Το Παγκοσμιο Χωριο

5' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από λίγα χρόνια, η λογιστική των επιχειρήσεων ήταν σχετικά απλή υπόθεση. Αν ήθελε κάποιος να αποτιμήσει μια επιχείρηση δεν είχε παρά να ξεκινήσει αθροίζοντας την αξία όλων των φυσικών της στοιχείων (κτίρια, εξοπλισμός, αυτοκίνητα κ.λπ.) Μετρούσε τις πωλήσεις και τα κέρδη κι έφτανε σε κάποιο ποσό. Από κει και πέρα έμπαινε κι ένα αυθαίρετο στοιχείο (που στα ελληνικά ονομάζουμε «αέρας»), το οποίο πάνω-κάτω αντιστοιχούσε στη δυναμική της επιχείρησης και έβγαινε μια πολύ καλή προσέγγιση της αξίας της.

Τώρα τα πράγματα δείχνουν να ανατρέπονται: ο «αέρας» μιας επιχείρησης αποκτά όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική της αξία. H αποκαλούμενη «τεχνογνωσία» ενός οργανισμού γίνεται διαρκώς πιο σημαντική από το άθροισμα των φυσικών της στοιχείων. Οι επιχειρήσεις πληροφορικής είναι ένα κλασικό παράδειγμα: τα πάγια στοιχεία τους δεν είναι παρά ένα ελάχιστο κλάσμα της τιμής που εμφανίζουν οι εταιρείες στο Χρηματιστήριο. H εκτίμηση γίνεται, όχι με βάση τα χειροπιαστά υλικά στοιχεία, αλλά συνυπολογίζοντας την άοσμη, άγευστη, και άπιαστη γνώση που έχει «στην κατοχή τους». Τα περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να δώσουν θετικά οικονομικά αποτελέσματα είναι πλέον οι πατέντες της εταιρείας, τα ονόματα των προϊόντων της, το λογισμικό, οι ιδέες και οι άνθρωποί της. «Τα βασικά μας περιουσιακά στοιχεία», δήλωσε ο πρόεδρος της «Μάικροσοφτ» Μπιλ Γκέιτς, «είναι το λογισμικό και η ικανότητά μας να παράγουμε αυτό το λογισμικό. Αυτά τα δύο στοιχεία όμως δεν εμφανίζονται πουθενά στον ισολογισμό της εταιρείας. Από λογιστικής πλευράς ο ισολογισμός μας δεν είναι και πολύ διαφωτιστικός».

Ενα ενδιαφέρον στοιχείο της νέας οικονομίας είναι πως οι επενδυτές διαισθητικά αντιλαμβάνονται ότι η τεχνογνωσία έχει οικονομική αξία. O Ράνταλ Μορκ του Πανεπιστημίου Αλμπέρτα και ο Μπέρναρντ Γέινγκ του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν μελέτησαν τη χρηματιστηριακή πορεία των αμερικανικών επιχειρήσεων που επενδύουν στην γνώση. Οταν εταιρείες που έχουν σοβαρή έρευνα και ανάπτυξη (R&D) εξαγοράζουν θυγατρικές στο εξωτερικό η τιμή της μετοχής τους αυξάνεται. Αντίθετα εταιρείες που δεν επενδύουν σε έρευνα και ανάπτυξη, όταν εξαγοράζουν άλλες επιχειρήσεις, η τιμή της μετοχής τους πέφτει. Οι επενδυτές νιώθουν ότι οι επιχειρήσεις που ποντάρουν στη γνώση μπορούν να εκμεταλλευθούν καλύτερα τις οικονομίες κλίμακας που δίνει το μεγαλύτερο μέγεθος.

Ο αντιπαραγωγικός ανταγωνισμός

Μέχρι σήμερα οι πρωτοετείς σπουδαστές της οικονομίας ήξεραν ότι ο ανταγωνισμός είναι η κινητήριος δύναμη του καπιταλισμού. Σε ένα σύστημα περιορισμένων φυσικών πόρων η οικονομικά αποδοτικότερη χρήση των πρώτων υλών επιβραβευόταν στην αγορά και ωφελούσε συνολικά την κοινωνία. Οι επιχειρήσεις πιεζόμενες από τον ανταγωνισμό μείωναν το κόστος, χαμήλωναν τις τιμές και ενίσχυαν τους καταναλωτές. O καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Γουίλιαμ Μπουμόλ ισχυρίζεται ότι στη νέα οικονομία ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων δεν γίνεται πλέον με όπλο τις τιμές, αλλά την καινοτομία. Πολλές φορές για χάρη της παραγωγής καινοτομιών, ακόμη κι αυτός καθαυτός ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων πρέπει να παραμεριστεί. H συνεργασία στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης αντίπαλων επιχειρήσεων, μπορεί να δώσει θετικά αποτελέσματα για όλους.

Το συμπέρασμα αυτό του καθηγητή Μπουμόλ είναι προϊόν μακρόχρονων παρατηρήσεων στον τομέα των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας. H συνεργασία ανταγωνιστών στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης είναι πλέον ο κανόνας στην αγορά. Στην αρχή επιβλήθηκε από τους επιστήμονες και μηχανικούς που εργάζονται σ’ αυτές τις εταιρείες. Πολλοί αρνήθηκαν καλοπληρωμένες θέσεις, σε επιχειρήσεις που δεν τους επέτρεπαν να συνεργαστούν με συναδέλφους τους σε άλλες εταιρείες. Τα διοικητικά στελέχη στην αρχή απρόθυμα συναίνεσαν. Με τον καιρό όμως είδαν ότι η πρακτική τους ωφελούσε και οικονομικά. O λόγος ήταν απλός. H καινοτομία έχει μικρό χρόνο ζωής στην αγορά. Από τη στιγμή που θα παρουσιαστεί ένα νέο προϊόν στην αγορά, είναι θέμα μηνών να αντιγραφεί από τους ανταγωνιστές. Συμφέρει λοιπόν στις επιχειρήσεις να κάνουν συμβόλαια συνεργασίας με αυτούς, ώστε να μοιράζονται τις καινοτομίες, αντί να μπαίνουν σε ένα στείρο ανταγωνισμό της αντιγραφής. Παράλληλα τα κεφάλαια που απαιτούνται τώρα για τη βασική έρευνα και ανάπτυξη είναι εξαιρετικά υψηλά και ενέχουν μεγάλο ρίσκο για μια εταιρεία. Είναι προς το συμφέρον τους λοιπόν η συνεργασία, παρά ο ανταγωνισμός…

Η ρευστότητα της πληροφορίας

Οταν τα πράγματα αλλάζουν ριζικά, η πρώτη προσπάθεια των κατ’ ουσίαν συντηρητικών κοινωνικών οργανισμών είναι να χωρέσουν το νέο στα παλιά καλούπια. Το ίδιο προσπαθούν τώρα και οι επιχειρήσεις. Προσπαθούν να στριμώξουν μέσα στις λογιστικές τους φόρμες -στις καταστάσεις που φτιάχτηκαν για να καταγράψουν τα υλικά στοιχεία- την άυλη πληροφορία. H μακρόχρονη (και εν πολλοίς επιτυχημένη στην βιομηχανική εποχή) πρακτική τους έδειξε πως αν κάτι παράγει πλούτο πρέπει να καταμετρηθεί, να οριοθετηθεί και να αποκτήσει ιδιοκτήτη.

Αυτό ίσχυε όμως για τα χωράφια. Αντίθετα η πληροφορία είναι διαδικασία· δεν είναι ένα απλό στατικό πράγμα. H αξία της είναι μοναδική σε κάθε συναλλαγή, ορίζεται πάντα από τον «αγοραστή της» (το σχέδιο κατασκευής της ατομικής βόμβας, έχει τεράστια αξία για ένα πυρηνικό φυσικό και μηδαμινή για έναν αγρότη), και το κυριότερο: δεν μπορεί να υπάρξει ζήτηση πληροφορίας, πριν από την «κατανάλωσή» της. Πόσο να πληρώσω για μια χρηματιστηριακή πληροφορία, αν δεν ξέρω ποια είναι και δεν ξέρω τι θα μου αποφέρει;

Υπάρχουν όμως κι άλλα παράδοξα στην οικονομία της γνώσης. Στα υλικά αγαθά η σπανιότητα αποφέρει πλούτο (χρυσός είναι πιο ακριβός από το χαλκό, αν και είναι λιγότερο χρήσιμος). Στα πνευματικά αγαθά, όπως απέδειξε η βιομηχανία λογισμικού, η συχνότητα είναι πιο πολύτιμη. Το λειτουργικό σύστημα Windows (αν και υποδεέστερο του Macintosh) πουλάει περισσότερο επειδή είναι πιο διαδεδομένο. Ολα τα προγράμματα που έγιναν στάνταρτ στη βιομηχανία λογισμικού (Lotus 1-2-3, WordPerfect κ.λπ.), ήταν εκείνα που είχαν πέσει θύματα εκτενέστερης πειρατείας, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να πουλάνε περισσότερα από τα ανταγωνιστικά τους. Ετσι, πολλές εταιρείες λογισμικού στρέφονται πλέον στη δωρεάν διανομή των προϊόντων τους και στην πώληση υπηρεσιών επί αυτών των προϊόντων. Οταν ρώτησαν τον Brian Eno τι μέτρα παίρνει για τις χώρες, όπως η Ταϊβάν, που έχουν μεγάλη κασετοπειρατεία απάντησε «πάω εκεί και δίνω συναυλίες»…

Τέλος, η πληροφορία, ακόμη κι αν ανταλλαχθεί δεν έχει μοναδικό ιδιοκτήτη. Ενα χωράφι αν πουληθεί μπορεί να καλλιεργηθεί μόνο από ένα, μια ιδέα αν μοιραστεί μπορεί να γονιμοποιηθεί απ’ όλους τους μετόχους της. Γι« αυτό κάθε προσπάθεια ένταξης της πληροφορικής οικονομίας στις φόρμες της βιομηχανικής κοινωνίας, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη.

Ιnfo

– Robert McChesney, Ellen Wood, John Bellamy Foster, «Capitalism and the Information Age: The Political Economy of the Global Communication Revolution», εκδ. Monthly Review Press.

– Max H. Boisot, «Knowledge Assets: Securing Competitive Advantage in the Information Economy», εκδ. Oxford University Press.

– Yochai Benkler «The Wealth of Networks: How Social Production Transforms Markets and Freedom», εκδ. Yale University Press.

– Εστερ Ντάισον, «Κομπιούτερ 2001. Ενας σχεδιασμός για τη ζωή στην ψηφιακή εποχή», εκδ. Ψυχογιός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή