των ομολόγων.
Επειτα από μια εκλογική αναμέτρηση, ένα κόμμα επιβάλλεται να σχεδιάζει στρατηγικά την εικόνα με την οποία θα αντιμετωπίσει την επόμενη μάχη. Εδώ υπήρξε μια ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα: Η εικόνα που σχεδίασε από την αρχή ο Κώστας Καραμανλής είναι εκείνη με την οποία φθάνει η Ν.Δ. στις τωρινές εκλογές. Αντίθετα, στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, άλλοι ήταν οι αρχικοί σχεδιασμοί του Γιώργου Παπανδρέου και σε άλλους κατέληξε. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σύρθηκε στη σημερινή του στρατηγική επιλογή διότι οι συγκυρίες τού επεβλήθησαν. Αντί να τους επιβληθεί.
Στρατηγικά η κυβέρνηση της Ν.Δ. προσπάθησε να πείσει ότι είναι ταυτόχρονα μεταρρυθμιστική αλλά και μετριοπαθής. Η αίσθηση της μετριοπάθειας «πέρασε» θετικά στην κοινή γνώμη και ήταν ζωτική για την εικόνα του κυβερνώντος κόμματος, μαζί με την κρίσιμη περιφρούρηση του κοινωνικού προσώπου της κυβέρνησης. Στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, όπως αναγνώρισε ο πρωθυπουργός, τα βήματα μπορούσαν να είναι ταχύτερα και πιο αποφασιστικά. Παρ’ όλα αυτά, το πεδίο αυτό αναδεικνύεται σε κομβικό στρατηγικό πλεονέκτημα της Ν.Δ., διότι το ΠΑΣΟΚ το εγκατέλειψε αμαχητί μέσα από μια στρατηγική άρνησης και των πιο αυτονόητων αλλαγών (λ.χ. στα ΑΕΙ, ΔΕΚΟ κ.λπ.).
Ενας κρίσιμος δείκτης με στρατηγική σημασία είναι εκείνος που συγκρίνει τα δύο μεγάλα κόμματα και τις ηγεσίες τους στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων. Στις πρόσφατες «τάσεις» της MRB, στη σύγκριση Καραμανλή – Παπανδρέου, το 42% εμφανίζεται να θεωρεί πως ο Καραμανλής «πιστεύει σε τολμηρές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις» έναντι μόνο 32% που συγκεντρώνει ο Παπανδρέου. Αρα, επιμένοντας το κυβερνών κόμμα στις μεταρρυθμίσεις πατάει σε στέρεο έδαφος όπου το ίδιο είναι ισχυρό, ενώ ο αντίπαλός του είναι ευάλωτος.
Μετά τις εκλογές του 2004, το ΠΑΣΟΚ κινήθηκε μέσα σε ένα «στρατηγικό κενό». Ο Γιώργος Παπανδρέου είχε την πρόθεση να δημιουργήσει ένα «νέο» ΠΑΣΟΚ αλλά δεν γνώριζε πώς να το πετύχει. Ανερμάτιστες κινήσεις εντυπωσιασμού αποδείχθηκαν αδιέξοδες. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ άρχισε να σύρεται σε ένα «παλαιό ΠΑΣΟΚ», όχι διότι το επιθυμούσε, αλλά διότι αδυνατούσε να προχωρήσει προς ένα «νέο ΠΑΣΟΚ». Η κορωνίδα μιας στροφής, όπου θυσίασε οριστικά την νεωτεριστική του εικόνα, υπήρξε η αναδίπλωσή του για το άρθρο 16.
Η προσχώρηση στο «παλαιό ΠΑΣΟΚ» οδήγησε αναπόφευκτα σε μια στρατηγική ταυτόχρονα χειροπιαστή, αλλά και αδιέξοδη. Ο Γιώργος Παπανδρέου έλεγε «όχι» σε οτιδήποτε έκανε η κυβέρνηση, έγινε μονοθεματικός με λάβαρο τα ομόλογα, προσχώρησε σε μια ξεπερασμένη «αντιδεξιά» ρητορική και κατέφυγε σε ακραίους προσωπικούς χαρακτηρισμούς.
Η «επένδυση» στα ομόλογα εξοβέλισε τις όποιες εναλλακτικές κυβερνητικές προτάσεις του ΠΑΣΟΚ. Η κυβέρνηση μπορεί να εφθάρη από τα ομόλογα, το ΠΑΣΟΚ όμως δεν ωφελήθηκε. Και τούτο διότι η εικόνα του στο πεδίο της διαφθοράς, όπως καταγράφουν όλες οι δημοσκοπήσεις, είναι χειρότερη από εκείνη της Ν.Δ. Παράλληλα ο Γιώργος Παπανδρέου, αποζητώντας την ιδιότητα του «δυναμικού» μέσα από την οξύτητα, δεν βελτίωσε την «πρωθυπουργική αξιοπιστία» του έναντι του Κώστα Καραμανλή. Την υπονόμευσε.
Οι εκλογικές μάχες κρίνονται πάντοτε στο πεδίο των συγκρίσεων. Και οι στρατηγικές κάθε κόμματος οφείλουν να προσπαθούν να πείσουν το εκλογικό σώμα να επικεντρωθεί στα ζητήματα όπου αυτά έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα. Αυτό κάνει η Ν.Δ. επικεντρωνόμενη στην ισχυρή εικόνα Καραμανλή και στην υπεροχή της στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων.
Ομως, το ΠΑΣΟΚ δεν επενδύει σε πλεονεκτικά πεδία όταν επικεντρώνεται στη διαφθορά, όταν προσωποποιεί την εκστρατεία του, όταν διεξάγει μια εκστρατεία που προϋποθέτει πως συνθήματα του 1993 («επιτέλους τέλος») εκφράζουν τα συναισθήματα της κοινής γνώμης προς τη σημερινή κυβέρνηση.
Το επιτελείο του Γιώργου Παπανδρέου μοιάζει να πιστεύει πως του αρκεί μια ψήφος αποδοκιμασίας κατά της κυβέρνησης για να κερδίσει τις εκλογές. Κάνει λάθος. Διότι ακόμη και στις εκλογές που η κοινή γνώμη αποδοκίμαζε πρωτίστως κυβερνήσεις παρά επέλεγε αντιπολιτεύσεις (όπως συνέβη λ.χ. το 1989 και το 1993), οι αντιπολιτεύσεις προσλαμβάνονταν είτε ως η οριακά προτιμότερη επιλογή είτε έστω ως το «μικρότερο κακό».
Σήμερα δεν υπάρχει οργή και ρεύμα αποδοκιμασίας κατά της κυβέρνησης. Η Ν.Δ., σε όλες τις συγκρίσεις, έχει καλύτερη εικόνα από το ΠΑΣΟΚ. Και τούτο διότι την περίοδο 2004 – 2007 το ΠΑΣΟΚ απέτυχε (όπως άλλωστε και η Ν.Δ. στο παρελθόν) να χτίσει τη νέα εικόνα που χρειαζόταν. Μια εικόνα, στην οποία θα έπρεπε σήμερα να επενδύει στρατηγικά, αντί για τα ομόλογα!