Υποθεσεις

5' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν αρχίζει με το πατροπαράδοτο «μια φορά κι έναν καιρό» το παραμύθι, αλλά με το «κάποτε», ώστε να μην αυτοϋπονομευτεί ευθύς εξ αρχής, το ακούμε πάντως κάμποσες μέρες τώρα από το ραδιόφωνο, το βλέπουμε σαν διδακτικό σκετσάκι στην τηλεόραση, το διαβάζουμε στις εφημερίδες. Ιδού: «Κάποτε πηγαίναμε στην παραλία και την αφήναμε αγνώριστη. Τώρα, αυτές οι εικόνες έχουν περιοριστεί και μια τέτοια συμπεριφορά θεωρείται αντικοινωνική». «Εδώ ας σταθώ» λέει από μέσα του ο αναγνώστης – ακροατής – θεατής της ρεκλάμας και φέρνει στοn νου του εικόνες του καλοκαιριού, του φετινού καλοκαιριού κι όχι κάποιου που υπήρξε στο «κάποτε» της αφήγησής μας. Λοιπόν, όσο και να προσπαθήσει να φτιασιδώσει τις αναμνήσεις του, είναι τόσο νωπές που αντιστέκονται στην παραχάραξη. Εντάξει. Τα πράγματα δεν είναι απελπιστικά όπως λίγα χρόνια πριν. Δεν είναι όμως ούτε άσπιλα και αμόλυντα, όπως επείγεται να τα παραστήσει η διαφήμιση. Και τα σκουπίδια μας συνεχίζουμε πολλοί να τ’ αφήνουμε στην παραλία (με το πρόσχημα ότι τα ελάχιστα έτσι κι αλλιώς δοχεία απορριμμάτων είναι φισκαρισμένα από φυλακής πρωίας), και από το αυτοκίνητο αμολάμε με απελεύθερη χάρη οτιδήποτε περιττό (από αποτσίγαρο μέχρι το πλαστικοπότηρο της φραπεδιάς μας μαζί με το καλαμάκι), και τα βαριά σκουπίδια μας βγαίνουμε νυχτιάτικα και τ’ αφήνουμε στην πόρτα του γείτονα, πριν προλάβει αυτός να αφήσει τα δικά του στην πόρτα μας, και στις ελάχιστες πλατειούλες που έχουμε στη διάθεσή μας σπέρνουμε τα πλαστικά και τα αλουμινένια μπουκάλια ανάμεσα στις δάφνες (στο σπορ αυτό πρωταγωνιστεί η εφηβική μαγκιά, αλλά το τι γίνονται τα παιδιά μας δεν είναι άσχετο από το τι είμαστε οι γονείς και οι δάσκαλοί τους). Οσο για την παρουσία της πολιτείας στις διάφορες μορφές της (υπουργεία και τοπική αυτοδιοίκηση όλων των βαθμών), είναι τόσο διακριτική που καταντάει δυσδιάκριτη. Αλλά για να μην αδικήσουμε τους άρχοντές μας οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ξέρουν και παραξέρουν να εκχωρούν ή να νοικιάζουν ακρογιαλιές στην ιδιωτική εκμετάλλευση· περισσότερο στοιχίζει πια ένα μπάνιο στις περιφραγμένες ακτές της Αττικής παρά μια επίσκεψη σε ιαματικά λουτρά. Και οι περιφράξεις αυτές έχουν γίνει κάτι σαν μοντέρνο γιοφύρι της Αρτας: ολημερίς γκρεμίζονται, το βράδυ ξαναμπαίνουν, ή έστω σε δυο-τρεις μέρες, όταν κοπάσει ο θόρυβος και φύγουν τα κανάλια.

Οφείλουμε επίσης να αναγνωρίσουμε ότι, υπό την υψηλή εποπτεία του ΥΠΕΧΩΔΕ και με την ενθουσιώδη συμβολή δημάρχων και νομαρχών, η χώρα μας και η πρωτεύουσά μας διατηρούν άνετα τα πανευρωπαϊκά πρωτεία σε ποικίλα αθλήματα: το κατά κεφαλήν πράσινο είναι το λιγότερο δυνατόν (ώστε να αποφεύγονται οι αλλεργίες και η εξαιτίας αυτών καταπόνηση του ήδη αποκαμωμένου συστήματος δημόσιας υγείας), στη δε ανακύκλωση δρέπουμε δάφνες χάρη στην πρωτότυπη μέθοδό μας να περισυλλέγουμε τα ανακυκλώσιμα απορρίμματα από κοινού με τα άχρηστα και όλα μαζί να τα πετάμε στις χωματερές, αφού ακόμα δεν διαθέτουμε ικανούς χώρους υποδοχής και μονάδες επεξεργασίας και αξιοποίησης των ανακυκλωτέων. Οσο για τις χωματερές, κι εκεί τα πρωτεία μας δεν απειλούνται: Ποια άλλη χώρα διαθέτει περί τις πεντακόσιες ανεξέλεγκτες χωματερές, για καθεμία από τις οποίες θα κληθεί να πληρώσει στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την Πρωτοχρονιά του 2009, 34.000 ευρώ; Αλλά αν ήταν αυτά τα μόνα πρόστιμα που υποχρεωνόμαστε να πληρώνουμε και δεν υπήρχαν και οι ποινές για τις υψηλές εκπομπές αιωρούμενων σωματιδίων, για τη μόλυνση του Ασωπού και τη θανάτωση της Κορώνειας (λίμνη είναι κι αυτή, ήταν μάλλον, αλλά δεν απέκτησε τη δόξα της Βιστωνίδας), τα πράγματα θα ήταν σχετικώς καλά.

Οι αριθμοί παραμένουν στενάχωροι, όσο και αν τους επεξεργαστεί κανείς με τις μεθόδους της δημιουργικής λογιστικής. Και λένε, επί παραδείγματι, ότι, με βάση τον Δείκτη Περιβαλλοντικής Επίδοσης, η Ελλάδα κατατάσσεται 44η σε σύνολο 140 χωρών, υπολειπόμενη κατά πολύ όλων των ευρωπαϊκών κρατών, ακόμα και των νεότευκτων. Λένε επίσης ότι στην περίοδο 1990 – 2006 η Ελλάδα κατετάγη πέμπτη παγκοσμίως ανάμεσα στις χώρες στις οποίες αυξήθηκαν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (ποσοστό αύξησης: 27,3ο/ο), ενώ υποτίθεται πως είχαμε δεσμευτεί να τις μειώσουμε, συμμορφούμενοι στο Πρωτόκολλο του Κιότο· ίσως γι’ αυτό οι υπουργοί μας αποφεύγουν να εμφανίζονται στις παγκόσμιες διασκέψεις με θέμα τη κλιματική αλλαγή, προτιμώντας να στέλνουν αντ’ αυτών τριτοκλασάτους υπηρεσιακούς παράγοντες. Και μάλλον με την ίδια ένοχη αδιαφορία θα αντιμετωπίσουν και τη σύνοδο για το κλίμα που γίνεται τούτες τις μέρες στην Πολωνία.

Επειδή όμως οι αριθμοί είναι γκρίζοι και γκρινιάρηδες, ας επιστρέψουμε στον ανθηρό τόπο της διαφήμισης, η οποία μάλιστα δεν είναι του υπουργείου Δημοσίων Εργων και (ολίγου) Περιβάλλοντος αλλά του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, γεγονός που μας προϊδεάζει από μιας αρχής ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα, όσο νόστιμη κι αν δείχνει. Η ιστοριούλα της διαφήμισης, λοιπόν, η οποία φαίνεται ότι συντάχτηκε με αδήλωτο οδηγό τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη, «Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα», δεν εξαντλείται στην οικολογική της διάσταση αλλά έχει και συνέχεια· εκεί πλέκεται το εγκώμιο του εθελοντισμού, ο οποίος επίσης υποτίθεται ότι ακμάζει, πράγμα που καθόλου δεν συμφωνεί με τα εθνικά ποσοστά μας στην εθελοντική αιμοδοσία ή στη δωρεά οργάνων. Ιδιαιτέρως παρηγορητικός και γενναιόδωρος είναι ο τίτλος της ρεκλάμας: «Οι Ελληνες αποκτήσαμε οικολογική συνείδηση επειδή είδαμε το θέμα με άλλη ματιά, επειδή το πιστέψαμε». Μάλιστα. «Οι Ελληνες», έτσι γενικά κι αόριστα ώστε να συμπεριλαμβανόμαστε απαξάπαντες, δεν ξέρω αν αποκτήσαμε όντως οικολογική συνείδηση. Αρκετοί Ελληνες, ναι, είδαν και ξαναείδαν τα προβλήματα, είδαν και ξαναείδαν και την αδυναμία (ή την αδιαφορία) του κράτους να συμβάλει στην επίλυσή τους, ευαισθητοποιήθηκαν και κάτι κάπως δοκιμάζουν να σώσουν, με την έγνοια του μέλλοντος να ρυθμίζει τη στάση τους. Αλλά οι προσπάθειές τους, σποραδικές επί του παρόντος και σπασμωδικές, όσο κι αν δεν είναι «σαν των Τρώων», εκ προοιμίου καταδικασμένες, δεν επαρκούν για να πιστοποιήσουν ότι στον τόπο μας αναπτύχθηκε αίφνης οικολογική συνείδηση, βαθιά ριζωμένη τόσο στους «απλούς πολίτες» όσο και στους πολιτικούς, οι οποίοι, από τη στιγμή που πάψουν να νιώθουν «απλοί πολίτες», παύουν να αισθάνονται πολίτες (πρόσωπα δηλαδή με υποχρεώσεις και ευθύνες, και όχι μόνο με δικαιώματα) και αυτοεγκλείονται σε κάποιο ανάκτορο, ο ένας κίονας του οποίου φέρει την επιγραφή «απυρόβλητο», ο δε δεύτερος την επιγραφή «αλάθητο».

Λοιπόν, ένα δόλωμα είναι η όλη διαφήμιση. Το υπουργείο Οικονομίας μάς κολακεύει υμνώντας την οικολογική μας συνείδηση και το εθελοντικό μας φρόνημα, για να μας δελεάσει, να μας φιλοτιμήσει, ώστε να το πάρουμε απόφαση και να καλλιεργήσουμε και «φορολογική συνείδηση», η οποία, κατά το υπουργικό σλόγκαν, «ξεκινάει από τον καθένα και μας ωφελεί όλους». Καμία αντίρρηση. Μια απορία μόνο: αυτό το «καθένας» αφορά αποκλειστικά τους μισθωτούς ή και τους μεγαλοφοροφυγάδες οι οποίοι, καίτοι σεσημασμένοι, συνεχίζουν ανενόχλητοι να απολαμβάνουν τα πλούτη τους, που εν μέρει τα οφείλουν στην ιδιαιτέρως αμβλυμένη «φορολογική συνείδησή» τους; Και αφορά και τους (πρώην και νυν) συναδέλφους του κ. Γ. Αλογοσκούφη στη Βουλή και στο υπουργικό συμβούλιο, όσους, ας πούμε, δέχονται αδήλωτα δωράκια (από τη Ζίμενς ή όποιον άλλο γενναιόδωρο) και όσους, συγχέοντας το νόμιμο με το ηθικό, στήνουν φοροαπαλλακτικές υπερπόντιες εταιρείες ή καταθέτουν το «πόθεν έσχες» τους γραμμένο σε σφουγγάρι οποβριθές και όχι σε χαρτί;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή