Περί δημοψηφισμάτων και άλλων δημοκρατικών δεινών

Περί δημοψηφισμάτων και άλλων δημοκρατικών δεινών

6' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η αρχαία ελληνική δημοκρατία -η πιο άμεση που υπήρξε ποτέ στην ιστορία- ήταν διαρκώς παρούσα στις συζητήσεις των πατέρων του αμερικανικού έθνους για το νέο Σύνταγμα των ΗΠΑ. Το αθηναϊκό πολίτευμα ήταν το ιδανικό· οι πολίτες αποφάσιζαν στην Εκκλησία του Δήμου αδιαμεσολάβητα για όλα τα θέματα της πόλης. Μόνο ένα πράγμα στοίχειωνε αυτό το ιδανικό· ο Αλκιβιάδης. Ηταν ο Αθηναίος δημαγωγός που παρέσυρε τους συμπολίτες του στη Σικελική Εκστρατεία, με συνέπεια την καταστροφή της ίδιας της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό κι έβαλαν νερό στην άμεση δημοκρατία. Ακόμη και στην αντιπροσωπευτική. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό. Τον εκλέγουν οι εκλέκτορες που ψηφίστηκαν από τον λαό, ως ένα τελευταίο φίλτρο για να μην υπάρξουν καταστροφικές εκπλήξεις.

Κάθε σύγχρονη δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική. Κατ’ αρχήν για τεχνικούς λόγους. Σε μια πόλη μπορούν να μαζευτούν 10.000 πολίτες ώστε να αποφασίσουν για τα κοινά· υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι έχουν δούλους που ασχολούνται με την παραγωγή. Αυτό είναι αδύνατον να γίνει σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων κατοίκων, παρά τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία. Οι ηλεκτρονικές τηλεψηφοφορίες, για παράδειγμα, έχουν πρόβλημα αξιοπιστίας.

Από την άλλη, τα θέματα γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα, με αποτέλεσμα ούτε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι -που έχουν μόνο αυτή τη δουλειά και επιστημονικούς συνεργάτες- να μην τα βγάζουν πέρα. Πολλές φορές, νόμοι δεν εφαρμόζονται, επειδή ακριβώς είναι ιδεαλιστικοί προς τους στόχους και αδύνατοι στην εφαρμογή. Αλλες φορές έχουν δευτερογενείς επιπτώσεις που δεν εξετάστηκαν και δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν. Ο μόνος αμεσοδημοκρατικός θεσμός που επιβιώνει στη σύγχρονη εποχή είναι τα δημοψηφίσματα. Κι εδώ βρίσκεται το τρίτο πρόβλημα της άμεσης δημοκρατίας. Παρά τις δοξολογίες και τα θυμιατά, οι πολίτες μοιάζει να αδιαφορούν γι’ αυτή. Σύμφωνα με τον καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλο, «από τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο έως σήμερα, σε όλες τις χώρες όπου έχουν διεξαχθεί δημοψηφίσματα, η μέση συμμετοχή του λαού σε αυτά είναι αισθητά κατώτερη -σε κάποιες χώρες έως και 30 εκατοστιαίες μονάδες(!)- της μέσης συμμετοχής του λαού στις εκλογικές διαδικασίες για ανάδειξη κοινοβουλίων ή προέδρων της δημοκρατίας. Μάλιστα συχνά, εκεί όπου τα συντάγματα θέτουν ως προϋπόθεση της ισχύος ενός δημοψηφίσματος την εκλογική συμμετοχή τουλάχιστον του 50% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, αυτά συχνά κηρύσσονται άκυρα, επειδή δεν αγγίζεται το συγκεκριμένο ποσοστό».

Ο κ. Διαμαντόπουλος στη μικρή μελέτη περί δημοψηφισμάτων στέκεται αρκετά επιφυλακτικός. Τα ονομάζει «το πυρηνικό όπλο της Δημοκρατίας», που πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ. «Χωρίς κανείς να μπορεί να αμφισβητήσει ότι η άμεση προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία-διαιτησία, υπό συγκεκριμένες θεσμοθετημένες διαδικασίες και σε πολύ ειδικές πολιτικές συγκυρίες, είναι δυνατόν να λειτουργήσει προωθητικά και λυτρωτικά για μια χώρα, να διευκολύνει την απεμπλοκή μιας κοινωνίας και ενός πολιτικού συστήματος από κάποιο αδιέξοδο ή ακόμη και να αποτρέψει αλλιώς ανυπέρβλητες κοινωνικές συγκρούσεις, ωστόσο ο εξωραϊσμός του συγκεκριμένου θεσμού βασίζεται σε μια σειρά από μύθους: ούτε ουσιαστική αναβίωση της άμεσης δημοκρατίας συνιστά, ούτε αυθεντική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί, ούτε συμβάλλει (πάντοτε τουλάχιστον) στη λειτουργική υπέρβαση κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων και αγκυλώσεων».

Κι αυτό για μια σειρά λόγων γράφει ο κ. Διαμαντόπουλος: «Πρώτον, γιατί το θέμα επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το εκλογικό σώμα, δεν το επιλέγει ούτε το επιβάλλει η κοινωνία. Συνήθως το επιλέγει και το επιβάλλει το πολιτικό σύστημα, συχνά επιδιώκοντας να εκτρέψει την προσοχή της κοινωνίας από άλλα ζητήματα. Εναλλακτικά δε, στα λεγόμενα »δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας», που προκηρύσσονται με τη συγκέντρωση ενός αριθμού υπογραφών πολιτών, το επιβάλλει εκείνο το οργανωμένο και συμπαγές κοινωνικό υποκείμενο, όπως η Εκκλησία ή κάποια κίνηση με συγκεκριμένο αντικείμενο (π.χ. την προστασία των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, την ανάδειξη μιας περιβαλλοντικής ευαισθησίας κ.λπ.) που διαθέτει την οργανωτική υποδομή και τη δύναμη, ώστε να κινητοποιήσει τους σχετικούς μηχανισμούς συλλογής υπογραφών.

»Δεύτερον, γιατί τα δημοψηφίσματα προσφέρονται μόνον για συνολική τοποθέτηση, δηλαδή πλήρη αποδοχή ή απόρριψη ενός ζητήματος. Και υπάρχουν, βέβαια, ερωτήματα (όπως π.χ. η προσχώρηση ή όχι μιας χώρας στη Ζώνη του Ευρώ, η Σουηδία για παράδειγμα διεξήγαγε τέτοιο δημοψήφισμα), ωστόσο σε πολλά άλλα ζητήματα, τα οποία τίθενται υπό την άμεση κρίση του λαού, η κοινωνία θα προτιμούσε μια σύνθεση, ένα συμβιβασμό, μια ενδιάμεση λύση, κάτι που το υποδηλώνει και η ίδια η έκβαση της λαϊκής ετυμηγορίας.

»Τρίτον, εάν το πολιτικό σύστημα θεωρεί πως το δημοψηφισματικό «όχι» της κοινωνίας οδηγεί σε μείζονες εμπλοκές, εσωτερικές ή διεθνείς, συνήθως βρίσκει τρόπους υπέρβασης της αντίστασής της. Π.χ. όταν οι πολίτες της Δανίας απέρριψαν το 1992 τη συνθήκη του Μάαστριχτ, κλήθηκαν σε ελάχιστους μήνες να ξανααποφανθούν για το ίδιο ζήτημα.

»Τέταρτον, πάρα πολύ συχνά η θέση του ερωτήματος ή η απάντηση σε αυτό είναι προσχηματική και υποκρύπτει άλλου είδους στοχεύσεις. Από τη μία, οι φορείς της πολιτικής εξουσίας, ζητώντας κοινωνική κατάφαση σε ένα θεσμικοπολιτικό ερώτημα, εν πολλοίς ακατανόητο από μέρος του λαού, αναζητούν διά του «ναι» πολιτική τους ενδυνάμωση και αγορά πολιτικού χρόνου (plebiscite ή «προσωπικό δημοψήφισμα»). Από την άλλη, οι λαοί απαντούν αρνητικά, όχι διότι απορρίπτουν το ερώτημα που τους τίθεται, αλλά για να εκφράσουν τη γενικότερη αποδοκιμασία τους στους εξουσιαστές.

»Πέμπτον, συχνά αναφέρονται οι (αυτο)καταστροφικές επιλογές στα δημοψηφίσματα των λαών, οι οποίοι συνήθως αγνοούν τις συνέπειες, οικονομικές, διεθνοπολιτικές κ.λπ., της ψήφου τους: π.χ. οι Ελληνες, επαναφέροντας το 1920 στον θρόνο τον Κωνσταντίνο, ίσως δεν είχαν πλήρη συνείδηση σε τι βαθμό θα αποξένωναν από συμμάχους τη χώρα μας, οδηγώντας την έτσι στη Μικρασιατική Καταστροφή. Αυτή η ένσταση, ωστόσο, με όρους «δημοκρατικής αξίας» του δημοψηφίσματος είναι αδιάφορη, διότι οι λαοί, κατά το νόημα της δημοκρατίας, έχουν «δικαίωμα στο λάθος τους» (έστω και αν το 1922 μια από τις «νομικές βάσεις» της καταδίκης των «έξι» ήταν η ίδια η προκήρυξη του δημοψηφίσματος για τον Κωνσταντίνο, η οποία μετέφερε την ευθύνη της σχετικής επιλογής στον λαό, αφαιρώντας από τους έως τότε συμμάχους μας τη δυνατότητα να την καταλογίσουν μόνο στην κυβέρνηση)».

Ενα δημοψήφισμα για τις ΗΠΑ

Ενα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα έθεσε ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ και πρώην υπουργός Εργασίας (επί Μπιλ Κλίντον) Ρόμπερτ Ράιχ. Σε άρθρο του με τίτλο «Η επιλογή της Ελλάδος: με τη δημοκρατία ή με τις αγορές;», αναφέρει ότι το δίλημμα περί διεξαγωγής ή μη δημοψηφίσματος για μεγάλα οικονομικά θέματα έπρεπε να υπάρχει πάντα και σίγουρα έπρεπε να τεθεί και στις ΗΠΑ «στο τέλος του 2008 και τις αρχές του 2009… (τότε που) η Wall Street είχε δώσει πολλά επισφαλή δάνεια και το δίλημμα που αντιμετωπίζαμε τότε ήταν αν θα βοηθήσουμε».

«Η διαφορά είναι ότι εμείς δεν οργανώσαμε δημοψήφισμα», γράφει ο Ράιχ. «Αν ερωτάτο ο αμερικανικός λαός για τη διάσωση της Wall Street το 2008 – 09, αμφιβάλλω ότι θα είχαν προχωρήσει έτσι τα πράγματα. Στη χειρότερη περίπτωση θα είχαν δοθεί δάνεια με πολύ αυστηρές προϋποθέσεις στις τράπεζες, οι οποίες θα έπρεπε να απορροφήσουν τις απώλειες από τα επισφαλή τους δάνεια και να βοηθήσουν τους δανειολήπτες να μειώσουν τις δόσεις που πλήρωναν» («Καθημερινή», 2.11.2011).

Το δίκιο βέβαια θα ήταν να αποφασίσουν οι πολίτες αν και κατά πόσο θέλουν να σώσουν τις τράπεζες και τους τραπεζίτες. Πιθανότατα να ήταν και μακροπρόθεσμα αποτελεσματικό. Σήμερα, μετά την τεράστια βοήθεια, που δόθηκε χωρίς όρους στη Wall Street, η αμερικανική οικονομία σέρνεται υπό το βάρος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, του χρέους που γιγαντώνεται και της ανεργίας που σπαράσσει τον κοινωνικό ιστό.

Αν όμως δημιούργησε τόση φασαρία στις αγορές η σκέψη περί δημοψηφίσματος σε μια χώρα που είναι το 0,6% της παγκόσμιας οικονομίας, τι θα γινόταν με ένα δημοψήφισμα στις ΗΠΑ;

Φυσικά και είναι πρόβλημα το γεγονός ότι οι δημοκρατίες υποτάσσονται όλο και περισσότερο στα καπρίτσια των αγορών, αλλά όπως έδειξε και η περίπτωση Ομπάμα, καμιά χώρα από μόνη της δεν μπορεί να βάλει έστω τους ελάχιστους κανόνες σε ένα παγκόσμιο σύστημα που είναι εκτός ελέγχου. Εκ των πραγμάτων, οι αγορές πάντα θα προλαβαίνουν την πολιτική διότι δεν έχουν γεωγραφικούς περιορισμούς, και κινούνται σαφώς ταχύτερα από τις δημοκρατικές διαδικασίες. Δηλαδή, μέχρι να διαβουλευτεί κανείς αν πρέπει να γίνει δημοψήφισμα, να περάσει η σχετική διάταξη στη Βουλή, να συζητηθεί το ερώτημα του δημοψηφίσματος και να γίνει το δημοψήφισμα, οι αγορές θα έχουν αλλάξει τόσο το τοπίο που πιθανότατα δεν θα χρειαστεί καν το δημοψήφισμα. Αυτό, τοις πράγμασι, αποτελεί ακύρωση της δημοκρατίας και της πολιτικής. Αλλά σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον η τοπική δημοκρατία του έθνους-κράτους δεν έχει καμιά ελπίδα. Αν δεν υπάρξουν διαδικασίες παγκοσμιοποίησης της πολιτικής, η δημοκρατία θα βρίσκεται πάντα πίσω από τις εξελίξεις. Εως την τελική κατάργηση.

Διαβάστε

– Θανάσης Διαμαντόπουλος, «Δημοψήφισμα. Αυθεντική έκφραση ή βίαιη ποδηγέτηση της λαϊκής κυριαρχίας», εκδ. Ι. Σιδέρης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή