Το αδιέξοδο παιχνίδι της βίας

Το αδιέξοδο παιχνίδι της βίας

7' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι κάποιοι στα αριστερά που φλερτάρουν ή έστω δικαιολογούν τη βία, διότι περιμένουν την επανάσταση, όπως η Πηνελόπη τον Οδυσσέα. «Βλέπουν» σε κάθε ξέσπασμα βίας προεπαναστατικές καταστάσεις, σαν εκείνες που υπήρχαν στη Γαλλία του 1789 ή στη Ρωσία του 1917. Εχουν χαρτογραφήσει την Ιστορία και βλέπουν σε κάθε στροφή το τέλος της. Είναι μια εκδοχή κοσμικών Μιλιανιστών, που βλέπουν σημάδια της Δευτέρας Παρουσίας με κάθε κομήτη που τυχαίνει να περνά κοντά από τη Γη. Στο τέλος ο κομήτης περνά, χωρίς να φέρει τη Δευτέρα Παρουσία, και το μόνο που αφήνει πίσω του είναι χιλιάδες απογοητευμένους και μερικές φορές κάποια πτώματα (όπως έγινε στην περίπτωση του Hale-Bob το 1999). Αλλά οι Μιλιανιστές δεν το βάζουν ποτέ κάτω. Ανανεώνουν το ραντεβού τους με τη Δευτέρα Παρουσία στην επόμενη έλευση ενός κομήτη.

Κατά τον ίδιο τρόπο οι κοσμικοί Μιλιανιστές «ξέρουν» ότι έχουν το απόλυτο δίκιο με το μέρος τους και το μόνο που χρειάζονται είναι λίγο καλύτερη οργάνωση της «πρωτοπορίας» του κινήματος ή λίγο περισσότερη μιζέρια στον πληθυσμό, για να γίνει ο στοχασμός τους δικαίωση. Η Γαλλική και η Ρωσική Επανάσταση τους φλογίζει. Θέλουν την επανάληψή τους μπας και προλάβουν το Τέλος της Ιστορίας, πριν φύγουν από το μάταιο τούτο καπιταλιστικό κόσμο.

Το σκεπτικό τους όμως έχει κάποια προβλήματα. Το πρώτο είναι ενδοθεωρητικό. Ο Καρλ Μαρξ έβλεπε την κοινωνική αλλαγή μόνο όταν οι παραγωγικές σχέσεις έρχονται σε αντίθεση με τις παραγωγικές δομές μιας κοινωνίας, όταν δηλαδή οι κοινωνικοί θεσμοί επιβραδύνουν ή γίνονται εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη. Ο καπιταλισμός σήμερα, παρά τα προβλήματα, τις ανισορροπίες του, τις ανισότητες που δημιουργεί λύνει ένα βασικό πρόβλημα της Ιστορίας σε ό,τι αφορά τα υλικά αγαθά. Η ιδιοκτησία είναι ένας κοινωνικός θεσμός που απέτρεψε άσκοπες συγκρούσεις για την κατοχή ή χρήση μοναδικών πραγμάτων. Οι άνθρωποι αντί να σκοτώνονται π.χ. για τα κομμάτια γης, τα οριοθετούσαν και τα αντάλλασσαν στην αγορά. Καμιά απόπειρα κοινοκτημοσύνης δεν έλυσε αυτό το βασικό πρόβλημα, ούτε βέβαια το πρόβλημα της αύξησης της παραγωγής δίχως προσωπικό κέρδος.

Η βία κατά τον Μαρξ ήταν υποπροϊόν της μεγάλης κίνησης της Ιστορίας. «Ο Μαρξ», γράφει η Χάνα Αρεντ, «είχε επίγνωση του ρόλου της βίας στην Ιστορία, αλλά γι’ αυτόν ο ρόλος ήταν δευτερεύων· δεν είναι η βία που επέφερε το τέλος της παλιάς κοινωνίας, αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της. Τα ξεσπάσματα βίας προηγούνται της ανάδυσης μιας νέας κοινωνίας, αλλά δεν την προκαλούσαν, γι’ αυτό και ο Μαρξ τα παρομοίαζε με τις ωδίνες του τοκετού, οι οποίες προηγούνται μεν του γεγονότος της οργανικής γέννησης, αλλά φυσικά δεν το προκαλούν». Γι’ αυτό και ο Φρίντριχ Ενγκελς έγραφε το 1847: «Ολες οι συνωμοσίες δεν είναι μόνο άχρηστες, αλλά και επιζήμιες. (Η Αριστερά ήξερε) πολύ καλά ότι οι επαναστάσεις δεν γίνονται εκ προθέσεως και αυθαίρετα, αλλά ότι ήσαν παντού και πάντοτε το αναγκαίο αποτέλεσμα συγκυριών εντελώς ανεξάρτητων από τη θέληση και την καθοδήγηση συγκεκριμένων κομμάτων και ολόκληρων τάξεων».

Υπάρχουν όμως και δευτερεύοντα προβλήματα στην αυθαίρετη μετακόμιση των «προεπαναστατικών συνθηκών», που υπήρχαν στη Γαλλία και τη Ρωσία πριν από τις δύο μεγάλες επαναστάσεις, στα σημερινά πράγματα. Πρώτον, και στις δύο χώρες πριν από την επανάσταση οι άνθρωποι δεν είχαν άλλο τρόπο αλλαγής· δεν υπήρχε δημοκρατία, δεν ψήφιζαν για τον τρόπο διακυβέρνησής τους, δεν μπορούσαν καν να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους με μη βίαιο τρόπο. Αντιθέτως, σήμερα η Δημοκρατία, μπορεί να μην καταλήγει στο μιλιανιστικό όραμα των «πιστών» (που δεν ξέρουμε αν το θέλουν οι πολίτες) αλλά τουλάχιστον προσφέρει τα μέσα για τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Είναι αυτό που οι Μιλιανιστές αποκαλούν περιφρονητικά «ρεφορμισμό», αλλά προσέφερε στις μάζες όχι μόνο ψωμί αλλά και παντεσπάνι, στα παιδιά σχολείο, στους νέους ευκαιρίες για να φτιάξουν τη ζωή τους, όπως θέλουν, στους ηλικιωμένους προστασία.

Δεύτερον, και οι δύο αυτές επαναστάσεις άλλαξαν μόνο πρόσημο στον κόσμο, και όχι την ουσία του. Η φεουδαρχική βία έγινε επαναστατική· οι προηγούμενες ελίτ αποκεφαλίστηκαν για να δημιουργηθούν νέες κι εξίσου καταπιεστικές. Η κοινωνία και η πολιτική χρειάστηκαν πολύ περισσότερο χρόνο για να αποσαρθρώσουν την παλιά ουσία του κόσμου.

Τρίτο «προεπαναστατικό» πρόβλημα είναι ότι στις δύο μεγάλες και επιτυχημένες επαναστάσεις, η Ιστορία καταγράφει εκατοντάδες άλλες αποτυχημένες. Η αναλογία των «επιτυχημένων» προς τις αποτυχημένες επαναστάσεις έχει τεράστιο παρονομαστή. Αυτό μπορεί να είναι κακό, αλλά ταυτοχρόνως είναι και λογικό. Στο παιχνίδι της βίας δεν κερδίζει κατ’ ανάγκην αυτός που έχει δίκιο, αλλά αυτός που έχει λεφτά και μπορεί να αγοράσει καλές υπηρεσίες βίας. Εκ των πραγμάτων στη βία δεν μετρούν οι καλές ή οι κακές προθέσεις, αλλά μόνο η ισχύς.

Το βασικό πρόβλημα σήμερα είναι ότι σε μια κοινωνία που θα καταλυθεί η ισχύς του δικαίου, θα επικρατήσει το δίκαιο των λίγων. Εκτός δημοκρατίας χαμένοι είναι οι πολλοί, κερδισμένοι οι ισχυροί. Παλαιότερα ήταν εκείνοι που είχαν τα κάστρα, σήμερα αυτοί που έχουν τα λεφτά.

Βεβαίως, και σε καθεστώς δημοκρατίας οι ισχυροί θα έχουν μεγαλύτερο βάρος από τους υπόλοιπους. Ολο και κάποιον υπουργό θα γνωρίζουν, κι έχουν τα χρήματα να λαδώσουν. Αυτά είναι προβλήματα της δημοκρατίας. Μόνο που αυτά τα προβλήματα δεν λύνονται με την παράνομη βία. Λύνονται με περισσότερη δημοκρατία.

Η δημοκρατία έχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Είναι αργή διαδικασία· τόσο αργή που συνήθως μοιάζει τελματωμένη. Θέλει συζητήσεις, διαβουλεύσεις, επιτροπές της Βουλής, (μέχρι και… ΚΤΕ ΠΑΣΟΚ), Κοινοβούλια αντιρρήσεις, συμβιβασμούς. Εχει δικαστήρια, Συμβούλιο της Επικρατείας Ανεξάρτητες Αρχές, Μέσα Ενημέρωσης, blog, κραυγές, συζητήσεις, θόρυβο. Μπορεί να μην κάνει τα ασταθή άλματα των επαναστάσεων, αλλά κάνει σταθερά βήματα. Οχι μόνο γιατί η μικρή αυτή πρόοδος στηρίζεται σε ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις, αλλά διότι στη χρονοβόρο αυτή διαδικασία διαβούλευσης συζητούνται και ελέγχονται απείρως περισσότερες πτυχές του προβλήματος, αποκαλύπτονται αφανείς επιπτώσεις. Η ίδια η κοινωνία γίνεται μέτοχος της αλλαγής.

Το παιχνίδι της βίας είναι και προεπαναστατικά και μετεπαναστατικά χαμένο. Η βία ανακυκλώνεται και κερδίζουν αυτοί που την ασκούν περισσότερο. Ακόμη και αν υπάρχουν κάποιοι που έχουν καλύτερες προθέσεις, στο βίαιο περιβάλλον, το οποίο εκ των πραγμάτων διαμορφώνεται, παραμερίζουν τις προθέσεις τους λόγω «έκτακτων συνθηκών». Στο τέλος το μόνο που απομένει είναι η βία της απολυταρχίας. Είναι η ανακύκλωση της φρίκης, ενδεχομένως με άλλο πρόσημο.

Το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ

Κατ’ αρχήν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα πράγμα. Κανένα κόμμα δεν είναι ένα πράγμα, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ, παραείναι πολλά πράγματα ταυτοχρόνως (ειδικά αν σκεφθεί κάποιος το μέγεθός του). Κι αυτό εξηγείται. Η Αριστερά ιστορικά είχε περισσότερες ιδεολογικές επεξεργασίες από άλλους χώρους και η τελεολογία της κάνει τις αντιθέσεις εκρηκτικές. Οταν ξέρεις πως θα τελειώσει η ιστορία δεν ανέχεσαι ούτε στάσεις ούτε παρακάμψεις.

Η σύμπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα ευφυές σχέδιο του κ. Αλέκου Αλαβάνου για να εξασφαλίσει ότι τον διάδοχο του ΚΚΕ εσωτερικού σχήμα δεν θα μείνει πότε εκτός Βουλής. Τελικώς το πραγματικά διάδοχο του ΚΚΕ εσ. σχήμα βρέθηκε εκτός Συνασπισμού και σχημάτισε τη Δημοκρατική Αριστερά. Δυστυχώς, η λογική δεν είχε ποτέ ελπίδες σε ευρύτερα αριστερά σχήματα. Η τελεολογία δεν ευνοεί την αναθεώρηση και η λογική είναι συνεχής έλεγχος της θεωρίας ως προς την πραγματικότητα, συνεπώς διαρκής αναθεώρηση· της θεωρίας και ουχί της πραγματικότητας.

Αυτό που απέμεινε στον ΣΥΡΙΖΑ είναι οι διάφορες αιρέσεις της σταλινικής ορθοδοξίας, εξ ου και ο μεγάλος καημός του για κάποια σύμπραξη με το ΚΚΕ. Αυτές οι αιρέσεις διαφέρουν μεταξύ τους σε πολλά, τους ενώνει όμως η κρατική επιχορήγηση των κομμάτων. Για να το πούμε αλλιώς: από μόνες τους οι συνιστώσες, δεν βγάζουν ούτε το νοίκι. Ολες μαζί παίρνουν 11 ευρώ την ψήφο. Ποιος είπε ότι οι επιχορηγήσεις στρεβλώνουν μόνο τον ανταγωνισμό; Το κράτος δημιουργεί θέσεις εργασίας και επαγγελματικών στελεχών.

Ενα από τα ζητήματα που ποτέ δεν ξεκαθάρισε το μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς είναι η σχέση της με την νομιμότητα, ή αυτό που σχεδόν περιφρονητικά αποκαλεί «αστική δημοκρατία». Στο ΚΚΕ εμφανίζεται ως διχασμός μεταξύ της ρητορικής απόρριψης του Συντάγματος και επίκλησης του, όταν απειλούνται οι «κατακτήσεις», δηλαδή τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα πολιτικά δικαιώματα.

Στον ΣΥΡΙΖΑ, που στεγάζει κάθε καρυδιάς αριστερό τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Εχουν ξεμείνει κάποιοι της λογικής Αριστεράς, αλλά συχνάζουν περισσότεροι της παλαβής. Αυτοί πιστεύουν ότι έρχεται η τελική σύγκρουση με το αστικό κράτος και (χειρότερα) νομίζουν ότι θα κερδίσουν. Εκεί βρίσκεται ο βιότοπος των πολυποίκιλων χουλιγκάνων. Η στάση απέναντι στους τελευταίους κυμαίνεται μεταξύ «Μπροστά στα εγκλήματα του καπιταλισμού δεν έκαναν τίποτε τα παιδιά» (κατεβάζοντας βιτρίνες), μέχρι «τον φόβο τους να ‘χουν» (οι θεσμικοί εκπρόσωποι του αστικού κράτους) και μέχρι «άσε να υπάρχουν. Μπορεί να χρειαστούν» (ως εμπροσθοφυλακή της επαναστατικής μάζας).

Τότε η παλαβή Αριστερά γίνεται υποκριτική Αριστερά. Αφενός «δεν εγκρίνει πράξεις βίας» και αφετέρου τις «κατανοεί» ως αντίδραση στη «βία» της ανεργίας, της φτώχειας, των μέτρων, των δακρυγόνων και όποια άλλη «βία» μπορεί να φανταστεί κανείς από τον μεταμοντέρνο αχταρμά που πνίγει τη χώρα. Μ’ αυτά και με τη μεγάλη βοήθεια της Αστυνομίας το φαινόμενο της βίας αντί να απομονωθεί ιδεολογικά ανακυκλώνεται. Νέα παιδιά που έχουν ακούσει κάτι για Μαρξ νομίζουν ότι κάνουν επανάσταση, υπό τα σαρδόνια χαμογέλα των γερο-κομπλεξικών της εξέγερσης που δεν έρχεται ποτέ και την επόμενη μέρα οι υπόλοιποι μαζεύουμε είκοσι τόνους μάρμαρα από το κέντρο της Αθήνας.

Διαβάστε

– Hannah Arendt, «Περί βίας», εκδ. Αλεξάνδρεια

– «Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική» (συλλογικό), εκδ. Διάπυρον

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή