Ανασκόπηση των μεταπολιτευτικών εκλογικών αναμετρήσεων

Ανασκόπηση των μεταπολιτευτικών εκλογικών αναμετρήσεων

5' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από τότε, το 1974 μετά την πτώση της Δικτατορίας, που οι εκλογές επανήλθαν στην πολιτική ζωή και αποτέλεσαν το επίκεντρό της, μετράμε ένδεκα εκλογικές αναμετρήσεις. Η σημερινή είναι η δωδεκάτη. Κατά μέσον όρο μία κάθε τρία χρόνια. Παρά τη συνταγματική διάταξη, από τις ένδεκα εκλεγμένες κυβερνήσεις, μόνο πέντε εξάντλησαν την τετραετία. Μία της Ν.Δ. με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Ράλλη, ως διάδοχο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, και τέσσερις του ΠΑΣΟΚ, δύο με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου και δύο με τον Κώστα Σημίτη. Σε διάστημα 33 ετών η χώρα κυβερνήθηκε 13,5 χρόνια από τη Ν.Δ. και 19,5 από το ΠΑΣΟΚ. Στο ίδιο διάστημα των 33 ετών αδιατάρακτης δημοκρατικής λειτουργίας εφαρμόσθηκαν ποικίλα εκλογικά συστήματα διαφόρων βαθμών «ενισχυμένης αναλογικής», τα οποία όμως είχαν ένα κοινό σημείο: Να περιορίσουν τον πολιτικό ανταγωνισμό για την κατάκτηση της εξουσίας μεταξύ δύο μόνο κομμάτων και να δίνουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο εκάστοτε «πρώτο» από αυτά, ανεξαρτήτως διαφοράς ψήφων από το δεύτερο.

Το σύστημα αυτό αμφισβητήθηκε στην πράξη μόνο κατά τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, δύο του 1989 και μία του 1990. Σε αυτές, παρ’ όλο που η Ν.Δ. με ηγέτη τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με μεγάλο ποσοστό ψήφων, λόγω του εφαρμοσθέντος τότε εκλογικού νόμου (επινόηση και έργο του ΠΑΣΟΚ), δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρά μόνο στην τρίτη αναμέτρηση του 1990, μόλις κατά μία έδρα. Γι’ αυτήν την περίοδο είναι ένα ερώτημα γιατί η «συγκυβέρνηση» του Τζαννή Τζαννετάκη, στην οποία συμμετείχε και η Αριστερά, δεν τροποποίησε τον εκλογικό νόμο και γιατί η Αριστερά δεν απαίτησε την καθιέρωση της απλής αναλογικής, που επί δεκαετίες ήταν το πάγιο αίτημά της.

Κάθε μία από αυτές τις ένδεκα εκλογικές αναμετρήσεις είχε το δικό της πολιτικό περιεχόμενο και το δικό της διακύβευμα.

Στις πρώτες μετά τη Δικτατορία εκλογές, ο ιδρυτής και ηγέτης της Ν.Δ., ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, συγκέντρωσε πρωτοφανή ποσοστά ψήφων και αδιατάρακτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εξασφάλισε επιπλέον την ανοχή σχεδόν όλου του λαού και της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, τουλάχιστον στις κεντρικές επιδιώξεις των κυβερνήσεών της. Την αναίμακτη αποκατάσταση της Δημοκρατίας και τη σύνταξη του νέου αβασίλευτου πολιτεύματος. Χρειάσθηκαν ένα δημοψήφισμα και η ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952. Αυτά στο θεσμικό μέρος.

Στο καθαρώς πολιτικό, με αιμορραγούσες ακόμη τις πληγές της Κύπρου, η κυβέρνηση Καραμανλή έπρεπε να συντρίψει τις εναπομείνασες δυνάμεις του Δικτατορίας στον στρατό, στην αστυνομία και γενικά στον κρατικό μηχανισμό και να εντάξει στο πολιτικό σύστημα κοινωνικές διεκδικήσεις από δεκαετίες απωθημένες και καταπιεσμένες, μαζί με τις πολιτικές δυνάμεις που δυναμικά τις εξέφραζαν. Κυρίως τον αναδυόμενο τότε Ανδρέα Παπανδρέου και το κίνημά του. Ισως η ιστορία αποφανθεί ότι η πρώτη μετά τη Δικτατορία Βουλή και η κυβέρνηση Καραμανλή ήταν η πλέον μεστή σε περιεχόμενο και η πλέον αποδοτική, σε έργο δύσκολο και αβέβαιο.

Στις δεύτερες μεταδικτατορικές εκλογές του 1977, η Ν.Δ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή αναδείχθηκε πάλι πρώτο κόμμα με κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, αλλά με αισθητά μικρότερο ποσοστό ψήφων. Η Βουλή του 1977 κυριολεκτικά κυριαρχείται από τον Ανδρέα Παπανδρέου, που ως αρχηγός πια της αξιωματικής αντιπολίτευσης ασκεί νέα και δυναμική πολιτική, διαλύοντας ουσιαστικά και απορροφώντας το Κέντρο και λεηλατώντας την Αριστερά. Η πολιτική του, ένα ακαθόριστο μείγμα πρωτόγονου πατριωτισμού με αντιδυτική αιχμή και έκφρασης των πλέον αντιφατικών λαϊκών αιτημάτων (ως το σημείο του λαϊκισμού), συγκίνησε και αφύπνισε μεγάλες μάζες πληθυσμού, αλλά επίσης αντιφατικές. Πιστεύω ότι αυτή ακριβώς την αντιφατικότητα και αυτόν τον πολιτικό πρωτογονισμό ενσωμάτωσε το ΠΑΣΟΚ και έκτοτε χαρακτηρίζουν την πολιτική του, στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση.

Παρ’ όλα αυτά, το μεγάλο επίτευγμα της Βουλής του 1977 και της τότε κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι η ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ενωση. Πιστεύω ότι αυτό θα καταγράψει η ιστορία ως μεγάλο γεγονός.

Οι εκλογές του 1981 υπήρξαν ο θρίαμβος του Ανδρέα Παπανδρέου και του κινήματός του. Ιδιοφυής πολιτικός και ικανότατος δημαγωγός ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντιφατικός ο ίδιος και ανακόλουθος, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να πιστωθεί με δύο μεγάλα επιτεύγματα, τα οποία όμως άφησε να εξελιχθούν σε δύο μεγάλα ελαττώματα της πολιτικής ζωής. Στην πρώτη τετραετία της διακυβέρνησής του μετέφερε ένα ποσοστό του εθνικού εισοδήματος στις κατώτερες και μικρομεσαίες εισοδηματικές τάξεις και ταυτόχρονα έφερε στο πολιτικό προσκήνιο μάζες πολιτικά απωθημένες και καταπιεσμένες. Αυτές οι ίδιες όμως οι μάζες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, με διαφορετικές και σχεδόν πάντα αντιφατικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες, σύντομα οργανώθηκαν σε εγωκεντρικές συντεχνίες και και αποτέλεσαν τη βάση μιας περίπου κορπορατιστικής οργάνωσης της κοινωνίας που ακόμη και σήμερα αμφισβητεί την ανεξαρτησία και την αυτοδυναμία της πολιτικής. Η χώρα και το κράτος κατακερματίσθηκαν σε απειρία αντιφατικών διεκδικήσεων που ματαιώνει κάθε απόπειρα επαναπροσδιορισμού του γενικού ή εθνικού συμφέροντος. Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ έπεσε τελικά θύμα της αντιφατικότητάς του: Η δεύτερη τετραετία του μετά τις εκλογές του 1985 είχε έντονα τα σημάδια της παρακμής, που μοιραία κατέληξε στη μεγάλη κρίση του 1989-1990.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν πλέον βαριά άρρωστος και με διάχυτη την αμφισβήτησή του στη βάση και στην κορυφή του κόμματός του. Πολλοί τότε, οπαδοί του και αντίπαλοί του, έκαναν το λάθος να πιστέψουν ότι δεν θα επέστρεφε στην ενεργό πολιτική ζωή και άρχισαν οι συνωμοσίες και τα χτυπήματα «κάτω από τη μέση». Επέστρεψε όμως και χρειάσθηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και η παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο για να ηττηθεί και μάλιστα προσωρινά.

Επιτέλους, στις εκλογές του 1990, η Ν.Δ. με ηγέτη τον Κ. Μητσοτάκη κατάφερε να κατακτήσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία μιας μόνο έδρας, αλλά με υψηλό ποσοστό ψήφων. Εντούτοις ο Κ. Μητσοτάκης, εμπειρότατος πολιτικός, κατόρθωσε να ασκήσει στιβαρή διακυβέρνηση τριών και πλέον ετών. Επεσε όχι τόσο λόγω της διάσπασης του κόμματος και απώλειας της πλειοψηφίας, όσο γιατί έχασε τις εκλογές του 1993 από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος και τον διαδέχθηκε εγκαινιάζοντας την τρίτη τετραετία διακυβέρνησης. Δεν ευτύχησε να την ολοκληρώσει. Πέθανε το 1996, ενώ λίγους μήνες πριν τον διαδέχθηκε ο Κώστας Σημίτης. Το ερώτημα που παραμένει από την τριετία του Κ. Μητσοτάκη είναι γιατί δεν προσέφυγε σε πρόωρες εκλογές το 1991 ή το 1992, τις οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα κέρδιζε και θα εξασφάλιζε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Με τις εκλογές του 1996 εγκαινιάζεται ο «εκσυγχρονισμός» με έντονο δυτικό προσανατολισμό του Κώστα Σημίτη. Αλλωστε, η λέξη εκσυγχρονισμός ιστορικά αυτόν τον προσανατολισμό είχε. Ηρθε σε σύγκρουση με τον πρωτογονισμό, τις ιδεοληψίες, την αντιφατικότητα και τον λαϊκισμό του κόμματος. Παρ’ όλα αυτά είχε μια γόνιμη πρώτη τετραετία. Η δεύτερη τετραετία του υπήρξε πράγματι εκτεταμένη αποτυχία με έντονα φαινόμενα πολιτικής παρακμής.

Με σύνθημα την ανατροπή αυτής της παρακμής επανήλθε στην εξουσία η Ν.Δ. με την ενδεκάτη εκλογική αναμέτρηση του 2004 και με ηγέτη τον Κώστα Καραμανλή. Σήμερα, όμως, ο λαός ψηφίζει και φρόνιμο είναι να τερματίσουμε εδώ την εξιστόρηση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή