Προς μια Νέα Ευρώπη

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν η Δυτική εμφάνισε την αδελφή της Ανατολική Γερμανία, κανείς δεν σκέφτηκε να απορρίψει ως αυτονόητο το αίτημα ενσωμάτωσής της στο κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η επανένωση της Ευρώπης, η απόρριψη των διαχωριστικών γραμμών του φόβου και των ελευθεριών αποτελεί σπουδαίο μεταπολεμικό επίτευγμα. Από εκείνη τη στροφή της Ιστορίας, μας προέκυψε και η Δημοκρατική Ευρώπη των «27». Με όλο το κόστος που συνεπάγεται. Το οποίο δεν πλήρωσαν μόνοι τους οι Γερμανοί, όσο κι αν συνεχίζουν και θα συνεχίσουν να φέρουν το βάρος της επιτυχίας τους. Το σημαντικό είναι ότι το τείχος της ντροπής κατέρρευσε. Οπως είχαν καταρρεύσει λίγο πριν οι δικτατορίες του Νότου.

Ο Ζακ Ντελόρ, πρόεδρος τότε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είχε πει χαρακτηριστικά: «Είμαστε μια οικογένεια, θα μοιραστούμε τα βάρη, θα υποστηρίξουμε ο ένας τον άλλο, θα τα καταφέρουμε, θα κτίσουμε μια μεγαλύτερη και καλύτερη Ευρώπη». Το θύμισε πριν από λίγες μέρες σε μια συνάντηση στην έδρα της Επιτροπής, στο όμορφο κτίριο Μπερλεμόν, ο Γιόζεφ Γιάνιγκ, διευθυντής Σπουδών στο European Policy Center. Και είχε απόλυτο δίκιο!

Ομως, τα μέλη μιας οικογένειας δεν απευθύνονται μεταξύ τους σε όρους υψηλής τραπεζικής. Εχουν, βεβαίως, την υποχρέωση να νουθετούν, να προειδοποιούν, να τσακώνονται κάποτε, όταν βλέπουν πως κάποιος κινδυνεύει από τις κακές επιλογές του. Και όμως, στην περίοδο που περάσαμε, οδηγίες, νουθεσίες, παρατηρήσεις εκπορεύονται από τη λογιστική και συντάσσονται σε γλώσσα τραπεζική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το χρέος είναι, κατ’ αρχήν, ένα χρηματικό μέγεθος. Η διαχείρισή του, όμως, κυρίως όταν πρόκειται για κρατικό ή διακρατικό χρέος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρχει πολιτικό σχέδιο.

Γι’ αυτό, άλλωστε, το αξιόχρεο ενός κράτους εξαρτάται όχι μόνον από τους αριθμοδείκτες, αλλά από την ικανότητά του να επαναφέρει τον εθνικό οικονομικό μηχανισμό σε τροχιά αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης. Στην έκθεση της Επιτροπής για την τέταρτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής, σημειώνεται (σελ. 28): «Αν μια κυβέρνηση είναι ικανή να εφαρμόσει τις πολιτικές που οδηγούν σε μείωση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ, τότε αυτή η κυβέρνηση είναι αξιόχρεη. Υπ’ αυτήν την έννοια, το αξιόχρεο ενός κράτους εξαρτάται από τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν ή δεν επιτρέπουν την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων πολιτικής».

Εχοντας κάτι παρόμοιο κατά νου, ο Ντανιέλ Γκρος, διευθυντής του Centre for European Policy Studies, από τα έχοντα μεγάλη επιρροή κέντρα διαμόρφωσης προτάσεων πολιτικής, ερωτά, μάλλον ρητορικά: «Μπορεί να συνεχίσει η Ευρώπη να λειτουργεί έχοντας μαζί της ένα αποτυχημένο κράτος;» Η απάντηση έρχεται χωρίς δισταγμό, από εκείνους που σηκώνουν το βάρος των πρακτικών αποφάσεων: «Ο κόσμος, αν τον κρίνει κανείς κοιτώντας από το παράθυρο του Μπερλεμόν, θα πει ότι είναι επίπεδος. Και όμως δεν είναι!». Επιχείρημα φιλοσοφικής, δηλαδή κοινωνικοπολιτικής τάξης, αλλά εξαιρετικά χρήσιμο. Κανείς Ελληνας δεν μπορεί να ισχυριστεί κάτι παρόμοιο, ειδικά αν κοιτάξει έξω από το παράθυρό του.

Παραμένει, όμως, το πρόβλημα του κράτους μας. Η Ελλάδα, ένα από τα παλαιότερα κράτη της Ενωσης (τριάντα χρόνια μέλος…), αντί να ωφεληθεί δημιουργώντας έναν πιο αποτελεσματικό κυβερνητικό μηχανισμό καθώς αφομοίωνε τις κοινοτικές και ευρωπαϊκές πρακτικές, κατέληξε το χειρότερο κράτος που μπορεί κανείς να φανταστεί. Από μόνο του ευθύνεται για το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε σήμερα και το ίδιο ισχύει ως προς τις ευθύνες του για το αδιέξοδο που δημιουργεί η παραλυσία και ανικανότητά του.

Μπορούμε να πούμε ότι το ποτήρι είναι μισοάδειο, επειδή πιστεύουμε ότι η Ελλάδα έχει την ευθύνη για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Ή, πως είναι μισογεμάτο, επειδή περιμένουμε από τους μεγάλους της Ευρώπης να βρουν τη λύση που θα σώσει ημάς και αλλήλους. Το πρόβλημα δεν αλλάζει. «Η Ευρώπη αντιμετωπίζει έλλειμμα αξιοπιστίας», υπογραμμίζει ο Μαρκ Λέοναρντ, πρώην σύμβουλος του Μπλερ και συγγραφέας ενός επιτυχημένου βιβλίου («21ος: ο αιώνας της Ευρώπης, εκδόσεις Κριτική, 2006) για μια Ευρώπη που θα πετύχαινε επειδή, όπως πριν από την κρίση έγραφε ο ίδιος, «έχει να προσφέρει ένα μοντέλο διακυβέρνησης που αποδεικνύεται στην πράξη ανώτερο και αποτελεσματικότερο απ’ οτιδήποτε άλλο».

Φαίνεται, τελικά, ότι το μοντέλο είναι αξιόπιστο στους καλούς καιρούς. Μπορεί η κρίση να είναι «ανέκδοτη» (μήπως όμως κάθε κρίση δεν είναι πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες;) αλλά σίγουρα οι αρχές και η γεωμετρία της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης ούτε επαρκούν ούτε θα παραμείνουν ίδιες στην εξέλιξη της κρίσης.

Το πρόβλημα δεν είναι το «μέγεθος» των Ευρωπαίων ηγετών, απαντούν οι Βρυξέλλες στους επικριτές τους. Η νέα διακυβέρνηση είναι δημοκρατική και θα πρέπει να τη σεβαστούμε. Οπως πρέπει να μάθουμε να σεβόμαστε την παρουσία και τις απαιτήσεις των νέων μεγάλων κρατών: Κίνα, Ινδία, Βραζιλία και άλλα. Για να κατανοήσουμε, τελικώς, ότι η νέα Ευρώπη θα είναι λιγότερο πλούσια, συγκριτικά με τον υπόλοιπο κόσμο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή