Εξ αφορμης

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα παιδιά και οι έφηβοι -υπό «ομαλές» συνθήκες- παραδίνονται αμαχητί στα αισθήματά τους. Παρορμητικά, μεταπίπτουν με φυσικότητα από τη λύπη στη χαρά, από την οργή στον πανηγυρισμό. Βιώνοντας τα πάντα με ένταση, συχνά με δραματικό τρόπο, είναι φύσει αντίπαλα του κυνισμού. Η Ζωρζ Σαρή, εκτός από καλή αφηγήτρια ιστοριών και περιπετειών για παιδιά, νέους και ενήλικες, υπήρξε από το δεύτερο κιόλας βιβλίο της, «Το Ψέμα» (1970), εξαιρετικός παλμογράφος και αντηχείο τέτοιων συναισθημάτων. Ηξερε καλά πώς κουβαριάζονται και πώς δένονται κόμπο οι ψυχές των παιδιών, ιδιαίτερα των κοριτσιών. Ηξερε πώς παθιάζονται και πώς απελπίζονται τα παιδιά και οι νέοι από μια ζήλεια, μιαν αναίτια προσβολή ή ένα ερωτικό καπρίτσιο. Κι επειδή γνώριζε και σεβόταν τούτα τα πάθη της παιδικής και της εφηβικής ψυχής -αλλά και της ενήλικης, κι ας μην το παραδέχονται οι πολλοί στον τόπο μας, βραχυκυκλωμένοι άλλωστε στην επαρχιώτικη και ανασφαλή σοβαροφάνειά τους- μπορούσε κιόλας να τα οδηγήσει σε κείνη τη λύτρωση που χρειάζονται οι μικροί άνθρωποι για να κάψουν τη βενζίνη της μέρας και να αποκοιμηθούν. Για να μεγαλώσουν.

Το παιδί που ερωτοτροπεί πεισμωμένο με την πηγή της δυστυχίας του είναι ένα «ατού» που η Ζωρζ ήξερε να το χειριστεί, πετυχαίνοντας τη σωστή δόση δράματος και χιούμορ, όπως στη βραβευμένη «Νινέτ» (1993), που βάζει γυαλιά σε «καθιερωμένα» ιστορικά -και όχι μόνον- μυθιστορήματα. «Αυτό το χτες έσβησε, το σήμερα έχει μια πικρή γεύση. Θα σου τα πω όλα με τη σειρά. Δε θέλω τίποτε να ξεχάσω, θέλω, όταν θα γεράσω, να θυμάμαι πόσο δυστυχισμένη ήμουν μια 1η Οκτωβρίου στην Αθήνα», γράφει στο ημερολόγιό της μια άλλη ηρωίδα της, η δεκαπεντάχρονη Χριστίνα («Το Ψέμα»).

Κόρη Γαλλίδας και Ελληνα Μικρασιάτη, αριστερή, κυνηγημένη, ανήσυχη, καλλονή, η Σαρή είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς μας που εισηγούνται πειστικά και αβίαστα μια κοσμοπολίτικη εκδοχή νεοελληνικής ταυτότητας. Ισως γιατί χρειάστηκε στην πράξη να επινοήσει ένα ρόλο, που να φοριέται εξίσου έγκυρα στα υπόγεια του αθηναϊκού κέντρου (όπου κάθε τόσο «σταθμεύουν» οι αφηγήσεις της) και σε ένα τόξο απέραντων περιπλανήσεων, από τη Σενεγάλη μέχρι την Οδησσό, διά μέσου των Παρισίων.

Στο γυναικείο σύμπαν της η σχέση μάνας-κόρης έχει την πρωτοκαθεδρία, ενώ μεταβιβάζεται κιόλας, από τη μια φλογερή γυναίκα στην άλλη. «Δε μου φτάνουν όλα τ’ άλλα, θα πρέπει να παλέψω και με την κόρη μου;», αναρωτιέται σε μια στιγμή μοναχικής απελπισίας η μητέρα της ηρωίδας («Το Ψέμα»). «Σε ό,τι έκανα υπήρχαν πάντα μέσα μου και με καθοδηγούσαν η μητέρα μου κι η γιαγιά μου, υπάκουα σε κάτι και όταν δεν το έκανα αισθανόμουν ένοχη», λέει σε συνέντευξη στη Λ. Εξαρχοπούλου (αρχείο Ζ.Σ.). Οπως κάθε καλή αφηγήτρια αφήνει τα δύσκολα ερωτήματα ανοιχτά, μολονότι φροντίζει για ένα κάποιο happy end. Δε στρογγυλεύει τα πράγματα. Τα αφήνει με τις αιχμές τους. Μετέχει, έτσι, της αληθινής συγγραφής, καθώς δεν επείγεται να καλουπώσει τα πάντα στη λογική του αναμενόμενου και των αποπνικτικών κανόνων που εξακολουθούν να διδάσκονται ως «γλώσσα», χωρίς καμία αφηγηματική σπιρτάδα, σε όσους έχουν την ατυχία να υπόκεινται στον οδοστρωτήρα της ελληνικής εκπαίδευσης. Από την άποψη λοιπόν αυτή, την «επίσημη», η Σαρή διασώζεται ακόμη ως πλανήτης πλούσιος και ανεξερεύνητος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή