ΟΨΕΙΣ

5' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς μνημονεύουμε την 70ή επέτειο της έναρξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η βρετανική εμμονή με τον πόλεμο έχει παροξυνθεί. Υπάρχει η ατέρμονη ανακύκλωση των ίδιων θεμάτων -η Δουνκέρκη, η απόβαση στη Νορμανδία, η μεγαλοσύνη του Τσόρτσιλ- που αρχίζει να υποτιμά τον ηρωισμό εκείνων των καιρών την ίδια ώρα που τον εκθειάζει. Υπάρχει η νοσταλγία, η υπερηφάνεια και ο αυτοθαυμασμός που τώρα πλέον περισσότερο μπλοκάρουν παρά φωτίζουν οποιαδήποτε πραγματική εκτίμηση για το πώς ο πόλεμος άλλαξε τον κόσμο και τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν.

Βέβαια, ήταν σημαντικό που η Βρετανία τελικά πήρε την απόφαση να συγκρουστεί με τον φασισμό. Αλλά το ότι μπήκαμε στον πόλεμο με τη Γερμανία το 1939 δεν εμπόδισε την εξαφάνιση της Πολωνίας. Ούτε μπόρεσαν οι συνδυασμένες δυνάμεις της Βρετανίας και της Γαλλίας να εμποδίσουν την κατάρρευση όλης σχεδόν της Ευρώπης την επόμενη χρονιά. Οι πάντες έμειναν έκπληκτοι με την τρομακτική ταχύτητα της γερμανικής προέλασης και τη φοβερή δύναμη της Βέρμαχτ. Το να αποφύγουμε την ολοκληρωτική ήττα -όπως στη Δουνκέρκη- και την εισβολή -χάρη στη Μάχη της Αγγλίας- ήταν το πλησιέστερο δυνατό σε μια δική μας νίκη. Οι Βρετανοί ιθύνοντες είχαν μείνει έντρομοι απέναντι στον γερμανικό στρατό και πεπεισμένοι ότι οποιαδήποτε προσπάθεια, βραχυπρόθεσμα, εναντίον της ναζιστικής αυτοκρατορίας θα οδηγούσε απλώς σε άλλη μια βρετανική ταπείνωση.

Ως αποτέλεσμα, οι Βρετανοί αντέκρουσαν τα αμερικανικά και σοβιετικά αιτήματα για να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο. Ο Τσόρτσιλ είχε πλήρη επίγνωση των ανεπαρκών δυνάμεων που διέθετε και που η ανεπάρκειά τους καλύφθηκε μόνο από την εξαιρετική καλοτυχία των Βρετανών, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Σοβιετική Ενωση και οι Ιάπωνες κήρυξαν τον πόλεμο στις ΗΠΑ. Αν δεν είχαν συμβεί αυτά τα γεγονότα -που χαροποίησαν τόσο πολύ τον Τσόρτσιλ- δύσκολα μπορεί κανείς να δει πώς θα τα έβγαζε πέρα η Βρετανία με τους ναζί στην Ευρώπη.

Οι Βρετανοί προμήθευαν όπλα σε αντάρτες και παρτιζάνους ελπίζοντας ότι θα κατάφερναν να διώξουν τους Γερμανούς από τις πατρίδες τους· στρατιωτικά, όμως, τα περισσότερα από αυτά τα κινήματα αντίστασης δεν επηρέασαν σημαντικά τον πόλεμο. Οι τακτικοί στρατοί ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας πάντα, και για μεγάλο μέρος του πολέμου στην Ευρώπη η Βέρμαχτ είχε το πάνω χέρι.

Οταν η παλίρροια άλλαξε, αυτό έγινε στην ανατολή. Η περίφημη D-Day, όταν επιτέλους ήλθε, καθόλου δεν ήταν το τρομερά αποφασιστικό γεγονός που θα φανταζόταν κανείς λαμβάνοντας υπόψη το μπαράζ δημοσιευμάτων τα τελευταία χρόνια. Πόσοι έχουν ακούσει για την Επιχείριση Μπαγκράτιον που εκτυλίχθηκε τότε, την επίθεση του σοβιετικού στρατού μέσα από τη Λευκορωσία που ενέπλεξε δεκαπλάσιο αριθμό γερμανικών μεραρχιών και κατέστρεψε τρεις στρατιές της Βέρμαχτ. Ελάχιστοι, υποθέτω. Και όμως, ήταν η μεγαλύτερη και επιτυχέστερη αιφνιδιαστική επίθεση στην Ιστορία, ασύγκριτα σπουδαιότερη από την απόβαση στη Νορμανδία. Καθώς οι Σοβιετικοί εφορμούσαν δυτικά των προπολεμικών συνόρων τους για πρώτη φορά, επιβεβαιωνόταν ότι ο Κόκκινος Στρατός ήταν αυτός που κέρδιζε τον πόλεμο κατά του ναζισμού· και ήταν η στιγμή που ο Στάλιν άρχιζε να σκέφτεται πώς θα κυβερνούσε την ανατολική Ευρώπη.

Είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό, από τη σημερινή σκοπιά, το πόσο εξαρτιόταν η Βρετανία από τις αποικίες της σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αν οι Ρώσοι μάς έσωσαν στην Ευρώπη, η αυτοκρατορία ήταν απαραίτητη για να οικοδομηθεί η βρετανική ισχύς εκτός Ευρώπης. Οι μονάδες με στρατιώτες από τις αποικίες έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στη Μεσόγειο. Οσο για τον ινδικό στρατό των δύο εκατομμυρίων, οι μονάδες του έδρασαν παντού, υπερασπίζοντας ταυτόχρονα την ίδια την Ινδία. Στο μεταξύ, η εθνικιστική δυσαρέσκεια έβραζε – ο Γκάντι ο ίδιος είπε ότι ελάχιστους λόγους είχαν οι Ινδοί για να προτιμήσουν τη βρετανική από τη γερμανική κυριαρχία. Οπως το έθεσε ο Νεχρού, μέσα στην αυτοκρατορία τους οι Βρετανοί φέρονταν σαν φασίστες.

Ιδωμένος έξω από την Ευρώπη, ο βρετανικός πόλεμος εναντίον του ναζισμού φαίνεται λιγότερο σαν ηθική σταυροφορία και περισσότερο σαν υπεράσπιση του παγκόσμιου στάτους κβο. Πόλεμος για ελευθερία και αυτοδιάθεση; Οχι στις αποικίες, αν ρωτούσες τον Τσόρτσιλ. Ούτε ακόμα και στη Μέση Ανατολή, όπου ο Τσόρτσιλ πρόσφερε μια κρίσιμη αν και ελάχιστα διαφημισμένη συμβολή. Αν οι Γερμανοί είχαν φιλικά καθεστώτα εκεί ώστε να εξασφαλίζουν τις προμήθειες καυσίμων, ο πόλεμος ίσως να είχε πάρει άλλη τροπή. Η βρετανική επέμβαση στη Συρία, το Ιράκ και την Αίγυπτο το εμπόδισε αυτό και έκανε πολύ περισσότερα – έθεσε τα θεμέλια για μια νέα, βραχύβια αυτοκρατορία κρατών-πελατών, που εκτείνονταν από τη Λιβύη έως το Ιράν. Μετά τον πόλεμο, αφότου η Ινδία και το Πακιστάν έγιναν ανεξάρτητα κράτη και η Αυστραλία με τη Νέα Ζηλανδία στρέφονταν όλο και περισσότερο προς την Ουάσιγκτον για προστασία, ήταν η Μέση Ανατολή όπου οι Βρετανοί έστησαν το τελευταίο αυτοκρατορικό προπύργιό τους.

Η παγκόσμια προοπτική δεν είναι κάτι που πρέπει να αγνοούμε. Ιδωμένος από την Ινδία ή την Ιαπωνία, ο πόλεμος ήταν ένα ζήτημα ιμπεριαλιστικών αντιπαλοτήτων, το αποκορύφωμα της διαμάχης των Ευρωπαίων εδώ και πάνω από έναν αιώνα για το πώς θα μοιράζονταν τον κόσμο. Η ειρωνεία είναι ότι τόσο η Βρετανία όσο και η Γερμανία ήταν πολύ αδύναμες για να νικήσουν αβοήθητες. Αν η Βρετανία είχε ισχυρότερους συμμάχους από τη Γερμανία, αυτό οφειλόταν τόσο στα λάθη των ναζί -που μαχαίρωσαν πισώπλατα τον Στάλιν και περιφρόνησαν τους Ισπανούς και τους Γάλλους, τους Ούγγρους και τους Ιταλούς- όσο και στην απαράμιλλη γοητεία του Λονδίνου. Οι Γερμανοί έχασαν την αυτοκρατορία τους στην Ευρώπη, οι Βρετανοί τη δική τους έξω από αυτήν.

Τα πραγματικά διδάγματα για αμφοτέρους -που αφομοιώθηκαν όμως καλύτερα από τους Γερμανούς- γίνονται πλέον ολοφάνερα. Οι εσωτερικές αντιπαλότητες της Ευρώπης τής κόστισαν την παγκόσμια κυριαρχία που είχε κερδίσει τον προηγούμενο ενάμιση αιώνα και είχαν ως αποτέλεσμα έναν καινούργιο κόσμο στον οποίο η Ευρώπη ακόμα αγωνίζεται να βρει τη θέση της. Το θάρρος εκείνων που έπαιξαν τον ρόλο τους στην ήττα του ναζισμού δεν πρέπει να ξεχαστεί. Αλλά το να φλυαρούμε ακατάσχετα για την ανωτερότητα της Βρετανίας ή την δολιότητα της Γερμανίας δεν συμβάλλει στην αναγνώριση αυτής της διαφορετικής πραγματικότητας. Είναι υπερβολικό να ελπίζουμε ότι μια καινούργια προοπτική, που θα είναι ταυτόχρονα πιο νηφάλια και λιγότερο στενόμυαλη, μπορεί να ξεπηδήσει από αυτόν τον τελευταίο γύρο των επετειακών εορτασμών;

* Ο κ. Μαρκ Μαζάουερ διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Το τελευταίο βιβλίο του, «No Enchanted Palace: the end of empire and the ideological origins of the UN», πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή