Στις εδραιωμένες δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα

Στις εδραιωμένες δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα

5' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υστερα από δύο κυβερνητικές θητείες της Νέας Δημοκρατίας, διάρκειας δυόμισι και δύο ετών αντιστοίχως, η χώρα οδηγείται και πάλι σε βουλευτικές εκλογές με απόφαση του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή.

Παρακολουθώντας τους μονότονους διαλόγους και τα συγκρουόμενα μηνύματα πολιτικών, δημοσιογράφων και πολυποίκιλων σχολιαστών, ο πολίτης αντιλαμβάνεται ότι το κλίμα της εποχής μας κινείται κάπου ανάμεσα στη δυσαρέσκεια και την απόγνωση. Τα δύο κόμματα εξουσίας, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, έχουν απογοητεύσει τους ψηφοφόρους και τα μικρότερα κόμματα δεν τους εμπνέουν ως εναλλακτικές επιλογές.

Ο διάλογος στην Ελλάδα συνεχίζεται εδώ και χρόνια ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντίθετες σχολές σκέψης που παραδόξως μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό: την υπερβολή! Η πρώτη σχολή, που μάλλον κυριαρχεί στις μέρες μας, είναι άκρως απαισιόδοξη. Η Κασσάνδρα την εκπροσωπεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η δεύτερη, η μειοψηφούσα σχολή, είναι υπερβολικά αισιόδοξη. Ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες θα ήταν ίσως ο καλύτερος εκπρόσωπός της. Και η αλήθεια, όπως θα έλεγε ένας σκεπτικιστής δάσκαλος, κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στις δύο σχολές.

Οι Κασσάνδρες του σήμερα βλέπουν την Ελλάδα να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αν όχι του πολιτιστικού θανάτου. Στον εσωτερικό τομέα κατακεραυνώνουν το σύνολο των πολιτικών, κατηγορώντας τους για ιδιοτέλεια, ανικανότητα και διαφθορά. Στην εξωτερική πολιτική διακρίνουν ένα μείγμα δειλίας, αναβλητικότητας και υποτέλειας. Ενδεικτικά, κορυφαίος επιφυλλιδογράφος προτάσσει την Τουρκία και τον πανεπιστημιακό της υπουργό Εξωτερικών ως παραδείγματα προς μίμηση.

Οι υπεραισιόδοξοι -ο συγγραφέας αυτής της στήλης μάλλον συγκαταλέγεται ανάμεσά τους- βλέπουν τη χώρα μας να διανύει μια χρυσή εποχή μετά το 1974. Εσωτερικά, η δημοκρατία, παρά τα ποιοτικά της ψεγάδια, είναι πλέον εδραιωμένη και εξελίσσεται μέσα σε ένα θερμοκήπιο ειρήνης και συνεργασίας που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση. Για την εξωτερική πολιτική οι αισιόδοξοι τονίζουν ότι η Ελλάδα διανύει το 35ο έτος παρατεταμένης ειρήνης έχοντας επιλέξει μετά το 1974 πολιτικές ισορροπίας ισχύος για την αποτροπή της επιθετικότητας της γειτονικής Τουρκίας.

Σε δύο βδομάδες από σήμερα θα μάθουμε τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών. Ακολουθώντας το σκεπτικό της αντιπαράθεσης απαισιοδοξίας – αισιοδοξίας μπορούμε να παραθέσουμε τρία εναλλακτικά σενάρια για τη μετά τις εκλογές εποχή: θα τα αποκαλέσουμε ανεπιθύμητο, επιθυμητό και ανεκτό αντιστοίχως.

Στην πρώτη περίπτωση -το ανεπιθύμητο σενάριο- θα μας θυμίσει την περίοδο των πολυσυλλεκτικών κυβερνήσεων του 1989-90. Εάν, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, το ΠΑΣΟΚ εξασφαλίσει μια ισχνή αυτοδυναμία, ή αν λόγω μη αυτοδυναμίας αναγκαστεί να προχωρήσει σε συμμαχική κυβέρνηση με έναν αποδυναμωμένο και εσωτερικά διχασμένο ΣΥΡΙΖΑ, θα βρεθεί σε θέση αναμονής για ακόμη μία εκλογική αναμέτρηση τον Φεβρουάριο του 2010 (διότι με τη σειρά της η Ν.Δ. θα μπορέσει να εκβιάσει εκλογές με αφορμή την εκλογή του επόμενου Προέδρου Δημοκρατίας). Και το μόνο πράγμα που θα είναι βέβαιο, σε μια παρατεταμένη περίοδο εσωτερικής εκλογολογίας και διεθνούς οικονομικής κρίσης, είναι ότι η όλη κατάσταση της χώρας μας θα επιδεινωθεί με ραγδαίους ρυθμούς.

Στην άλλη άκρη του συνεχούς απαισιοδοξίας – αισιοδοξίας φθάνουμε στο επιθυμητό σενάριο. Σε μια χώρα όπου το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής προκαλούσε τον πολυκομματισμό (και την αστάθεια των πολυσυλλεκτικών κυβερνήσεων ως φυσικό του επακόλουθο), ο εκλογικός νόμος της ενισχυμένης αναλογικής εξασφάλισε μετά το 1974 την εναλλαγή στην εξουσία σταθερών μονοκομματικών κυβερνήσεων. Εξαίρεση αποτέλεσε ο «περίφημος» νόμος Κουτσόγιωργα που δεν επέτρεψε στη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να εξασφαλίσει αυτοδυναμία στη Βουλή παρά τα εντυπωσιακά της ποσοστά (45% με 47%) στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989-90. Ακολουθώντας τη λογική του επιθυμητού σεναρίου, ο ορθολογικά σκεπτόμενος και ιστορικά μελετημένος ψηφοφόρος θα πρέπει, παρά την σημερινή του απογοήτευση, να ψηφίσει στις 4 Οκτωβρίου για ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Δυστυχώς όμως ο ορθολογισμός στην πολιτική συμπεριφορά συνήθως απουσιάζει.

Κάπου ανάμεσα στους δύο πόλους του συνεχούς βρίσκουμε το ανεκτό σενάριο, το οποίο μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές. Μία πρώτη μορφή, με ενδογενή στοιχεία αστάθειας, συνεπάγεται ένα κεντροαριστερό ή κεντροδεξιό κυβερνητικό σχήμα. Αν, όπως φαίνεται, το ΠΑΣΟΚ κερδίσει τις εκλογές χωρίς αυτοδυναμία (150+) βουλευτών, η επιλογή του θα είναι να συμμαχήσει με τον Συνασπισμό/ΣΥΡΙΖΑ ή/και τους Οικολόγους, με προϋπόθεση ότι τα κόμματα αυτά θα ξεπεράσουν το όριο εκπροσώπησης στη Βουλή (3%). Αν, αντιθέτως, η Ν.Δ. επικρατήσει στις εκλογές, χωρίς αυτοδυναμία, η πιθανότερη επιλογή της θα είναι να συνασπισθεί με τον ΛΑΟΣ. Σε κάθε περίπτωση, συμμαχικές κυβερνήσεις με μικρότερα κόμματα θα εμπεριέχουν κεντρόφυγες τάσεις, καθώς τα μικρότερα κόμματα θα θέτουν όρους για τη συνέχιση της συμμετοχής τους στην κυβέρνηση. Στην περίπτωση του ΛΑΟΣ, κεντρικός όρος θα είναι μια αδιαπραγμάτευτη στάση στο θέμα της ονομασίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Και στην περίπτωση του Συνασπισμού/ΣΥΡΙΖΑ, απαράβατος όρος θα είναι μια παραδοσιακά αριστερή τοποθέτηση υπέρ ενός βαθιά παρεμβατικού ρόλου του κράτους στην οικονομία, την παιδεία και γενικότερα την κοινωνική πρόνοια.

Μια δεύτερη μορφή συγκυβέρνησης μπορεί να είναι ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., σύμφωνα με τη γερμανική συνταγή συγκατοίκησης δύο κομμάτων εξουσίας. Μια τέτοια συμμαχική κυβέρνηση, που σωστά αποκλείεται από τους πολιτικούς προεκλογικά, μπορεί να προκύψει από το ίδιο το αποτέλεσμα των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου. Το εγχείρημα αυτό συνεπάγεται κινδύνους αλλά και ευκαιρίες: Ο μεγάλος κίνδυνος θα προέλθει με βεβαιότητα, αν οι ηγεσίες της μεγάλης συμμαχίας ακολουθήσουν στα χνάρια των συμμαχικών/οικουμενικών κυβερνήσεων της περιόδου 1989-90. Οι κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα αποδείχθηκαν στην πράξη ευκαιριακά συνονθυλεύματα, με μόνη πυξίδα την εξασφάλιση μελλοντικής εκλογικής υποστήριξης της κάθε τους συνιστώσας. Τα «επιτεύγματά» τους είναι γνωστά: κατακόρυφη αύξηση του πληθωρισμού και του δημόσιου χρέους και αναβολή κάθε μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας.

Η συγκατοίκηση, αντιθέτως, θα καρποφορήσει, αν το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. συνειδητοποιήσουν ότι μαζί μπορούν προχωρήσουν στις μεγάλες τομές που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία. Από κοινού τα δύο κόμματα -μοιράζοντας ισόποσα το πολιτικό κόστος- μπορούν επιτέλους να θεσμοθετήσουν (και να εφαρμόσουν) τις μεγάλες αλλαγές στην παιδεία, τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη και την πάταξη της διαφθοράς. Το πολιτικό μας σύστημα και ο κρατικός μηχανισμός θα λειτουργήσουν πολύ καλύτερα εάν το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. δεσμευτούν να θεσπίσουν τετραετείς βουλευτικές θητείες και έναν πάγιο εκλογικό νόμο ενισχυμένης αναλογικής που θα διατηρήσει τον δικομματισμό προσφέροντας ταυτοχρόνως ασφαλιστικές δικλίδες για την εκπροσώπηση των μικρών κομμάτων στο Κοινοβούλιο. Και τότε η εκμετάλλευση της ανάδειξης του Προέδρου της Δημοκρατίας με εκλογικούς ελιγμούς και άλλες σκοπιμότητες θα εξαφανιστεί από μόνη της.

Καθώς όλοι θα ζυγίζουμε τις επιλογές μας τις επόμενες λίγες μέρες, καλό θα ήταν να θυμόμαστε το παρελθόν, να κοιτάζουμε το μέλλον και να λαμβάνουμε υπόψη το γνωστό ρητό ότι «το τέλειο είναι ο εχθρός του καλού».

* Ο καθηγητής Θεόδ. Κουλουμπής είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ ([email protected]).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή