Η λεωφόρος της Δύσης, μόνη εθνική στρατηγική

Η λεωφόρος της Δύσης, μόνη εθνική στρατηγική

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Απουσιάζω περίπου τρεις μήνες από τις στήλες της «Καθημερινής» και σήμερα επιχειρώ να επιστρέψω, αμήχανος και με την αίσθηση ότι σε αυτό το διάστημα συνέβησαν πολύ σημαντικά γεγονότα και δεν είμαι σε θέση να μετρήσω το μέγεθός τους και τη σημασία τους ή να διαγράψω την προοπτική τους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό κράτος ετέθη στην «προστασία» και στην αυστηρή επιτήρηση των ξένων δανειστών. Στην πραγματικότητα και στην ουσία της, ολόκληρος ο ελεύθερος βίος μας, περίπου δύο αιώνες τώρα ξετυλίχθηκε με δανεικά και σε καθεστώς μικρών ή μεγάλων καταναγκασμών, επιτηρήσεων και υποχρεώσεων. Αμυδρώς πλέον θυμάμαι το βιβλίο του μακαρίτη Τάσου Λιγνάδη που εμπνευσμένος φιλόλογος ο ίδιος διάλεξε ως θέμα της διδακτορικής του διατριβής τα «δάνεια της ανεξαρτησίας», που αναγκαζόταν να συνάψει το νεαρό κράτος για να επιβιώσει και να κουτσοπορευθεί. Ηθελε ίσως να επισημάνει ότι ο δανεισμός και τα δάνεια δεν είναι ένα καθαρά στενό οικονομικό θέμα που το διαπραγματεύονται και το χειρίζονται οι οικονομολόγοι. Είναι ευρύτερο, αφορά τον εθνικό βίο, στο σύνολό του και τον διαμορφώνει.

Οπως θέλει το εθνικό μας σύνθημα που πλέον το εκφωνούμε μόνο σε στιγμές σαρκασμού, ότι «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», πράγματι, δεν πέθανε και δεν πιστεύω ότι θα πεθάνει τώρα, αν και τα βάρη του δανεισμού είναι ίσως από τα πιο ασφυκτικά και καταπιεστικά της ιστορίας της και το σπουδαιότερο, βρίσκουν έναν λαό εθισμένο πλέον να ζει και να πορεύεται με δανεικά. Η σημερινή κατάσταση διαφέρει από τις προηγούμενες κατά τούτο: με τη θέλησή μας και με επίμονη επιδίωξη μπήκαμε σε μια οικογένεια πιο προηγμένων ή πολύ πιο προηγμένων κρατών, δεχθήκαμε τους κανόνες λειτουργίας και συμπεριφοράς ως μέσο και διαδικασία προσαρμογής και προσέγγισης σε ανώτερα επίπεδα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ώστε κάποτε ολόκληρη η οικογένεια να λειτουργεί με ισότιμους κανόνες. Μεγάλο και ιστορικό το πείραμα με αβέβαιη ακόμη έκβαση. Εδώ νομίζω παρεισέφρησε η πρώτη «εθνική» παρεξήγηση: από την πρώτη στιγμή που γίναμε ισότιμα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ΟΝΕ πιστέψαμε ότι έχουμε μόνο δικαιώματα και καμιά υποχρέωση. Δεν καταλάβαμε ότι βρεθήκαμε σε νέο πεδίο μάχης, όπου τα δικαιώματα κατακτώνται με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων. Για παράδειγμα, συχνά ακούγεται η διεκδίκηση αμοιβών εργασίας ίσων με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης των «15», χωρίς να μας απασχολεί η ποιότητα της εργασίας που προσφέρουμε και η αποδοτικότητά της.

Πιστεύω ότι παγιώθηκε μια τέτοια παρεξήγηση για την Ευρωπαϊκή Ενωση, τη λειτουργία της και την προοπτική της. Δεν καταλάβαμε ότι είναι ένα σκληρό πεδίο συγκρούσεων μεγάλων και μικρών, όπου κάθε βήμα κατακτάται με κόπο, προσπάθεια και κατάλληλη προσαρμογή. Μπαίνει κανείς σ’ αυτή τη μάχη με όλες του τις δυνάμεις για να αγωνισθεί και να νικήσει. Διαφορετικά μέσα έξω, στην εσωστρέφεια και στη μοναξιά, με τις οποίες μερικοί συγχέουν την εθνική υπόσταση και «υπερηφάνεια» σα να πρόκειται για εφάπαξ κληρονομιά «ενδόξων προγόνων». Επειδή και ο πρωθυπουργός μας (αλλά και η μείζων αντιπολίτευση) αναφέρονται στην ανάγκη της εθνικής συσπείρωσης, ας αποσαφηνισθεί επιτέλους ότι το ζητούμενο είναι η εθνική μας υπόσταση στον σύγχρονο κόσμο και όχι ερήμην του.

Το άλλο ερώτημα που αιωρείται είναι, τι έφταιξε και ξαφνικά βρεθήκαμε σ’ αυτή την κατάσταση, σαν να δεχθήκαμε μια καλά οργανωμένη πολεμική επίθεση. Ευτυχώς, αυτή τη φορά η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση προβάλλει λιγότερο την υπεκφυγή της «καμένης γης» που παρέλαβε από την προηγούμενη. Ισως κατάλαβε πόσο μάταιο, άσκοπο και ανακριβές είναι. Η προηγούμενη κυβέρνηση φέρει πολύ μεγάλες ευθύνες, αλλά δεν αρκούν οι ευθύνες της για μια τόσο μεγάλη καταστροφή. Χρειάσθηκε η συσσώρευση των ευθυνών πολλών κυβερνήσεων, σχεδόν όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, για να επέλθει η καταστροφή που δεν περιορίζεται μόνο στο κράτος, αλλά επεκτάθηκε και εισχώρησε βαθιά στην κοινωνία, κατακερματίζοντάς την σε πλήθος αντιφατικών διεκδικήσεων και επιδιώξεων.

Τίθεται πρώτα σοβαρό θέμα σχέσεων της πολιτικής και των λαϊκών αιτημάτων, της διαχείρισης του κράτους από το πολιτικό σύστημα. Η σημερινή κυβέρνηση και η σημερινή αντιπολίτευση, μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν φαίνεται να απομακρύνονται ρητά και αποφασιστικά από την παραδοσιακή διαχείριση του κράτους ως μέσον εξασφάλισης κομματικών πελατειακών σχέσεων και όχι ως μέσο εθνικής συστράτευσης με συγκεκριμένο εθνικό σκοπό και σε συνθήκες συνεχώς διευρυνόμενου σεβασμού των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Μέχρι τώρα αντιμετωπίσαμε την Ευρωπαϊκή Ενωση, τη Δύση γενικότερα, με το παραδοσιακό σύνδρομο «αγάπης και μίσους». Εξακολουθούμε να αιωρούμαστε ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ακόμη και τώρα που η «Ανατολή» δύσκολα ή μόνο παράλογα προβάλλεται ως εναλλακτική λύση. Ισως πρόκειται για μια πολύ πιο βαθιά Ανατολή. Από τη μια πλευρά θαυμάζουμε τη Δύση, την αέναη νεωτερικότητά της και θέλουμε να τη μιμηθούμε (ακόμη και στα ελαττώματά της) και από την άλλη διακατεχόμαστε από την «εθνική» πεποίθηση ότι μπορούμε να εξαπατήσουμε τους «κουτόφραγκους».

Αυτό ακριβώς κάναμε αποκρύπτοντας στατιστικά στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Ενωση, καταστρέφοντας τη διεθνή αξιοπιστία μας. Επειτα από περίπου δύο αιώνες ελεύθερου βίου, ας αποφασίσουμε επιτέλους αν θα ακολουθήσουμε τη Λεωφόρο της Δύσης, με όλα τα δικαιώματα και όλες τις υποχρεώσεις. Είναι η μόνη εθνική στρατηγική…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή