Το δημοσιογραφικό ντιμπέιτ

Το δημοσιογραφικό ντιμπέιτ

4' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα πολύ ξεχωριστό δημοσιογραφικό «ντιμπέιτ» εξελίχθηκε τα πρώτα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, «μεταξύ» ενός Ιταλού και ενός Γερμανού δημοσιογράφου.

Ο Γκουλιέλμο Τζιανίνι είχε γεννηθεί στη Νάπολη και όπως οι περισσότεροι Ιταλοί εντάχθηκε στο κόμμα του Μουσολίνι από «οικογενειακή ανάγκη». Αλλαξε έγκαιρα στρατόπεδο και έγινε γνωστός στην Ιταλία ως παραγωγός του «ράδιο Τομπρούκ». Με την απελευθέρωση εκδίδει το εβδομαδιαίο περιοδικό «L’ Uomo qualunque» («ο απλός άνθρωπος» ή ο «ανθρωπάκος»). H συνταγή ήταν απλή: Εναντίον όλων των ελίτ και των πολιτικών κομμάτων που καταδυναστεύουν τον «απλό άνθρωπο». Το περιοδικό θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και από αυτό θα γεννηθεί, με τον ίδιο επικεφαλής, το κίνημα του «κουαλουνκουισμού» που σε λίγα χρόνια θα εξελιχθεί σε πολιτικό κόμμα και σε άλλα λίγα χρόνια, αφού εξασφαλίσει έδρες στη Βουλή, θα σβήσει το ίδιο απότομα όσο γεννήθηκε. O Τζιανίνι πεθαίνει ξεχασμένος το 1960. Την ίδια περίοδο στη Γερμανία ο Ρούντολφ Αουγκστάιν αγοράζει από τις συμμαχικές δυνάμεις κατοχής ένα περιοδικό που θα γίνει ο «καθρέφτης» μιας άλλης δημοσιογραφίας. Το «Spiegel» θα είναι σκληρό με την εξουσία, αλλά πάντα σε συγκεκριμένα ζητήματα και σχεδόν πάντα με τεκμηριωμένα ρεπορτάζ.

Αυτό το δημοσιογραφικό «ντιμπέιτ» ανάμεσα στον λαϊκισμό και στην τεκμηρίωση συνεχίστηκε (-ζεται) από άλλους και με άλλους τρόπους, αλλά οι άξονες παραμένουν λίγο πολύ οι ίδιοι.

Οσο τα μέσα αποκτούσαν πρόσβαση σε μεγαλύτερο ακροατήριο (με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση) τόσο πιο έντονα διαγραφόταν η νίκη της μιας πλευράς: Το δημοσιογραφικό «αυγό του Κολόμβου» πιστοποιούσε ότι «σοβαρότητα και εμπορικότητα» δεν συμβαδίζουν. H αποενοχοποίηση του σύγχρονου «κουαλουνκουισμού» έγινε με τα νούμερα της τηλεθέασης και ιδεολογικοποιήθηκε με την ανακάλυψη της «κοινής γνώμης». (Αν και οι ειδικοί επιστήμονες ακόμη συζητούν για το πόσο θολή είναι η έννοια «κοινή γνώμη» ή αν υπάρχουν περισσότερες ή και καμία {Μπουρντιέ}, τέτοιο δίλημμα δεν υφίσταται για ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής δημοσιογραφίας).

Η ελληνική εκδοχή αυτής της δημοσιογραφικής «αντιπαράθεσης» (Κουαλούνκουε εναντίον Σπίγκελ) είχε την τιμητική της στο πρόσφατο ντιμπέιτ των έξι πολιτικών αρχηγών.

Η περασμένη Δευτέρα είχε σε ταυτόχρονη live μετάδοση και τη δημοσιογραφική της τηλεμαχία ανάμεσα σε δύο σχολές:

Η τεκμηριωμένη, σοβαρή πλευρά, που δύσκολα θα βγάλει τίτλο – σύνθημα, όμως θα ανεβάσει τον πήχυ της κρίσης. H δημοσιογραφία που γνωρίζει ότι ναι, είναι πιασάρικο (και όντως σοβαρό) το θέμα της φορολογίας των γονικών παροχών, αλλά επίσης γνωρίζει ότι από αυτό δεν εξαρτάται η επιτυχία μιας οικονομικής πολιτικής. Ετσι, στην κορυφαία στιγμή της προεκλογικής πολιτικής αντιπαράθεσης επιλέγει και θέτει το μείζον διερευνώντας την ανταπόκριση των έξι πολιτικών στο μέγεθος του προβλήματος. Αυτή η σχολή εκφράστηκε (π. χ.) από τον Παύλο Τσίμα.

Η άλλη σχολή ήταν αυτή που ξεκίνησε με ερωτήσεις του τύπου «γιατί χάνετε στις δημοσκοπήσεις;» (θα ακολουθούσε απάντηση του ενός λεπτού) και κορυφώθηκε με τις ερωτήσεις στον (πρώτο οικολόγο πολιτικό σε ντιμπέιτ) Νίκο Χρυσόγελο για το «Μακεδονικό»!

Είναι μια δημοσιογραφία που όλο και περισσότερο βολεύεται σε στερεότυπα παρά ανταποκρίνεται, προσαρμόζεται στις συνθήκες. Απέναντί της ένας μάλλον άγνωστος στο ευρύ κοινό νέος πολιτικός και το πρώτο που ενδιαφέρει είναι η άποψή του για τη μακεδονική μειονότητα;

Ο δημοσιογραφικός στόχος του ντιμπέιτ είναι η δημόσια διερεύνηση του προσώπου και των απόψεών του απέναντι στους Ελληνες πολίτες. Αλλά η «δημοσιογραφία του Μακεδονικού» έχει άλλο στόχο. Τον ίδιο με τα καθημερινά δελτία ειδήσεων των περισσότερων καναλιών. Κοινοτοπίες, επαρχιωτισμός, έπαρση και παραγοντισμός. Ενοποιητικό στοιχείο, ο κυνισμός: «Αυτά θέλει ο κόσμος». Πού να τον μπλέκουμε τώρα π. χ. στην παλαιά αντίθεση των Οικολόγων στην κατασκευή του μετρό της Αθήνας. Αλλωστε χρειάζεται να το ξέρεις το θέμα για να το χειριστείς. Ενώ με το «Μακεδονικό» τα έχεις όλα. Τι κι αν κρατάς τον πήχυ της δημόσιας συζήτησης δέσμιο στην οκνηρία του στερεότυπου;

Οι περισσότεροι συνάδελφοι προτίμησαν τη σιγουριά της «λευκής ταινίας» σαν αυτή που είχε τοποθετήσει η EPT στο «Macedonia» της πολωνικής τηλεόρασης στον μεταξύ μας αγώνα μπάσκετ. H αναζήτηση της πληροφορίας υποκαθίσταται από την πρόκληση (προσμονή) της (οποιουδήποτε περιεχομένου) αντίδρασης.

Το θέμα γίνεται πιο σύνθετο επειδή, όπως -όλο και ευρύτερα- υποστηρίζεται, στην Ελλάδα το δημοσιογραφικό αδιέξοδο δεν είναι άσχετο του αντίστοιχου πολιτικού.

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα (το πιο πρόσφατο) αποτελεί γνωστός ραδιοσταθμός – και οι ομοιότητές του με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Ν.Δ.!

Ενας σταθμός που παρέπαιε, είχε την τύχη εν μέσω κρίσης να μεταβιβασθεί σε έναν ισχυρό οικονομικό παράγοντα. Το νέο πρόγραμμα ετοιμάστηκε. Αλλά η νέα δημοσιογραφική πρόταση του σταθμού ήταν η παλιά! «Οπως τότε» διαφημίζει ο σταθμός και παραπέμπει στο προ 20ετίας πρόγραμμά του. Με τους ίδιους δημοσιογράφους (αυτό δεν ειναι πρόβλημα), στους ίδιους ρόλους (αυτό είναι πρόβλημα – ακυρώνει την εμπειρία τους). H ελληνική δημοσιογραφία βιώνει τόσο τραυματικά το αδιέξοδό της που καταφεύγει στο χθες. Σχεδόν αυτο-καταδικάζεται στην ακινησία αλλά και την προϋποθέτει για τους ακροατές.

Τι κι αν αυτή η επιλογή απέτυχε – χαρακτηριστικές οι προσπάθειες του Μαστοράκη να επαναφέρει στο ’90 συνταγές του ’60.

Οι πόροι (ανθρώπινοι και οικονομικοί) υπάρχουν, αλλά δεν επενδύονται στην αναζήτηση νέας πρότασης ούτε στην καινοτομία ή στον πειραματισμό ούτε στην αναζήτηση. Ξαναμπαίνουν στο αντιπαραγωγικό (μα και βολικό) σεντούκι του χθες.

Με την ίδια διαδικασία και τα ίδια αδιέξοδα τροφοδοτείται και το πολιτικό σύστημα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το αμήχανο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Ν.Δ.

Το μόνο παρήγορο -πάντως για τη δημοσιογραφία- είναι πως ο Τσίμας διαψεύδει το «αυγό του Κολόμβου»: Αν και σοβαρός, παραμένει επίσης ένας ακριβοπληρωμένος δημοσιογράφος. Αλλά δεν το κάνει θέμα. Μόνο τη δουλειά του.

Ιnfo

– Πιερ Μπουρντιέ, «Κείμενα κοινωνιολογίας», Αθήνα 1994, εκδ. Δελφίνι

– Pierre Milza, «Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης», Αθήνα 2004, εκδ. Scripta

– Τζέιμς Κάραν, «Μέσα επικοινωνίας και εξουσία», Αθήνα 2005, εκδ. Καστανιώτης

– Βασίλη Βαμβακά, «Εκλογές και επικοινωνία στη Μεταπολίτευση», Αθήνα 2006, εκδ. Σαββάλας

– Τζον Τόμσον, «Πολιτικά σκάνδαλα στην εποχή της εικόνας», Αθήνα 2004, εκδ. Καστανιώτης

– Patrick Champagne, «H κατασκευή της Κοινής Γνώμης», Αθήνα 2002, εκδ. Πατάκης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή