Αυτό που λέμε και αυτό που κάνουμε

Αυτό που λέμε και αυτό που κάνουμε

5' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν είναι η έλλειψη ύλης, αγαπητοί αναγνώστες, που με κάνει σήμερα να αφιερώνω όλη τη στήλη στην επιστολή του μαθηματικού Ν. Παπαϊωάννου, κατοίκου Σχηματαρίου. (Πώς θα ήταν δυνατόν, άλλωστε, κάτι τέτοιο, με κυβέρνηση Τζέφρυ; Αλλά ας μην παρεκκλίνω από το θέμα…) Το κάνω επειδή με βοηθάει να εκφράσω πληρέστερα αυτό που προσπάθησα να πω πριν από δέκα ημέρες. Παραθέτω την επιστολή αυτούσια:

«Με αφορμή το άρθρο της 22 Ιανουαρίου 2010 του κ. Κασιμάτη, όπου, ορθώς, στιγματίζει τον αντισημιτισμό μας ως κοινωνίας, παρακαλώ να μου επιτρέψετε να εκφράσω τη διαφωνία μου με τους αρθρογράφους, οι οποίοι επικρίνουν την αθώωση από την ελληνική Δικαιοσύνη του κ. Πλεύρη για το βιβλίο του σχετικά με τους Εβραίους, του οποίου τον τίτλο δεν θυμάμαι. Το ότι αθωώνονται στην Ελλάδα αρνητές του Ολοκαυτώματος είναι προς τιμήν μας. Το ότι μπορεί να λέει κανείς ελεύθερα τις σκέψεις του και να τις δημοσιεύει είναι κατάκτηση και όχι ψεγάδι της κοινωνίας.

»Ατυχώς, εντούτοις, ο κ. Κασιμάτης συγκρίνει το τι λέει κάποιος με το τι κάνει. Είναι άλλο πράγμα να με λέει κάποιος «υπάνθρωπο», «σκουλήκι» και ό,τι άλλο θέλει και διαφορετικό να μου καίει το σπίτι, τον χώρο προσευχής μου και τους τάφους των γονιών μου. Το βιβλίο του κ. Πλεύρη αντιμετωπίζεται με αντεπιχειρήματα στα όσα αναφέρονται σε αυτό, όπως κάνει π.χ. στην ιστοσελίδα του ο κ. Νίκος Σαραντάκος, όχι με απαγορεύσεις, καταδίκες και φυλακίσεις. Οι βάνδαλοι και οι άλλοι ταραχοποιοί δεν αντιμετωπίζονται με διάλογο, αλλά με συλλήψεις και τιμωρίες για τα εγκλήματά τους. Είναι διαφορετικά πράγματα.

»Κλείνω με τη σημείωση ότι έχω προσκυνήσει στο Αουσβιτς. Εχω δει με τα μάτια μου υπέργηρους Εβραίους, που φέρουν το φρικιαστικό τατουάζ με το νούμερο του θανάτου στο χέρι τους και υπερασπίζομαι το δικαίωμα ύπαρξης του κράτους τους απέναντι στους φανατικούς της άλλης πλευράς – για να μη μου αποδοθεί ο οποιοσδήποτε λάθος χαρακτηρισμός. Κι όπως θέλω εγώ να έχω τη δυνατότητα να μεταφέρω τη μαρτυρία μου και τις απόψεις μου, χωρίς να φοβάμαι για τη ζωή και την περιουσία μου, έτσι θέλω να μπορεί να έχει το ίδιο δικαίωμα και οποιοσδήποτε άλλος να λέει πράγματα με τα οποία διαφωνώ, όσο παράλογα κι αν είναι για τον δικό μου τρόπο σκέψης. Αλλιώς, κινδυνεύω να καταντήσω… κομπλεξικός!»

Ο επιστολογράφος έχει δίκιο. Με τα επιχειρήματά του συμπληρώνει τη θέση μου υπέρ της ανοιχτής κοινωνίας, που προσπάθησα να αναπτύξω στη στήλη της 22ας, εκμεταλλευόμενος την αφορμή των πρόσφατων κρουσμάτων αντισημιτισμού στα Χανιά. Πράγματι, το τι λέει κανείς δεν πρέπει να συγχέεται με το τι κάνει ή το τι μπορεί να φαντάζεται ότι κάνει. Η σκέψη, η φαντασία και ο λόγος δεν μπορεί να διώκονται σε μια φιλελεύθερη κοινωνία. Ωστόσο, όχι μόνον είναι δυνατόν, αλλά είναι και υποχρέωση για όσους μετέχουν σε μια φιλελεύθερη κοινωνία, οι απόψεις, που διατυπώνονται εν ονόματι της ελευθερίας, να αξιολογούνται από τον καθένα μας και να τοποθετούνται στην θέση που τους αρμόζει.

Υπάρχει, παρ’ όλ’ αυτά, μία διάσταση του ζητήματος, η οποία δεν θίγεται στην επιστολή. (Κανείς δεν είναι τέλειος, κ. Παπαϊωάννου…) Αφορά το κατά πόσον το φυλετικό μίσος, που, ενδεχομένως, κηρύσσει ο κύριος τάδε (εγώ δεν θυμάμαι το όνομά του, ενώ ο επιστολογράφος τον τίτλο του έργου – πατσίσαμε…) ενδέχεται να οδηγήσει εκείνους που θα διαβάσουν τις συγκεκριμένες θέσεις σε πράξεις εγκληματικές. Τι κάνουμε τότε, αγαπητέ; Το πρόβλημα αυτό εγείρεται σήμερα σε κοινωνίες παρόμοιες της δικής μας, με τις οποίες θέλουμε να συγκρινόμαστε, παρά την εμφανή υστέρηση των ημετέρων δημοκρατικών θεσμών: Τι κάνουν, ας πούμε, οι Βρετανοί ή οι Δανοί με τους διάφορους παλαβούς μουλάδες (που έχουν βρει καταφύγιο εκεί, χάρις ακριβώς στον φιλελεύθερο χαρακτήρα αυτών των κοινωνιών…), όταν με τις θέσεις τους εμπνέουν φρικαλέες τρομοκρατικές ενέργειες εις βάρος αθώων; Για να χρησιμοποιήσω ένα ακραίο παράδειγμα, ευθύνεται, λ.χ., ο Κ. Π. Καβάφης αν κάποιος παντελώς ηλίθιος ή διαταραγμένος εκλάβει ορισμένα ποιήματα του μεγαλύτερου ποιητή της ελληνικής γλώσσας κατά τον εικοστό αιώνα ως παραινέσεις υπέρ… της παιδεραστίας; (Για εμάς -εννοώ τους πάντες, όχι τον επιστολογράφο- τέτοιοι προβληματισμοί ίσως είναι παρωνυχίδες. Σε χώρες, όμως, όπου το Κράτος Δικαίου υφίσταται και δεν είναι άθυρμα του λεγομένου πολιτικού κόσμου, αυτά είναι ζωτικής σημασίας…)

Αν αποφασίσουμε να ενοχοποιήσουμε την άποψη, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε στον ολοκληρωτισμό της απόλυτης αλήθειας. Μα θα είναι κομμουνισμός, χριστιανισμός, φιλελευθερισμός; Δεν έχει καμία σημασία, από τη στιγμή όπου η όποια «αλήθεια» θα επιβάλλεται διά ροπάλου. Αν θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι ως κοινωνία, ο μόνος τρόπος για να το πετύχουμε είναι όλοι μαζί: Εφόσον θέλουμε να είμαστε «κοινωνία» και μάλιστα «δημοκρατική», ο σκοπός είναι να ανέβουμε μαζί – όσο μπορούμε, προσπαθώντας όμως σταθερά και πάντα όλοι μαζί. Πεφωτισμένες δεσποτείες δεν μπορούν να υπάρξουν, όπως δεν μπορούν να υπάρχουν ουτοπίες. (Επιτρέψτε μου εδώ μια παρένθεση επί προσωπικού. Αν διαβάζω και παθιάζομαι με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα σχετικά, οφείλεται στην προσπάθεια να απαντήσω -για τον εαυτό μου και μόνον- στο ουσιώδες ερώτημα περί τον Ναζισμό: Πώς είναι δυνατόν ο λαός με το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, την εποχή εκείνη, ο γερμανικός, να διέπραξε το πλέον αδιανόητο έγκλημα της Ιστορίας; Για να το πω αλλιώς: Πώς, διάολο, ήταν δυνατόν η τεχνογνωσία και η τεχνολογία της βιομηχανικής εποχής να τεθούν στην υπηρεσία του αδιανόητου για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο!..)

Το ερώτημα που προσπαθώ να διατυπώσω με τόσα λόγια, συμπυκνώνεται στο εξής: Πώς προστατεύουμε τους εαυτούς μας από τη δική μας ηλιθιότητα. Ποια είναι, δηλαδή, τα όρια μεταξύ της ελευθερίας που διεκδικούμε και της άγνοιας που μας κατέχει; Απαντώ ότι δεν ξέρω -και, για να είμαι συνεπής με την άρνηση των πάσης φύσεως ολοκληρωτισμών- δεν νομίζω ότι τα όρια αυτά είναι ποτέ δεδομένα. Οπως δεν είναι δεδομένη και η «αλήθεια». («Το πρόβλημά μας είναι γνωσιολογικό», λέει ο αγαπητός φίλος Σ.Π. και έχει δίκιο…) Η «αλήθεια» υπόκειται στις αλλαγές του κόσμου γύρω μας και μεταβάλλεται. Με τις όποιες δυνατότητές μου, εγώ αυτό καταλαβαίνω διαβάζοντας Ιστορία· και, γι’ αυτό πιστεύω ότι η μόνη ελπίδα βρίσκεται στην Παιδεία, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίον μαθαίνουμε να ασκούμε την σκέψη να επεξεργάζεται τα δεδομένα της πραγματικότητας. Αυτό με οδηγεί κατευθείαν στο επόμενο θέμα που είχα κατά νουν για σήμερα. Αλλά ο χώρος δεν επαρκεί! Οπότε -ως θα έλεγε ένας φίλος, που μου λείπει από την τελευταία σελίδα- θα συνεχίσω στο φύλλο της Τρίτης…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή