Ελληνοαμερικανικές σχέσεις: αρχές 20ού αι. – 1974

Ελληνοαμερικανικές σχέσεις: αρχές 20ού αι. – 1974

5' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το θέμα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι σημαντικό, πολυδιάστατο και διαχρονικά εξελισσόμενο. Αφορά τις ασύμμετρες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε μια μεγάλη δύναμη με παγκόσμια πολιτικο-στρατιωτική εμβέλεια και μια μικρή χώρα μεγάλης στρατηγικής σημασίας που ήταν/είναι τοποθετημένη σε μια ευρύτερη περιοχή πολιτικής αστάθειας και αλυτρωτικών συγκρούσεων. Η περιοδοποίηση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων μας βοηθάει να αναδείξουμε τις κυριότερες μεταβλητές που επηρέασαν και επηρεάζουν την κάθε περίοδο, αλλά και τις σταθερές (εθνικά, κομματικά και άλλα συμφέροντα), που διατρέχουν το κάθε διάστημα από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τις μέρες μας.

Β Πρώτη περίοδος (αρχές του 20ού αιώνα – 1947): Σε γενικές γραμμές οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις υπήρξαν θετικές και εγκάρδιες. Ηταν μία περίοδος αμερικανικού απομονωτισμού, δηλαδή συνειδητά επιλεγμένης μη ανάμειξης των ΗΠΑ στις υποθέσεις της Γηραιάς ηπείρου. Η μεγάλη υπερατλαντική χώρα αντιμετώπιζε τότε τα γεγονότα αντικειμενικά, κρατώντας ίσες αποστάσεις από τους εμπολέμους και συστήνοντας την ανάγκη ειρηνικής επίλυσης των διαφορών τους με σεβασμό στις αρχές του διεθνούς δικαίου. Οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν τελικά στους δύο παγκοσμίους πολέμους, με διετή περίπου καθυστέρηση, για να στηρίξουν την πλευρά που φαινόταν να χάνει στη μεγάλη αναμέτρηση. Στρατηγικός στόχος τους ήταν (και παραμένει μέχρι τις μέρες μας) η αποτροπή της ηγεμονίας επί της Ευρασίας, γνωστής στους μελετητές της γεωπολιτικής επιστήμης ως «παγκόσμια νήσος», από μία μόνο ευρωπαϊκή δύναμη. Στο ποσοστό που η αμερικανική εμπλοκή ενέκρινε το αποτέλεσμα των δύο καταστροφικών πολέμων, η Ελλάδα που αγωνίστηκε πάντοτε στην πλευρά των συμμάχων απέφυγε καταστροφικές συνέπειες. Αν οι κεντρικές δυνάμεις είχαν κερδίσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο ναζιστικός/ιμπεριαλιστικός άξονας στον Δεύτερο, τα σύνορα της χώρας μας θα ήταν σήμερα κάποια χιλιόμετρα βορείως της Λαμίας.

Στην ίδια περίοδο η Ελλάδα βίωσε μια αλυσίδα συγκρούσεων (βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος, μικρασιατική καταστροφή, Β΄ Παγκόσμιος, εξοντωτική κατοχή από τις δυνάμεις του άξονα, ηρωική αντικατοχική αντίσταση και αιματηρός εμφύλιος). Το μεγάλο επίτευγμα της ταραγμένης αυτής εποχής ήταν ότι η Ελλάδα διπλασίασε την εδαφική της επικράτεια πλησιάζοντας την ολοκλήρωση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Στην αρνητική πλευρά της ίδιας περιόδου χρεώνονται οι δύο μεγάλοι διχασμοί (βασιλικοί εναντίον βενιζελικών και κομμουνιστές εναντίον εθνικιστών) και η οικονομική υπανάπτυξη που συνόδευσε την πρώτη πεντηκονταετία του 20ού αιώνα.

Β Δεύτερη περίοδος (1947-1974): Μετά την ανεξαρτησία του από την οθωμανική αυτοκρατορία το ελληνικό κράτος έγινε συχνά αντικείμενο ανταγωνισμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων λόγω της σημαντικής του στρατηγικής θέσης στην κεντρική Μεσόγειο. Υπόθεση εργασίας των περισσοτέρων Ελλήνων πολιτικών και στοχαστών ήταν ότι η χώρα τους αναγκαστικά θα βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής της εκάστοτε δύναμης, που θα ασκούσε τον θαλάσσιο έλεγχο της Μεσογείου. Η Μεγάλη Βρετανία, όπως ήταν φυσικό, εξασφάλισε τη μεγαλύτερη μερίδα επιρροής στις πολιτικές εξελίξεις της μικρής χώρας μέχρι το 1947. Αποκαμωμένη και χρεωμένη, όμως, από τη δοκιμασία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η θαλασσοκράτειρα του 19ου και του 20ού αιώνα αναγκάστηκε να περάσει τη σκυτάλη της επιρροής της στις ΗΠΑ. Μετά το 1947, με το σχέδιο Μάρσαλ και το δόγμα Τρούμαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν τα ηνία του ηγέτη της Δύσης μπροστά στην πρόκληση του σοβιετικού επεκτατισμού (όπως αυτός διακηρυσσόταν από τη Μόσχα).

Το σοβαρότερο πρόβλημα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων μετά το 1947 υπήρξε η ασυμμετρία ισχύος των δύο οντοτήτων και η αντίστοιχη ασυμβατότητα των στρατηγικών τους στόχων, οι οποίοι στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν περιφερειακοί, ενώ στην περίπτωση της δυτικής υπερδύναμης ήταν παγκόσμιοι. Η αμερικανική παρέμβαση στον ελληνικό εμφύλιο με τα γνωστά της αποτελέσματα κέρδισε οπωσδήποτε την ευγνωμοσύνη της πλειοψηφίας (των νικητών), αλλά και τη βαθιά αντιπάθεια της κομμουνιστικής παράταξης (των ηττημένων). Για τις ΗΠΑ η ήττα της κομμουνιστικής ανταρσίας στην Ελλάδα, εξασφάλιζε απλά άλλον ένα κρίκο (μαζί με την Τουρκία) στην αλυσίδα ανάσχεσης του σοβιετικού μπλοκ. Μετά τον εμφύλιο η αμερικανική βοήθεια (στρατιωτική και οικονομική) στήριξε τις προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1950 να προχωρήσουν με επιτυχία στην ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της κατεστραμμένης τους χώρας από την κατοχή και τον εμφύλιο. Αλλά, η καθοριστική παρουσία της υπερδύναμης, με δεδομένο τον πατερναλιστικό της τύπο, σύντομα δημιούργησε τις πρώτες ελληνικές αντιδράσεις ενάντια στην αμερικανική διείσδυση. Για τους Αμερικανούς, αντιθέτως, αυτή η διείσδυση θεωρήθηκε απαραίτητο εργαλείο για να προστατευθεί η αποδοτικότητα της βοήθειας από τον πειρασμό της διαφθοράς Ελλήνων πολιτικών.

Στη δεκαετία του 1950, παρά την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ (1952), το Κυπριακό προκάλεσε τα πρώτα μαύρα σύννεφα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Για την Ελλάδα ήταν μια δίκαιη υπόθεση αυτοδιάθεσης της πρώην βρετανικής αποικίας (όπου το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε το 82% του πληθυσμού της), που θα οδηγούσε φυσιολογικά στην ένωση της Κύπρου με τη μητέρα πατρίδα. Για τις ΗΠΑ, αντιθέτως, ο αντιαποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ δημιούργησε μια εύφλεκτη κατάσταση που απειλούσε να εμπλέξει τρεις σημαντικούς εταίρους του ΝΑΤΟ σε πολεμική αντιπαράθεση τινάζοντας στον αέρα τη νοτιοανατολική πτέρυγα της συμμαχίας προς όφελος της Σοβιετικής Ενωσης. Οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον να κρατήσει «ίσες αποστάσεις» ανάμεσα στη Βρετανία και τους δύο μεσογειακούς στρατηγικούς της εταίρους, ιδίως μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, προκάλεσαν πλήρη αγανάκτηση στην Αθήνα και τη Λευκωσία που έβλεπαν την υπερδύναμη να εξομοιώνει τον θύτη με το θύμα στο όνομα των στρατηγικών της συμφερόντων. Στον ευρύτερο Ελληνισμό εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι πίσω από το πραξικόπημα του Ιωαννίδη εναντίον του Μακαρίου και της τουρκικής εισβολής το 1974, υποβολέας και σκηνοθέτης ήταν ο Χένρι Κίσινγκερ.

Η επιβολή της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-74) σίγουρα αποτέλεσε το οξύτερο πρόβλημα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων με κατάλοιπα που υποβόσκουν μέχρι τις μέρες μας και εξηγούν εν πολλοίς το φαινόμενο του λεγόμενου αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα. Η πολιτική ανωμαλία στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν από τη μία πλευρά προϊόν της σύγκρουσης συμφερόντων ανάμεσα στο παλάτι και την αντικομμουνιστική ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων και, από την άλλη, τις λαοπρόβλητες δυνάμεις της Ενωσης Κέντρου υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου. Στην Ελλάδα εδραιωμένη είναι η εντύπωση ότι οι Αμερικανοί έδωσαν το πράσινο φως στους εξωκοινοβουλευτικούς παράγοντες (βασιλιά και ένοπλες δυνάμεις) για να προχωρήσουν στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ώστε να εξασφαλιστούν οι καλύτεροι δυνατόν όροι για την αμερικανική παρουσία (βάσεις και διευκολύνσεις) στην Κρήτη και σε άλλα σημεία της ελληνικής επικράτειας.

Η ανάγνωση της καταστάσεως από την αμερικανική πλευρά ήταν, τότε, εκ διαμέτρου αντίθετη. Η πολιτική ρευστότητα και ανωμαλία στην Ελλάδα σε καιρό Ψυχρού Πολέμου δεν εξυπηρετούσε τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα της ανάσχεσης του σοβιετικού μπλοκ. Τα συνθήματα του ανερχόμενου αστέρα στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα (Ανδρέα Παπανδρέου), που απαιτούσαν μια περήφανη και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, είχαν θορυβήσει την προληπτικά ανήσυχη αμερικανική πρεσβεία των Αθηνών.

Τελικά η Ουάσιγκτον επέλεξε τη «σταθερότητα παρά τη δημοκρατία» με τη συνειδητή επιλογή της «μη παρέμβασης» στα εσωτερικά της Ελλάδας. Αρκετά χρόνια αργότερα ο πρόεδρος Κλίντον θα ζητούσε συγγνώμη για την άστοχη συμπεριφορά της χώρας του απέναντι στον μικρό παραδοσιακό της σύμμαχο.

* Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή