Καταδικασμένοι να αποτύχουμε;

Καταδικασμένοι να αποτύχουμε;

3' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο τρόπος που ο πολιτικός και ο δημοσιογραφικός κόσμος της χώρας προσεγγίζουν το Μνημόνιο υποδηλώνει δύο πράγματα. Πρώτον, υπερτίμηση των δυνατοτήτων της οικονομίας ως προς το επίπεδο ευημερίας που μπορεί να υποστηρίξει. Δεύτερον, αδυναμία κατανόησης της εσωτερικής λογικής του Μνημονίου και των προοπτικών που αυτό διαβλέπει για την ελληνική οικονομία. Ως αποτέλεσμα, τη θέση του μέτρου και της λογικής έχουν καταλάβει η δαιμονολογία και ο μαξιμαλισμός. Η βαθιά ύφεση, για παράδειγμα, που διέρχεται η χώρα, αντί να εκλαμβάνεται ως ένδειξη των αδυναμιών και της σαθρότητας των θεμελίων της οικονομίας, χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την αποδοκιμασία της ακολουθούμενης πολιτικής, δηλαδή του Μνημονίου.

Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από ανάπτυξη γενικά, αλλά από συγκεκριμένο τύπο ανάπτυξης με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Να έχει μεγάλο αντίκτυπο στον τομέα της απασχόλησης. Να αντιμετωπίζει τη διαρθρωτική ανισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών. Να διατηρεί, μεσοπρόθεσμα, σταθερές τις απολαβές εργασίας.

Μια τέτοια ανάπτυξη είναι συνυφασμένη με τεράστια μεταφορά παραγωγικών πόρων από κορεσμένους και παρασιτικούς κλάδους σε δραστηριότητες που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Δυστυχώς, η δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος δεν «δεσμεύει» το αναπτυξιακό υπόδειγμα. Για την παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας απαιτούνται περισσότερο ενεργητικές πολιτικές.

Ενα τέτοιο αναπτυξιακό υπόδειγμα ευαγγελίζεται η τρίτη προσέγγιση του Μνημονίου κι εκφράζεται από την τρόικα. Το κλειδί της επιτυχίας εντοπίζεται στην αποκατάσταση των ανταγωνιστικών συνθηκών στην ελληνική οικονομία, γι’ αυτό και επιμένει σε τρία ζητήματα: στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και στην ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων. Εικάζεται ότι με την αποκατάσταση του ανταγωνισμού, ο μηχανισμός των τιμών θα αναλάβει δράση στέλνοντας στους παραγωγούς τα κατάλληλα μηνύματα. Η σιωπηρή υπόθεση εδώ είναι: όσο η εσωτερική αγορά θα καρκινοβατεί και το κόστος εργασίας θα συρρικνώνεται τόσο περισσότερο οι εγχώριοι παραγωγοί θα στρέφονται στη διεθνή αγορά για τη διοχέτευση των προϊόντων τους.

Η επιτυχία του υποδείγματος της τρόικας στηρίζεται σε δύο κρίσιμες υποθέσεις. Πρώτον, θεωρεί ότι η διείσδυση στις διεθνείς αγορές αποτελεί ένα σχετικά εύκολο εγχείρημα. Η ιστορική εμπειρία υπογραμμίζει ότι η εξωστρεφής ανάπτυξη συνδέεται με την αξιοποίηση ισχυρών εξαγωγικών κινήτρων που παρείχαν οι εθνικές κυβερνήσεις. Τα μηνύματα της διεθνούς αγοράς είναι πολύ ασθενή για να τα συλλάβουν οι εγχώριες, βιοτεχνικού τύπου, επιχειρήσεις. Χρειάζεται ενεργητική υποστήριξη και πάνω σ’ αυτό το θέμα θα έπρεπε να επικεντρώσουμε όλες τις συζητήσεις με τους εταίρους μας.

Δεύτερον, η παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας περνάει μέσα από τη συνεργασία των ελληνικών επιχειρήσεων με το ξένο κεφάλαιο. Είναι εκτός πραγματικότητας όποιος πιστεύει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν, σήμερα, να διεισδύσουν στη διεθνή αγορά και να αντεπεξέλθουν στον υφιστάμενο ανταγωνισμό αποκομμένες ή σε ανταγωνιστική σχέση με το ξένο κεφάλαιο.

Το σημείο αυτό είναι και το πιο αμφιλεγόμενο. Η προθυμία του ξένου κεφαλαίου να συνεργαστεί με τις εγχώριες επιχειρήσεις ή και να δράσει αυτόνομα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πώληση της Ολυμπιακής στους ξένους δεν καρποφόρησε ποτέ. Τα ναυπηγεία όποιος τα αγόραζε έψαχνε τρόπο να τα ξεφορτωθεί. Μια σειρά ξένων επιχειρήσεων εγκαταλείπει σταδιακά τη χώρα και το ερώτημα είναι γιατί το ξένο κεφάλαιο αποστρέφεται την Ελλάδα τα πρόσφατα χρόνια; Ποια θα είναι η τύχη του Μνημονίου αν το ξένο κεφάλαιο δείξει αδιαφορία για το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων;

Κάτω από αυτό το απευκταίο ενδεχόμενο, η πορεία της χώρας είναι προδιαγεγραμμένη: επιστροφή στο φασόν με ό,τι άλλο αυτό συνεπάγεται. Αν η συνεργασία με το ξένο κεφάλαιο ευοδωθεί σε δραστηριότητες με υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλή παραγωγικότητα (το κρίσιμο εδώ δεν είναι το αντίτιμο που θα εισπράξουμε αλλά το επενδυτικό ρεύμα που θα πυροδοτηθεί), ανάλογες θα είναι και οι αμοιβές της εργασίας. Το πρόγραμμα της τρόικας είναι συμβατό και με τα δύο αυτά ενδεχόμενα. Το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν ήταν (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) έτοιμο για κανένα από τα δύο.

*Ο κ. Ηλίας Κατσίκας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή