ΔΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αρχισα να ξαναδιαβάζω ύστερα από δεκαπέντε χρόνια το «Γιάντες». Και από τις πρώτες σελίδες με πλημμύρισε η γοητεία του οξυδερκέστατου και σπινθηροβόλου πρώτου μυθιστορήματος της Αμάντας Μιχαλοπούλου. Η επινόηση πολυσχιδέστατων μυθιστορηματικών χαρακτήρων και ο συνδυασμός μιας τεράστιας ποικιλίας αφηγηματικών τεχνικών. Ενα αδιάκοπο παιχνίδι αντικατοπτρισμών, αντανακλάσεων και παραλλαγών. Η δραματουργική επινοητικότητα και το ποιητικό βάθος. Ο πρωτότυπος θεματολογικός χειρισμός και ο ελεγχόμενα σαρκαστικός τόνος. Για ένα έργο που όπως το «Γιάντες» με έχει για καιρό συντροφεύσει αποτελώντας, κατά την αίσθησή μου, σταθερό σημείο αναφοράς της μεταδικτατορικής πεζογραφίας, αισθάνομαι πως μπορώ με δημιουργική ευχέρεια να ανακαλύψω σε ποια αφηγηματικά τεχνάσματα οφείλονται οι αρετές του: να επισημάνω δεκάδες χαρακτηριστικά της σύνθεσης, να εντοπίσω τον τρόπο πρόσμειξης ήχων, φωνών και ομιλιών, να βρω τον ρυθμιστικό κώδικα τόνων, σκιών και φωτισμών. Και αυτό συμβαίνει, πιστεύω, γιατί τον κριτικό λόγο εμψυχώνει ο ενθουσιασμός της απόλαυσης του κειμένου. Πόσο δύσκολο όμως είναι το ακριβώς αντίθετο! Το να μπορέσω να επισημάνω πειστικά τους λόγους για τους οποίους ένα μυθιστόρημα εμφανίζει, κατά τη γνώμη μου, προβλήματα, όπως θεωρώ πως συμβαίνει με το τελευταίο έργο της ίδιας συγγραφέως «Πώς να κρυφτείς» (Καστανιώτη, σελ. 368). Το να προσδιορίσω με άλλα λόγια γιατί πολλοί χαρακτήρες δεν επιτυγχάνουν να αποκτήσουν σάρκα και οστά και γιατί δεν κατορθώνω να συμμετάσχω στις δύσκολες φυσικές περιπέτειες και στον ισχυρό ψυχικό κλονισμό τους.

Οπως πληροφορούμαστε στο οπισθόφυλλο, το πρόβλημα είναι πως, είτε στην Αθήνα είτε στο Βερολίνο, ο τριανταπεντάχρονος κεντρικός ήρωας Στέφανος νιώθει ξεριζωμένος. Συνθήκη αναμενόμενη, καθώς όντας πολύ μικρός έζησε μια τραυματική εμπειρία πέφτοντας θύμα απαγωγής και αποκτώντας θετούς Γερμανούς γονείς, για να επιστρέψει εξίσου αναπάντεχα, έφηβος σχεδόν, στο πραγματικό οικογενειακό περιβάλλον. Ο ενήλικος Στέφανος δείχνει να έχει καταληφθεί από ένα αίσθημα κενού και παράλληλα επιλέγει να ζει μέσα σε διαρκείς συγκαλύψεις. Η μεγάλη πρόκληση για οποιαδήποτε αφήγηση θέλει να αποδώσει το αίσθημα του κενού είναι πως θα πρέπει να περιγράψει το ανύπαρκτο – μια εν τοις πράγμασι αντίφαση δηλαδή, εφ’ όσον πρέπει να κάνεις το μηδέν χειροπιαστό. Κάτι σαν κι αυτό που αξιοθαύμαστα πετυχαίνει ο Πάουλ Τσέλαν γράφοντας: «Στο αμύγδαλο/ τι υπάρχει στο αμύγδαλο; / Υπάρχει το Τίποτε. / Υπάρχει κι υπάρχει».

Πώς χειρίζεται το ζήτημα το μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου; Η πρώτη εισαγωγική σκηνή την οποία αφηγείται ο Στέφανος είναι ποιητικά λειτουργική. Ενα αίσθημα αδράνειας. Τα σύννεφα που ταξιδεύουν νωθρά στον ουρανό. Το ακανόνιστο βέλος των αποδημητικών πουλιών και τα μοναχικά, παραπλανημένα πτηνά μακριά απ’ τον οργανωμένο σχηματισμό τους. Τα αισθήματα με άλλα λόγια που διακατέχουν τον αμέτοχο Στέφανο. Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο αφηγήτρια είναι η δεκαεξάχρονη Φοίβη, μια οικογενειακή φίλη με εφηβικούς πόθους τόσο ζωηρούς όσο και απραγματοποίητους. Θέλησε η μυθιστοριογράφος να αντιπαραβάλει τις θερμές φαντασιώσεις της Φοίβης προκειμένου να καταστήσει εναργέστερο το συναισθηματικό κενό του Στέφανου; Δεν ξέρω. Η εικόνα πάντως που αποκομίζω από το κεφάλαιο -ακόμα κι όταν πληροφορούμαι πως ο ήρωας αποκρύπτει από τη γυναίκα με την οποία συζεί θεμελιώδεις πτυχές του παρελθόντος- είναι ενός συγκροτημένου ανθρώπου που με χιούμορ και κατανόηση αποκρούει τις ερωτικές επιθέσεις της μικρής του φίλης. Ενας άνθρωπος δηλαδή που τουλάχιστον ξέρει -και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο- τι δεν θέλει. Η λειτουργική προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του κενού, αίσθηση της πρώτης σκηνής, δυστυχώς δεν επαναλαμβάνεται. Νομίζω πως ο μυθιστορηματικός Στέφανος παραμένει ένα ασαφές, θολό, αδιευκρίνιστο πρόσωπο και όχι μια σαφώς διαγεγραμμένη φιγούρα που απώλεσε την εσωτερική γραμμή πλεύσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μάνα του όπως την παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια των άλλων – δεν πείθει η γυναίκα αυτή πως έχασε το παιδί της. Τον ήρωα περιστοιχίζουν βέβαια εναργέστατοι ο αρχιτέκτονας πατέρας, η Γερμανίδα σύντροφος, ο αυτοεξόριστος θετός πατέρας και ο αετονύχης Ελληνας που του υφάρπαξε σε εξευτελιστική τιμή το πατρικό του σπίτι. Φαίνεται όμως πως τα ζωηρά αυτά πρόσωπα δεν επαρκούν για να δώσουν πνοή στον αποπροσανατολισμένο κεντρικό χαρακτήρα. Μήπως η γλώσσα δεν είναι αρκετά υποβλητική; Τι ανακαλούν στα ελληνικά «τα ψωμάκια με χοιρινό λίπος»; Κάτι ελάχιστα λαχταριστό υποθέτω. Πού εξαφανίστηκε, τέλος, η ποιητική διάθεση του εισαγωγικού κεφαλαίου;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή