Δεν χρειάζεται ειδική σφυγμομέτρηση για να αποδειχθεί ότι το κοινό του Σάκη Ρουβά είναι πολλαπλάσιο του Βέρνερ Χέρτζογκ. Ούτε ότι συντριπτικά περισσότεροι μπορούν να περιγράψουν τη διαδρομή από το «Disco girl» στο «This is our night» παρά από το «Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού» στο «Φιτζκαράλντο». Επίσης, ενώ οι φανατικές θαυμάστριες του Ρουβά (οι λεγόμενες και «ρουβίτσες») έχουν συντονίσει τον ήχο του κινητού τους στην τελευταία επιτυχία του ινδάλματός τους, δύσκολα θα ανακάλυπτε κάποιος τη φωτογραφία του Κλάους Κίνσκι από το «Νοσφεράτου» ως φόντο στην οθόνη του υπολογιστή. Εν ολίγοις: σε ποσοστά δημοφιλίας ο ιδιοφυής, πρωτοπόρος και εκκεντρικός Γερμανός δημιουργός, δεν έχει καμία ελπίδα να φτάσει ούτε στο μικρό δακτυλάκι του «ανταγωνιστή» του.
Αχανή και δύσβατα τα μονοπάτια περί γούστου και προτιμήσεων και ουδόλως θα είχαμε ασχοληθεί αν μια (έντονη) φήμη δεν κινητοποιούσε το ενδιαφέρον μας. Υπάρχει πιθανότητα η τελευταία ταινία του Σάκη Ρουβά, αμερικανική παραγωγή με τίτλο «Duress» και σκηνοθέτη τον Τζόρνταν Μπάρκερ, να δώσει την πρεμιέρα της στην έναρξη του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που φέτος γιορτάζει, ως γνωστόν, τα 50ά του γενέθλια. Παράλληλα, δηλαδή, με το κεντρικό αφιέρωμα της φετινής διοργάνωσης στον Βέρνερ Χέρτζογκ (που παρουσίασε την τελευταία του ταινία πριν από λίγες ημέρες στη Βενετία), η διεύθυνση του Φεστιβάλ σκέφτεται να συμπεριλάβει στον προγραμματισμό της και τη δεύτερη κινηματογραφική εμπειρία ενός εγχώριου ποπ σταρ. Ο Ρουβάς, μέσα από αυτήν την εμφάνισή του -διαβάζουμε- πραγματοποιεί στροφή στην καριέρα του: ερμηνεύει τον ρόλο ενός αδίστακτου δολοφόνου, ονόματι Αμπνερ Σόλβι, ο οποίος εξαναγκάζει έναν φιλήσυχο και καταπονημένο χήρο να αποτελειώνει τους φόνους που εκείνος ξεκινά.
Και λοιπόν; Που είναι το πρόβλημα, θα αναρωτηθείτε. Ομολογουμένως, η απάντηση είναι πολύ δύσκολη, ειδικά σε μια χώρα που διακρίνεται για την ποικιλομορφία και τη διαρκή και εντεινόμενη σύγχυση, σε όλους τους τομείς του πολιτικού και δημόσιου βίου. Οταν όλα τα κριτήρια εμφανίζονται διασαλευμένα και το «γούστο του ηγεμόνος» απουσιάζει πανηγυρικά, όλα μπορούν να συμβούν, να έχουν τη θέση τους και τον διακριτό τους ρόλο. Θεωρεί ο παραγωγός μιας ταινίας ότι ένα Διεθνές Φεστιβάλ είναι ο καλύτερος τρόπος να διαφημιστεί το έργο του; Στην Ελλάδα είναι σαφώς ευκολότερο να το επιτύχει απ’ ό,τι στις Κάννες, το Βερολίνο ή τη Βενετία. Εκείνος, σωστά λειτουργεί. Τη δουλειά του κάνει. Από τις απαντήσεις και τις επιλογές των αρμοδίων εξαρτάται πάντα το ύφος, η αισθητική και οι προθέσεις ενός θεσμού.
Ειδικά φέτος, που, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, καμία ελληνική ταινία της πρόσφατης παραγωγής δεν θα προβληθεί στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια του Φεστιβάλ. Το εμπάργκο των σκηνοθετών (σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη άσκηση κινηματογραφικής πολιτικής από το αρμόδιο ΥΠΠΟ) ενδυναμώνεται και επαυξάνεται. Από τους 60 που συμμετείχαν στην αρχική κίνηση (σκηνοθέτες και παραγωγούς) ο αριθμός ανέβηκε ήδη στους 100. Με χθεσινή μάλιστα ανακοίνωσή τους, την οποία κοινοποιούν σε όλους τους επίσημους, εμπλεκόμενους, φορείς, υπογραμμίζουν ότι παραμένουν συνεπείς στις μέχρι σήμερα διατυπωμένες αποφάσεις τους: «Απέχουμε από τα Κρατικά Βραβεία και αποσύρουμε τις ταινίες, αλλά και κάθε άλλη συμμετοχή μας (balkanfund, crossroads κ.λπ.) από τη φετινή διοργάνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η δέσμευση αυτή ισχύει για κάθε μελλοντική διοργάνωση κρατικών βραβείων και ΦΚΘ μέχρις ότου ψηφιστεί και εφαρμοστεί νόμος, όποτε και εάν αυτό επιτευχθεί».
Μια σοβαρή κρίση, στην πολιτιστική μικροκλίμακα, απειλεί με απρόβλεπτες συνέπειες (και εσωτερικούς τριγμούς), το Φεστιβάλ χάνει ερείσματα και ένα σημαντικό κομμάτι της ταυτότητας και του χαρακτήρα του, ενώ την ίδια στιγμή «φλερτάρει» με κόσμους ξένους και ανοίκειους στη δομή και στο περιεχόμενό του. Εκτός και αν ήρθε η ώρα να φανερώσει το άγνωστο, καταπιεσμένο «alter ego» του