Ας δώσουμε ακόμη μια ευκαιρία στον διάλογο

Ας δώσουμε ακόμη μια ευκαιρία στον διάλογο

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο νέος νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ αποτελεί αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης, όχι μόνον ανάμεσα στα πανεπιστήμια και το υπουργείο Παιδείας, αλλά και ανάμεσα στους ίδιους τους πανεπιστημιακούς. Αυτό σε ένα βαθμό θα ήταν αναμενόμενο, αφού εισάγονται ριζικές αλλαγές στον τρόπο διάρθρωσης, διοίκησης και εν γένει λειτουργίας των ΑΕΙ. Ομως, όπως όλα δείχνουν, η αντιπαράθεση οξύνεται και μπορεί να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και να βλάψει ανεπανόρθωτα την ομαλή λειτουργία των πανεπιστημίων. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να επιχειρηθεί μια νηφάλια αποτίμηση των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν περιθώρια συναινέσεων. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να απαντηθούν δύο κρίσιμα ερωτήματα: εάν υπάρχει ανάγκη για αλλαγές καθώς και αν ο νέος νόμος δίνει τις σωστές λύσεις.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι εύκολη, ναι, χρειάζονται αλλαγές. Η συντριπτική πλειοψηφία των πανεπιστημιακών συμφωνεί ότι ο νόμος 1268/1982, με τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του, τη σωρεία των δικαστικών αποφάσεων ερμηνείας του και, κυρίως, με τον τρόπο που εφαρμόστηκε έχει εξαντλήσει τα όριά του, καθώς έχει σωρεύσει προβλήματα, δυσλειτουργίες και παθογένειες.

Αντίθετα, στο δεύτερο ερώτημα, η απάντηση είναι πολύ πιο σύνθετη, γιατί στο θέμα αυτό παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις. Προσωπικά πιστεύω ότι το νομοσχέδιο είναι σε σωστή κατεύθυνση και περιέχει πολλές θετικές ρυθμίσεις, όπως η διαφάνεια, η λογοδοσία, η αξιολόγηση, η διαδικασία κρίσεων, οι προγραμματικές συμφωνίες, η διεθνοποίηση, τα ευέλικτα προγράμματα σπουδών, ενώ άλλες πιθανότατα χρειάζονται διευκρινίσεις, βελτιώσεις ή τροποποιήσεις, όπως η σχέση Τμήματος – Σχολής, η ύπαρξη ή μη Τομέων, οι διαφορές μεταξύ των πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, (μεγάλων ή μικρών), καθώς και οι ιδιαιτερότητες ορισμένων Σχολών, όπως, ιδίως, των Ιατρικών. Αλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι στο μεν κείμενο υπογραφών που απορρίπτει τον νόμο αναφέρεται «παρά τις επιμέρους θετικές ρυθμίσεις…», ενώ σε αυτό που τον στηρίζει «όσες επιφυλάξεις κι αν έχουμε για επιμέρους προβλέψεις της μεταρρύθμισης…». Είναι, λοιπόν, σαφές ότι υπάρχουν πολλά σημεία ευρύτερης αποδοχής.

Δυστυχώς, όμως, τα σημεία αυτά δεν μπόρεσαν να αναδειχθούν, γιατί ο διάλογος επικεντρώθηκε στο μοντέλο διοίκησης, δηλαδή στο Συμβούλιο του Ιδρύματος με τα εξωτερικά μη πανεπιστημιακά μέλη, καθώς και στον τρόπο επιλογής του πρύτανη και των κοσμητόρων, θέματα αναμφίβολα σημαντικά. Δεν θα υπεισέλθω στο ζήτημα της συνταγματικότητας των ρυθμίσεων αυτών, γιατί αφενός δεν είμαι ειδικός κι αφετέρου δεν υπάρχει ομοφωνία ούτε μεταξύ των συνταγματολόγων. Αντίθετα, θα ήθελα να επικεντρωθώ στην ουσία των προτεινόμενων ρυθμίσεων, που αποσκοπούν στη διασύνδεση του πανεπιστημίου με την κοινωνία, στην επιλογή των καλύτερων βάσει ακαδημαϊκών κριτηρίων, καθώς και στη θεσμική αντιρρόπηση των εξουσιών με διασφάλιση ελέγχου και λογοδοσίας. Είναι γεγονός ότι η διοικητική αυτή δομή, με κάποιες διαφοροποιήσεις στη σύσταση, τον τρόπο επιλογής και τις αρμοδιότητες, εφαρμόζεται με επιτυχία στα περισσότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η εμπειρία των πανεπιστημίων αυτών από την εφαρμογή της φαίνεται να είναι θετική, αφού έχουν κατορθώσει να προσελκύσουν ως εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου σημαντικές προσωπικότητες. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι στη χώρα μας δεν έχουμε ανάλογη παράδοση κι εμπειρία, ενώ είναι γνωστό ότι η επιτυχία ενός νόμου βασίζεται στους ανθρώπους που θα κληθούν να τον εφαρμόσουν. Αντίθετα, η καθιερωμένη πρακτική είναι να γίνονται προσπάθειες ελέγχου ή επηρεασμού των εκλογικών διαδικασιών. Ο κίνδυνος αυτός εμφανίζεται μεγαλύτερος στον νέο νόμο λόγω της συγκέντρωσης των εξουσιών σε λίγα πρόσωπα.

Μια δεύτερη επιφύλαξη αφορά στα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου, δηλαδή εάν υπάρχουν αρκετές σημαντικές προσωπικότητες που να μπορούν και να θέλουν να ασχοληθούν με τα πανεπιστήμια της χώρας ή θα αναγκαστούμε να αρχίσουμε τις εκπτώσεις, επιλέγοντας τους συνήθεις πολιτευτές, αυτοδιοικητικούς παράγοντες, συνδικαλιστές και τηλεαστέρες;

Για τους λόγους αυτούς, διερωτώμαι μήπως θα ήταν δυνατό να εξεταστεί, έστω και την ύστατη αυτή ώρα, η δυνατότητα ενός μεικτού συστήματος εκλογής των πρυτάνεων και κοσμητόρων, που να διασφαλίζει και την αξιοκρατία και την άμεση ή έμμεση συμμετοχή των μελών ΔΕΠ στην εκλογή, αλλά και τη θεσμική αντιρρόπηση. Πιστεύω ότι μια τέτοια λύση, και υπάρχουν σχετικές προτάσεις, έστω και ως μεταβατική, θα αποφόρτιζε το κλίμα και θα έδινε τη δυνατότητα να γίνει ουσιαστικός διάλογος για τις επί μέρους ρυθμίσεις του νέου νόμου.

Θα ήθελα, λοιπόν, να κάνω έκκληση προς όλους: κατ’ αρχήν στους συναδέλφους πανεπιστημιακούς να εισφέρουν λεπτομερείς και τεκμηριωμένες προτάσεις, στην αντιπολίτευση (ιδιαίτερα την αξιωματική, δεδομένου ότι ο νέος νόμος κινείται στο πνεύμα του νόμου «Γιαννάκου») να κάνει το ίδιο και, τέλος, στην υπουργό Παιδείας, η οποία έχει την ευθύνη, να αναλάβει τη σχετική θεσμική πρωτοβουλία. Ας δώσουμε στον διάλογο μια ευκαιρία, έστω την τελευταία, με στόχο να αποκτήσουμε ένα νόμο πλαίσιο μακράς πνοής, όσο γίνεται πιο συναινετικό, ο οποίος θα ανταποκρίνεται στα προτάγματα των καιρών, θα απαντάει στις προκλήσεις του μέλλοντος και θα αποτελέσει την ατμομηχανή για την ανάπτυξη της χώρας μας.

* Ο κ. Βασίλης Κ. Ταρλατζής είναι αναπληρωτής πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή