Οδηγημένη, δυστυχώς, και πάλι από τη βαθύτατη ανησυχία μου για τη Μοίρα και όχι για την κατάσταση της Εθνικής Λυρικής μας Σκηνής, θα παραθέσω κάποιες σκέψεις μου για ορισμένα πράγματα -κακώς κείμενα- που τείνουν να ξεπεράσουν κάθε όριο δεοντολογίας. Ο κριτικός, όποια μόρφωση και αν διαθέτει, βρίσκεται απέναντι και όχι μέσα στην Τέχνη, βρίσκεται στη θέση του παρατηρητή.
Αλλά και αν ακόμα αποδεχθούμε ότι νιώθει την ίδια ευφορία με τον καλλιτέχνη, από τη στιγμή που πρέπει, λόγω ιδιότητας, να τη μεταφέρει, μεταδώσει, αποδώσει, σκοντάφτει στο φάντασμα της απειλητικής όσο και γοητευτικής εξουσίας, και εκεί παραδίνεται.
Ο κριτικός από τη φύση της δουλειάς του κρίνει. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί.
Τίνος λοιπόν τη γνώμη μια κοινωνία, ένας υπουργός, ένα κράτος πρέπει να ακούσει και να στηρίξει;
Βρισκόμαστε μπροστά στο φάσμα μιας χρεοκοπίας, αλλά η χρεοκοπία είναι πρωτίστως πνευματική. Το χρήμα πάνω από το χρέος και κυρίαρχοι οι «δανειστές ». Οι κριτικοί έχουν ως «κεφάλαιο» τον καλλιτέχνη και αλίμονο αν αυτός τους εκλείψει.
Ομως έχουμε φτάσει στο σημείο τιμητές και κλειδοκράτορες της τύχης των θεσμών να είναι οι κριτικοί, υπηρετώντας βασικά όχι την ουσία της τέχνης, αλλά «εκείνους που αφήνουν τους άλλους να κάνουν την κακή πράξη αντ’ αυτών». (Πιραντέλλο).
«Να ντύσουμε τους γυμνούς», λοιπόν.
Σύμφωνα με τον καταιγισμό των δημοσιευμάτων δύο κυρίως διόσκουρων της κριτικής, προτείνεται η επανάληψη της πρώτης παραβίασης, μιας πράξης δεοντολογικά και ηθικά καταδικαστέας ώστε να ξεπεραστούν τα όποια νομικά κωλύματα (όπως έγινε και με την «Αίθουσα Τριάντη» που χρηματοδοτήθηκε ως πολυσυνεδριακό κέντρο) για να στηριχτεί ή να ευνοηθεί και πάλι το Μέγαρο σε καιρούς «ένδειας», γιατί το Μέγαρο είναι «γυμνό» και όχι η Λυρική Σκηνή που έχει μιαν αγκαλιά πιστών που τη στηρίζει. Οσο και να τη χρησιμοποιούν τη Λυρική Σκηνή σαν άλλοθι ότι δήθεν τη στηρίζουν, άλλη είναι η αλήθεια.
Η Λυρική Σκηνή δεν πάσχει αυτή τη στιγμή από έλλειψη πολυτελούς κελύφους για να συνεχίσει να παράγει, να επιτελεί το έργο της και να προετοιμάζεται για το Μεγάλο Δώρο που θα της προσφερθεί σε λίγο. Η Λυρική Σκηνή πάσχει από έλλειψη φιλοσοφίας και αυτό κυρίως θα πρέπει να σκεφτεί η «ομάδα ανασυγκρότησης». Δεν χρειάζεται οι νομικοί της σύμβουλοι να προσπαθούν να ανατρέψουν «νομικά» κάποια δεδομένα για να διευκολύνουν τη «μετοίκησή» της στο Μέγαρο. Αντίθετα πρέπει να σεβαστούν κάποιες αρχές σημειολογικής σημασίας όπως: ο χώρος κάθε τέχνης πρέπει να αποτελεί σημείο αναφοράς τόσο για το κοινό όσο, κυρίως, για τον ίδιο τον καλλιτέχνη που την υπηρετεί για να συνεχίσει να εργάζεται με σεμνότητα και όχι να ξιπάζεται με δανεισμένους χώρους.
Το νέο κτήριο της όπερας που θα γίνει δεν θα έχει καμιά σχέση με το απροσδιόριστο της «Αίθουσας Τριάντη», ώστε να προτείνεται η τελευταία ως «γυμναστήριο» μετεκπαίδευσης των μελών της Λυρικής Σκηνής. Ας προσέξουν οι ίδιοι οι κύριοι της Λυρικής και θιασώτες αυτής της «φιλοξενίας» να μην βρεθούν κάποια στιγμή έξω από το παιχνίδι, διαπιστώνοντας ότι ίσως έχουν γίνει ο δούρειος ίππος για να κατακτήσουν οι ίδιοι πάντα άνθρωποι το σπουδαίο έργο για το οποίο αγωνίστηκαν κάποιοι γι’ αυτό και γι’ αυτούς.
Γιατί, για να παραφράσω, τελειώνοντας, τον λαϊκίστικο έως χυδαίο τίτλο ενός εκ των διόσκουρων σ’ ένα ανυπόγραφο άρθρο του, θα πω «Ε, όχι πάλι για το Μέγαρο ρε το»
* Η κ. Βάσω Παπαντωνίου είναι μουσικός, πρόεδρος της Εταιρείας για το Κτίριο της Οπερας και της Ακαδημίας Λυρικής Τέχνης «Μαρία Κάλλας».