Και μετά τη διαμαρτυρία

4' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πήγα στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας που έγινε στην πλατεία Συντάγματος λίγες μέρες μετά τις πυρκαγιές. Ξεκίνησα από το σπίτι με βαρειά καρδιά. Δεν περίμενα και πολλούς να ανταποκριθούν σε μια πρωτοβουλία που προερχόταν από ανώνυμους, ως επί το πλείστον, πολίτες με κύριο μέσο επικοινωνίας το διαδίκτυο. Γνωρίζω άλλωστε ότι στη χώρα μας η κοινωνία των πολιτών βρίσκεται ακόμη σε νηπιακό στάδιο. Οσο για το ποσοστό πρόσβασης στο διαδίκτυο, είναι -και αυτό γνωστό- από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη.

Αρχισα να αναθαρρώ μόλις μπήκα σε ένα μετρό γεμάτο νέους κυρίως ανθρώπους ντυμένους στα μαύρα, σύμβολο πένθους στη συγκεκριμένη περίπτωση και όχι σημάδι ένταξης στο κίνημα των αναρχικών. Οταν βγήκα στην πλατεία, δεν πίστευα ειλικρινά στα μάτια μου: χιλιάδες άνθρωποι που είχαν έρθει να διαδηλώσουν σιωπηλά τον πόνο και την οργή που ένιωθαν για τα όσα είχαν συμβεί τις προηγούμενες μέρες. Χωρίς κεντρική οργάνωση, αυθόρμητα είχαν ανταποκριθεί οι περισσότεροι στο κάλεσμα. Και η εικόνα που παρουσίαζε η πλατεία Συντάγματος εκείνο το βράδυ ήταν τελείως διαφορετική από την εικόνα που συνηθίζουμε να βλέπουμε στους δέκτες των τηλεοράσεων από τις παραδοσιακές κομματικές συγκεντρώσεις με τους επαγγελματίες χειροκροτητές.

Αγγίξαμε άραγε και πόσοι το όριο ανοχής ενός συστήματος διαχείρισης των κοινών στη χώρα μας που πάει πολλά χρόνια πίσω και βαθμιαία τείνει να εκφυλιστεί; Ενα σύστημα που περιλαμβάνει το ανήμπορο, κομματικά ελεγχόμενο και εν πολλοίς διεφθαρμένο κράτος σε όλα του τα επίπεδα και όχι μόνο στην πιο σημαντική, την αθηναϊκή του εκδοχή. Αλλωστε, η αποκέντρωση, όπως εφαρμόστηκε, δεν συνέβαλε στην ενίσχυση της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης; Ή μήπως δεν είναι πολιτικά ορθό να λέμε αυτά τα πράγματα με το όνομά τους;

Ενα σύστημα με πολιτικούς που στην πλειονότητά τους δεν έχουν προφανώς ούτε τη γνώση αλλά ούτε και τη διάθεση να δώσουν ουσιαστικές λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Τα κίνητρα εισόδου στην πολιτική δεν ελκύουν τους αξιότερους, με εξαιρέσεις πάντοτε. Και δυσκολεύεσαι να το πεις και αυτό φωναχτά, διότι η απαξίωση της πολιτικής και των ανθρώπων που την διακονούν είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Ποιος ξέρει, μπορεί με περισσότερους αθλητές, τραγουδιστές και τηλεπαρουσιαστές στη Βουλή να καλυτερέψουν τα πράγματα!

Και μια κοινωνία με προκαπιταλιστικές εν πολλοίς αξίες που προσπαθεί, με τεράστια δυσκολία και μπόλικη αμηχανία, να διαχειρισθεί τη μετάβαση σε μια οικονομία υπηρεσιών, μάλλον άναρχη, με υψηλό βιοτικό επίπεδο και μεγάλες ανισότητες, ανισότητες στο εισόδημα, στη μόρφωση και στην οργάνωση. Κυρίως όμως μια κοινωνία που στην αναζήτηση του γρήγορου πλουτισμού έχασε στον δρόμο παραδοσιακές αξίες κοινωνικότητας και δημόσιου συμφέροντος. Και το αποτέλεσμα είναι ότι δυσκολεύεται, ολοένα και περισσότερο, να λειτουργήσει ως συντεταγμένη, σύγχρονη κοινωνία.

Μήπως το δράμα που έζησε η Πελοπόννησος, η Εύβοια καθώς και άλλα μέρη της Ελλάδας λειτουργήσει τελικά ως καταλύτης για να συνειδητοποιήσουμε ότι χρειάζεται ένας πολύ διαφορετικός τρόπος διαχείρισης των κοινών σε μια εποχή που το ιδιωτικό τείνει να κυριαρχήσει; Και ότι ο διαφορετικός αυτός τρόπος απαιτεί ένα σύγχρονο, επιτελικό κράτος, πολιτικό προσωπικό που γνωρίζει, θέλει και μπορεί, ανταγωνιστική οικονομία με σταθερούς και διαφανείς κανόνες, αποτελεσματικά εργαλεία κοινωνικής αλληλεγγύης, εκπαιδευτικό σύστημα ευέλικτο και προσιτό σε όλους που μαθαίνει σε νέους (και γηραιότερους) πως να μαθαίνουν οι ίδιοι, χωρίς να αναπαράγει εθνικούς μύθους, φοβίες και ανασφάλειες, καθώς και πολίτες ενεργούς που αισθάνονται υπεύθυνοι για το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Με άλλα λόγια, πολίτες που δεν ιδιωτεύουν, αλλά συμβάλλουν στην καθιέρωση κράτους δικαίου και ενός συλλογικού συστήματος αξιών και κανόνων, που συνοδεύεται από τα απαραίτητα κίνητρα και κυρώσεις.

Αυτό το ιδεατό σχήμα βρίσκεται πολύ μακριά. Ολοι το ξέρουν, πολλοί εφησυχάζουν ή απλώς βολεύονται. Οι περισσότεροι δυσανασχετούν, αλλά μέχρι σήμερα δεν κάνουν τίποτα για να αλλάξουν τα πράγματα. Και το πολιτικό μας σύστημα κατρακυλάει στου κακού την σκάλα. Το κράτος που έχουμε, με όλες τις αδυναμίες και τις στρεβλώσεις του, είναι και αυτό αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Την εκφράζει απόλυτα. Το πελατειακό σύστημα, για παράδειγμα, δεν μας το επέβαλαν κάποιοι πολιτικοί που ήρθαν από τον Αρη ή την Αμερική. Δικοί μας είναι και εμείς τους ψηφίζουμε για να το αναπαράγουν. Αν δεν μας αρέσουν, ας αναζητήσουμε άλλους με διαφορετική προσέγγιση της πολιτικής και διαφορετικές προτάσεις.

Κάτι φαίνεται να αλλάζει, αλλά κανένας δεν ξέρει ακόμη σε τι μπορεί να εξελιχθεί ή αν απλώς σβήσει με τον χρόνο. Θα είναι κρίμα αν η αγανάκτηση, μαζί με τον μεγάλο πόνο, που προκάλεσαν τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα περιοριστεί σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Εφόσον ολοένα και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι το σύστημα διαχείρισης των κοινών έχει αγγίξει τα όριά του, με εξαιρετικά επικίνδυνες συνέπειες για την ποιότητα της καθημερινής μας ζωής και το μέλλον αυτού του τόπου, καιρός είναι να βγάλουν και τα αναγκαία συμπεράσματα για τη δική τους συμπεριφορά ως υπεύθυνοι πολίτες. Χρειαζόμαστε μια δυναμική κοινωνία πολιτών που παίρνει πρωτοβουλίες και λειτουργεί ως αντίβαρο στο κομματικό σύστημα και τις ομάδες συμφερόντων. Δεν αρκεί όμως. Στη δημοκρατία, οι μεγάλες αλλαγές περνούν μέσα από την πολιτική και τα οργανωμένα κόμματα. Ας στείλουμε λοιπόν το μήνυμα για ουσιαστικές αλλαγές στους πολιτικούς αποδέκτες, αναζητώντας και επιβραβεύοντας όσους μπορούν να το διαβάσουν και να το μετουσιώσουν σε πολιτική πράξη και όχι σε λόγια του αέρα. Γιατί από αυτά, χορτάσαμε.

* Ο κ. Λουκάς Τσούκαλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή