Η τελευταία ευκαιρία

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η χώρα αντίκρισε την άβυσσο και την τελευταία στιγμή έκανε πίσω. Δεν είναι τυχαίο πως ο σχηματισμός κυβέρνησης ενότητας με επικεφαλής τον Λουκά Παπαδήμο υπήρξε τόσο επώδυνος για τις ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων. Η δυστοκία αυτή δείχνει πως οι κομματικοί μηχανισμοί συνειδητοποίησαν πως η απόφαση αυτή σηματοδοτεί την αρχή του τέλους τους και ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Η ψυχοφθόρα διαδικασία είχε τελικά παιδαγωγική αξία, καθώς ανέδειξε με τον πιο άμεσο τρόπο την κολοσσιαία απόσταση που χωρίζει τον κόσμο του Γιώργου Παπανδρέου και του Αντώνη Σαμαρά από την πραγματική κοινωνία και που συμπυκνώνεται σε μια και μόνο λέξη: Πετσάλνικος.

Η καταστροφή αποφεύχθηκε τελικά χάρη σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος και σημαντικότερος υπήρξε η αφόρητη πίεση της οικονομικής πραγματικότητας, ενισχυμένη από την πολιτική πίεση της Ευρώπης. Οσοι έχουν ακόμα αμφιβολίες για την πολιτική διάσταση της ένταξης μας στην Ευρωζώνη, αρκεί να φανταστούν την πολιτική ηγεσία να αποφασίζει δίχως την πίεση αυτή. Ο δεύτερος ήταν η απαρχή μιας διαδικασίας ανανέωσης που έχει αρχίσει να συντελείται στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος. Οπως έχω ξαναγράψει, οι βαθιές κρίσεις αποτελούν την ευκαιρία ανάδειξης πολιτικών που έχουν την ικανότητα να αντιληφθούν τις ευκαιρίες που προσφέρει η επόμενη μέρα και να επενδύσουν σ’ αυτές. Σ’ αυτούς ακριβώς τους υπολογισμούς φαίνεται πως σκόνταψε τελικά η καταστροφική επιλογή του Γιώργου Παπανδρέου.

Οσο μεγάλη υπέρβαση και να αποτελεί η επιλογή Παπαδήμου, είναι σαφές πως δεν είναι παρά ένα πρώτο βήμα. Η Ευρώπη φλέγεται, η οικονομία της χώρας καταποντίζεται καθημερινά εξαιτίας της περιρρέουσας πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας, ενώ η ανεργία αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Η κατάκτηση της ανταγωνιστικότητας θα είναι μακροχρόνια και επίπονη. Το κράτος πρέπει να ξαναχτιστεί, την ίδια στιγμή που οι συντεχνίες θα προτάξουν λυσσαλέα αντίδραση για να προστατεύσουν τα προνόμιά τους και που ο κόσμος δοκιμάζεται και διαθέτει περιορισμένα περιθώρια ανοχής. Η νέα κυβέρνηση είναι μεταβατική, περιορισμένης διάρκειας και μειωμένων δυνατοτήτων, καθώς στηρίζεται από δύο κόμματα που τη βλέπουν σαν μια αναγκαία και δυσάρεστη παρένθεση, έναν εύκολο τρόπο για να εισρεύσουν οι επόμενες δόσεις και να επιστρέψουν και πάλι στα γνωστά. Είναι δυνατό να ελπίζουμε;

Οι δυνατότητες που ανοίγονται είναι σημαντικές. Θα υπογραμμίσω τρεις κρίσιμες διαστάσεις. Η πρώτη είναι ψυχολογική. Ο σχηματισμός και μόνο της κυβέρνησης αυτής στέλνει ένα μήνυμα αξιοπιστίας στην Ευρώπη και τον κόσμο, απαραίτητη διόρθωση μετά τον απόλυτο εξευτελισμό που υπέστη η χώρα το τελευταίο διάστημα. Η ξανακερδισμένη αξιοπιστία θα αποφέρει άμεσα και απτά αποτελέσματα. Το ίδιο ισχύει και στο εσωτερικό μέτωπο. Η παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο ενός άφθαρτου πρωθυπουργού με αποδεδειγμένες προσωπικές ικανότητες, ακόμα και με μια κυβέρνηση του ίδιου πολιτικού προσωπικού, έχει αξία. Ο κόσμος διψάει για έναν διαφορετικό λόγο, ειλικρινή ως προς τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα και σαφή ως προς την πορεία που πρέπει να πάρει, ένα λόγο που να αρθρώνει πειστικό όραμα εξόδου και να είναι απαλλαγμένος από τις εκπτώσεις και τα πυροτεχνήματα στα οποία μάς συνήθισαν τα δύο κόμματα.

Η δεύτερη διάσταση είναι συμβολική. Η δυσπιστία και καχυποψία της ελληνικής κοινωνίας ως προς τις μεταρρυθμίσεις είχε ως κύρια πηγή μια διάχυτη αίσθηση της αδικίας. Ανθρωποι που ενεπλάκησαν σε μεγάλες ατασθαλίες, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν, αλλά συνέχισαν να βρίσκονται στο προσκήνιο. Μπορεί η Δικαιοσύνη να είναι μια αργή διαδικασία, αλλά δεν υπάρχουν δικαιολογίες για τη συνέχιση της ατιμωρησίας. Η κλοπή του δημοσίου χρήματος και η μεγάλη φοροδιαφυγή θα πρέπει να τύχουν παραδειγματικής αντιμετώπισης. Αυτή με τη σειρά της, θα ενισχύσει την απούσα ώς τώρα υποστήριξη στις μεταρρυθμίσεις.

Η τρίτη διάσταση είναι θεσμική. Η μεταρρύθμιση του κράτους είναι μια μακροχρόνια υπόθεση. Είναι όμως αναγκαίο και δυνατό να τεθούν οι βάσεις των μεταρρυθμίσεων αυτών άμεσα, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένους κρίσιμους τομείς (π. χ. φοροδιαφυγή, κατάργηση φόρων υπέρ τρίτων κ. λπ.), μέσω της δημιουργίας νέων ανεξάρτητων αρχών και με την ταχύτατη ψήφιση διαταγμάτων που θα υλοποιούν νόμους που ψηφίστηκαν από την απερχόμενη κυβέρνηση δίχως να εφαρμοστούν, καταργώντας συγχρόνως τις σκανδαλώδεις εξαιρέσεις. Οι παρεμβάσεις αυτές πρέπει να σχεδιαστούν έξυπνα, έτσι ώστε να εκθέτουν δημόσια όσους αντιδρούν (ιδίως αν είναι στελέχη της ίδιας της κυβέρνησης) και να εφαρμοστούν δίχως υπεκφυγές και υπαναχωρήσεις, με αρραγές μέτωπο απέναντι στην αναπόφευκτη πεζοδρομιακή αντίδραση. Μόνο μια τέτοια στρατηγική θα εξασφαλίσει την υποστήριξη της κοινωνίας.

Η στρατηγική αυτή εδράζεται σε μια ελάχιστη προϋπόθεση: πως ο Λουκάς Παπαδήμος θα λειτουργήσει ως ηγέτης και όχι ως απλός τεχνοκράτης, κινητοποιώντας την κυβέρνησή του προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι ήδη διάχυτος ο φόβος πως η νέα κυβέρνηση μπορεί να αποδειχθεί μια δεύτερη κυβέρνηση Ζολώτα. Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, γιατί απλούστατα οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές. Είτε η νέα κυβέρνηση θα πετύχει στο έργο της, θέτοντας τις βάσεις, όχι μόνο της εξόδου της χώρας από την κρίση, αλλά και της μελλοντικής πολιτικής και οικονομικής της αναμόρφωσης. Είτε θα αποτύχει και μαζί της θα καταρρεύσει η χώρα. Είναι η τελευταία ευκαιρία.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή