ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ

3' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πρωταγωνιστής στα «Σακιά» (Καστανιώτης, σελ. 356) της Ιωάννας Καρυστιάνη δεν είναι ο ανισόρροπος εικοσάχρονος βιαστής δολοφόνος Λίνος Χολέβας που για μερικές καλοκαιρινές εβδομάδες θα σκορπίσει τον τρόμο σε Πατήσια, Κυψέλη, Κυπριάδου και Βεΐκου. Ούτε οι άτυχες κοπέλες που θα βρεθούν μπροστά του ούτε το χλιαρό κυνήγι της αστυνομίας ούτε η καταιγιστική αδιακρισία των ΜΜΕ. Δεν είναι η σύγχυση, η φρίκη, η απειλή, η απόγνωση και ο αποτροπιασμός. Πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι το στενότερο και το ευρύτερο περιβάλλον του δράστη, η στυφή και στεγνή του μάνα και η ιδεοληπτική αποχαλινωμένη του νονά: Δυο γυναίκες γκρίζες, νευρασθενικές, ισοπεδωτικές, ευερέθιστες, παρεμβατικές, διαλυτικές, μνησίκακες, απότομες, ανικανοποίητες, έξαλλες· χωρίς ευαισθησία, χωρίς τρυφερότητα, χωρίς κατανόηση, χωρίς χαμόγελο, χωρίς οικειότητα, χωρίς ικανοποίηση, χωρίς χαρά. Ζώντας μέσα σε μιαν απρόσωπη, αφιλόξενη πόλη, έχοντας φορτωμένα στις πλάτες τους μερικά από τα ενίοτε δυσβάσταχτα βάρη που τα τελευταία πενήντα χρόνια σήκωσε η ελληνική κοινωνία, θα μεταμορφωθούν από μια τρέχουσα, συνηθισμένη οικογένεια, σε έναν δυσλειτουργικό αποτρόπαιο μηχανισμό.

Αποτελεί η οικογένειά Χολέβα θύμα των συνθηκών; Οχι, η Ιωάννα Καρυστιάνη δεν υπαινίσσεται κάτι τέτοιο. Ο παράγων της ατομικής ψυχολογίας παίζει ιδιαίτερο ρόλο συμβάλλοντας στο να δημιουργηθεί ένα αξιολύπητο θύμα που χάνοντας κάποιες στιγμές τον έλεγχο των μυαλών του, προβαίνει σε ακατονόμαστες πράξεις ανεξέλεγκτης οργής. Κι, ωστόσο, αν η «Μενεξεδένια πολιτεία» του Αγγελου Τερζάκη ήταν η μεσοπολεμική Αθήνα της μικροαστικής πλήξης και των ψαλιδισμένων ονείρων· αν η «Βιοτεχνία υαλικών» του Μένη Κουμανταρέα εκτυλίχθηκε στη μεταπολεμική Αθήνα της ματαιωμένης απογείωσης μέσα στον κοινωνικό βάλτο ενός πολτώδους χυλού· «Τα σακιά» της Ιωάννας Καρυστιάνη συμβαίνουν στη μεταδικτατορική Αθήνα μιας απέραντης σταχτιάς ανωνυμίας μέσα απ’ τους κόλπους της οποίας κάποιοι απ’ τους πιο αδύναμους κρίκους οδηγούν και οδηγούνται στον όλεθρο και στην αυτοκαταστροφή. Μαζί με το «Κουστούμι στο χώμα» (2000), «Τα σακιά» είναι, πιστεύω, το ένα από τα δύο καλύτερα έργα της Καρυστιάνη. Αξιοθαύμαστο διότι αντί να χρησιμοποιήσει τον βιασμό και τον φόνο ως ειδεχθή εγκλήματα που ερεθίζουν τα αιμοδιψή αναγνωστικά ένστικτα μας, τα εσωτερικεύει· και ελέγχοντας συναισθηματικά και συγκινησιακά πλήρως το περίπλοκο υλικό της, πετυχαίνει να πραγματοποιήσει μιαν εξαιρετικά σημαντική αναγωγή: να αναδείξει την ασφυκτική αίσθηση μιας συλλογικής ζωής που εδώ και πολλές δεκαετίες έχει χάσει τον προσανατολισμό της, ενός βίου που μοιάζει κατακερματισμένος κι εκφυλισμένος, μιας καθημερινότητας που είναι άχαρη, ανεπιθύμητη, σχεδόν νεκρή.

Η πεζογράφος στήνει τη σύνθεση του πέμπτου μυθιστορήματός της με τέχνη. Το έργο χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια – το πρώτο και το τελευταίο εκτυλίσσονται στο παρόν, τα τρία ενδιάμεσα αποτελούν αναδρομή. Πετραδάκι πετραδάκι χτίζει την αφήγησή της προξενώντας απίστευτο αναγνωστικό ενδιαφέρον – τι αποκρύπτουν οι πρωταγωνιστές, πώς οδηγηθήκαν τελικά στα άκρα, σε τι αποσκοπούν; Η συγγραφέας δημιουργεί μερικούς αντιπροσωπευτικούς νεοελληνικούς χαρακτήρες, αποκαλύπτοντας σταδιακά την ψυχολογία τους – γονείς, παιδιά, θείοι, ξαδέλφια, παππούδες, γιαγιάδες, αναδεξιμιοί. Μια οικογένεια με εξαιρετικά μεγάλη συναισθηματική στενότητα, μια ομάδα συγγενών που ζει διαρκώς μέσα στη δυσαρέσκεια και τη δυσφορία, μέσα στην άγνοια της δυνατότητας για κάτι καλύτερο, μέσα στη μοναξιά, την πίκρα και την οργή. Το κακό έχει συντελεστεί, ο γιος έχει καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη. Γερασμένη στα πενήντα της χρόνια, η μάνα ανεπιτυχώς προσπαθεί να δημιουργήσει κάποιες προοπτικές για το πολλαπλώς τραυματισμένο της παιδί – καταδικασμένη ωστόσο κι αυτή να αναλαμβάνει απολύτως ακατάλληλες πρωτοβουλίες. Η σημασία του μυθιστορήματος της Καρυστιάνη βρίσκεται στο ότι το μουντό γκρίζο περιβάλλον αναπάντεχα κατορθώνουν να διαπεράσουν μερικές απειροελάχιστες αχτίδες φωτός – απολύτως όμως απρογραμμάτιστα, ανεξέλεγκτα, ξαφνικά. Φροντίζοντας τα σκεβρωμένα κορμιά ετοιμοθανάτων γερόντων για να βγάλει το ψωμί της, η ψυχικά ευνουχισμένη αυτή μάνα καταλήγει τελικά να περιποιείται τους ανθρώπους που δεν έχουν μέλλον, εντελώς αγόγγυστα, με κάποια τρυφερότητα, σχεδόν με στοργή. Κι ακόμα, ύστερα από μια δυσβάσταχτη άδεια εξόδου του φυλακισμένου, μάνα και γιος θα κολυμπήσουν πλάι πλάι ζώντας προς στιγμήν το αίσθημα μιας ακραίας συμφιλίωσης και γαλήνης. Πρόκειται για ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα, ικανό ωστόσο να ανακουφίσει κάπως την κατεστραμμένη ζωή τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή