Παίζομεν εν ου παικτοίς

6' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μέσα σε διάστημα δύο μόλις χρόνων, η πατρίδα μας πέρασε από την οίηση της ισχυρής ανάπτυξης και της ήπιας προσαρμογής στη δίνη του ισχυρότερου κυκλώνα της οικονομίας, που έχουμε γνωρίσει τα τελευταία 50 χρόνια. Ο τέως πρωθυπουργός πιστώνεται με το ότι, έστω την τελευταία στιγμή είδε τον κυκλώνα, τον προανήγγειλε στο πλήρωμα και… πήδηξε από το σκάφος. Στον σημερινό πρωθυπουργό πρέπει να πιστώσομε μια ακριβή περιγραφή της κρίσης, που γίνεται όμως ωσάν να πρόκειται για μετεωρολογικό φαινόμενο που συμβαίνει σε κάποια εξωτική χώρα. Αλλιώς δεν εξηγείται η εμμονή στις προεκλογικές δεσμεύσεις και στην πανάκεια της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης;

Από την άλλη πλευρά οι συνεχείς εξαγγελίες και προγράμματα μεταρρυθμίσεων, των κατά καιρούς ελληνικών κυβερνήσεων, που δεν πραγματοποιούνται, οι υποβολές αλληλοσυγκρουόμενων και συνεχώς αναθεωρούμενων στοιχείων, έχουν εξανεμίσει κάθε ίχνος διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας. Οπως είναι φυσικό, οι αγορές μάς τη χρεώνουν και μάλιστα ακριβά. Γιατί εκπληττόμαστε; Μήπως και εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε τελείως απογοητευμένοι από τον πολιτικό μας κόσμο, που ζει τη δική του εικονική πραγματικότητα ανερμάτιστων ιδεοληψιών, τρόμου του πολιτικού κόστους και πλήρους σύγχυσης μέσων και στόχων; Αραγε γιατί ξαφνιαζόμαστε όταν διάφορες κοινωνικές ομάδες, όπως καλή ώρα οι αγρότες, τον αντιγράφουν και ζώντας στον «κόσμο τους» κλείνουν και αυτοί τους δρόμους;

Ας επανέλθομε όμως στην κρίση για να ξεκαθαρίσομε μερικά πράγματα.

Πρώτον, η τρικυμία που περνάμε δεν οφείλεται στην διεθνή κρίση. Οι τράπεζές μας λόγω συντηρητισμού δεν είχαν σοβαρά προβλήματα και κατά τη γνώμη μου ούτε ανάγκη ενίσχυσης. Η κρίση μας είναι καθαρά δημοσιονομική και οφείλεται, από τη μια στη κατάρρευση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και το ρεκόρ φοροδιαφυγής και, από την άλλη στην πρωτοφανή διόγκωση και σπατάλη του δημόσιου τομέα. Αυτό, νομίζω, το έχει συλλάβει η κυβέρνηση.

Δεύτερον, η κρίση στον διεθνή δανεισμό της χώρας μας δεν είναι έργο του Αλμούνια ή του Τρισέ, ούτε των χρυσοκάνθαρων των διεθνών οργανισμών αξιολόγησης ή των ξένων κερδοσκόπων, αλλά δικό μας. Αρχίζει με την περίφημη «απογραφή» της Ν.Δ., συνεχίστηκε με την πολιτική της «ήπιας προσαρμογής» (διάβαζε απραξίας), την άρνηση της λήψης σοβαρών μέτρων όταν η κυβέρνηση της Ν.Δ. κατάλαβε την κρίση και τελευταία με τις πρώτες παλινωδίες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (σύμβαση COSCO, πάγωμα επιδομάτων κ.λπ.). Αυτό φαίνεται ότι αρχίζει να το αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση.

Τρίτον, ο ελληνικός λαός έχει μεγαλύτερη συναίσθηση της κρισιμότητας των καιρών, αναμένει (όπως και οι αγορές) τη λήψη αυστηρών μέτρων και είναι έτοιμος για θυσίες, υπό τον όρο ότι δεν θα τις υποστούν μόνο τα γνωστά φορολογικά υποζύγια, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, αλλά και οι φοροφυγάδες και οι εισφοροφυγάδες, καθώς και τα ρετιρέ και οι λυμεώνες του ευρύτατου Δημόσιου τομέα. Αυτό φαίνεται ότι δεν το έχει συλλάβει η κυβέρνηση, με εξαίρεση ίσως τον υπουργό Οικονομικών.

Τώρα ας έρθουμε στο «διά ταύτα». Τι χρειάζεται; Γιατί παρά τις ομολογουμένως καλές προθέσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης κόβει η σούπα ή μάλλον δεν ανάβει καν η φωτιά;

Πρώτα από όλα, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση πρέπει, κλείνοντας τα αυτιά τους σε κομματικούς παράγοντες, συμβούλους και παρατρεχάμενους, αλλά και στις δικές τους ιδεοληψίες, να αντιληφθούν την πραγματικότητα. Πώς θα το κάνουν; Θα το πω συμβολικά: Ας μετακομίσει το Μαξίμου στη Βαρβάκειο ή στη Νέα Ιωνία. Να ακούσει με κριτικό αλλά ανοιχτό αυτί τον κόσμο της αγοράς. Πελάτες, εργαζόμενους, εμπόρους και επιχειρηματίες.

Το δεύτερο και δυσκολότερο είναι να απαλλαγούν από τα «βαρίδια». Τα απωθημένα των ίδιων, αλλά κυρίως τις επιρροές των πελατειακών τους σχέσεων. Ας πάρουν το μάθημα των εκλογών, που τις έχασε η Ν.Δ. κυρίως εξαιτίας πελατειακών σχέσεων (ούτε καν με τους οπαδούς της) και τις κέρδισε το ΠΑΣΟΚ από την απελπισία και τον θυμό των ανώνυμων ψηφοφόρων της. Η κυβέρνηση πρέπει να κατανοήσει ότι το λεγόμενο «πολιτικό κόστος», που επιβάλλει την αναβλητικότητα και τη διατήρηση του status quo, είναι στην ουσία «πολιτικό κέρδος». Αν τολμήσουν και κάνουν τις ρήξεις και τις τομές που απαιτούνται, κόντρα στην επιχειρηματική, συνδικαλιστική και κομματική διαπλοκή και τη λαγνεία του λαϊκισμού, να είναι βέβαιοι ότι θα ανταμειφθούν με πολλές εκλογικές νίκες.

Τρίτο, επειδή δεν έχουν την πολυτέλεια του χρόνου, πρέπει να ξεχωρίσουν τα μέτρα σε άμεσα και μεσοπρόθεσμα. Π.χ. η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος δεν μπορεί να γίνει σε λίγες βδομάδες. Για να είναι σοβαρή θέλει μήνες. Η Green Fiscal Commission της Μεγάλης Βρετανίας συνεδρίαζε δύο χρόνια για να υποβάλει το πόρισμά της για την περιβαλλοντική φορολογική μεταρρύθμιση. Αμεσα όμως μπορεί να αυξηθούν μερικοί ειδικοί φόροι, μπορεί να επιβληθούν «πράσινοι» φόροι σε πλαστικές σακούλες και μπουκάλες, σε λιγνίτη, και άλλα, να αναμορφωθούν τα τέλη αυτοκινήτων στη βάση των ρύπων. Αμεσα μπορεί να κλείσουν μερικές εκατοντάδες ΔΕΚΟ που δεν χρειάζονται. Αμεσα μπορεί να γίνουν διασταυρώσεις στοιχείων και να συλληφθεί μέρος της φοροδιαφυγής. Τέτοια άμεσα μηνύματα θέλει ο ελληνικός λαός, αλλά και οι αγορές.

Ο υποφαινόμενος, όταν το 1990 παρέλαβε δημοσιονομικό έλλειμμα ίσο προς 23% του ΑΕΠ, αρνήθηκε το βράδυ της παραλαβής του υπουργείου Οικονομικών να υπογράψει την 17η αναβολή της εφαρμογής του νόμου για τις ταμειακές μηχανές και τις εισήγαγε σε όλη την Ελλάδα. Εφήρμοσε το πόθεν έσχες με τρόπο που προκάλεσε την επιστροφή δισεκατομμυρίων από την Ελβετία, έκανε τις πρώτες διασταυρώσεις στοιχείων, φέρνοντας πολλά άλλα δισεκατομμύρια στα δημόσια ταμεία, έβαλε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στις εφορίες. Στο διάστημα 1989-92 αύξησε τα έσοδα κατά 140% και συγκράτησε τις δαπάνες στο 20%, μειώνοντας το έλλειμμα σε 17%. Επομένως άμεσα μπορεί να γίνουν πάρα πολλά.

Μεσοπρόθεσμα μπορεί να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις, που όλοι γνωρίζουμε, αλλά κανείς δεν αποτολμά. Να αποκτήσουμε φορολογικό σύστημα που δεν θα τιμωρεί την εργασία, ενώ επιδοτεί την καταστροφή του περιβάλλοντος. Να λειτουργήσει σωστά η αγορά αγροτικών προϊόντων χωρίς καρτέλ και μεσάζοντες. Να εκσυγχρονιστεί η αγορά εργασίας. Να ξηλωθεί η ακαδημαϊκή διαπλοκή που κρατά την ανωτάτη παιδεία όμηρο στον κομματικό μεσαίωνα, να ξηλωθεί η ποικιλώνυμη μαφία που ληστεύει δημόσια έργα και προμήθειες των ΔΕΚΟ. Και από την άλλη πλευρά, να εξυγιανθεί το εκλογικό μας σύστημα και το πολιτικό σύστημα γενικότερα, να ισχύσει ο χωρισμός των εξουσιών και μάλιστα στη Δικαιοσύνη και στην Εκκλησία.

Αυτά θέλουν μελέτη, διάλογο και συναίνεση. Διαδικασίες που απαιτούν αρκετό χρόνο αν θέλουμε να είναι επιτυχείς και να αποδώσουν μόνιμους καρπούς. Το κακό είναι ότι επειδή η πολιτική, αλλά και οι άλλες ηγεσίες του τόπου δεν τόλμησαν επί δεκαετίες να αγγίξουν αυτά τα «καυτά» προβλήματα, έχουμε χάσει τουλάχιστο σαράντα χρόνια και τώρα πρέπει να συμπιεστούν μέσα σε ελάχιστα χρόνια αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, που να καλύψουν τις χαμένες δεκαετίες. Τώρα όμως αυτό έχει γίνει υπαρξιακό πια πρόβλημα. Αν δεν ληφθούν άμεσα αποφάσεις από την κυβέρνηση και όλους μας, δεν θα μας εξωπετάξουν από την Ε.Ε. γιατί κάτι τέτοιο -ευτυχώς για μας- δεν προβλέπεται από τις Συνθήκες, αλλά θα αυτοκαταδικαστούμε να είμαστε αιώνια ουραγοί, τελευταίοι, καταϊδρωμένοι και δακτυλοδεικτούμενοι.

Πιστεύω ότι ήρθε ο καιρός για ένα καινούργιο «Οχι». Αυτή τη φορά «Οχι» απέναντι σε ξένους εισβολείς. Αλλά ένα εξίσου βροντερό και βίαιο «Οχι» λαού και ηγεσίας στην εσωτερική επιβουλή του «βολέματος», του συμβιβασμού με τη διαφθορά και τη μετριότητα, στη νάρκη του αργού θανάτου μέσα στη δυσοσμία του βούρκου του λαϊκισμού και της ήσσονος προσπάθειας. Οι συνδικαλιστές, εκπρόσωποι άλλων επαγγελματικών και κοινωνικών ομάδων, τα κόμματα, όλοι μας, πρέπει να πεισθούμε ότι οι πρόσκαιρη θυσία μερικών παράλογων κεκτημένων, εδώ που φτάσαμε, είναι αναπότρεπτη, προκειμένου να σωθούμε από τη χρεοκοπία. Η αλάνθαστη λαϊκή σοφία το λέει ξεκάθαρα: «Απέθανε ο βερεσές και θάψε το ντεφτέρι». Για να σώσουμε το καράβι στη φουρτούνα κάνουμε «αβαρία» και πετάμε μέρος του φορτίου στη θάλασσα. Θα το ξαναβρούμε αργότερα, αφθονότερο και πλουσιότερο. Αλλιώς θα βουλιάξομε, θα χαθεί το καράβι αύτανδρο.

Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση, κύριε πρωθυπουργέ. Επί των ημερών σας και όχι από δικό σας προσωπικό φταίξιμο μας έλαχε ο κλήρος της αβαρίας. Θέλει τόλμη και δύναμη, αλλά στο τέλος είναι καλύτερη από τον αύτανδρο καταποντισμό και θα σας κερδίσει όχι μόνο τη χαμένη αξιοπιστία στις αγορές, αλλά και την ευγνωμοσύνη όλου του πληρώματος για τη σωτηρία του σκάφους που λέγεται Ελλάς.

* Ο κ. Ιωάννης Παλαιοκρασσάς είναι πρώην υπουργός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή