Γιατί απέτυχαν οι Φιλελεύθεροι;

Γιατί απέτυχαν οι Φιλελεύθεροι;

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες συμμετοχές στις διπλές εκλογές του Μαΐου-Ιουνίου ήταν αυτή των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως άφησαν μια γλυκόπικρη γεύση στους φίλους τους, λόγω αφενός της δυναμικής που απέκτησαν, ύστερα από πολύ καιρό υποτονικής παρουσίας, οι φιλελεύθερες ιδέες, και αφετέρου της αξιοσημείωτης πολιτικής ήττας που υπέστησαν. Η ήττα αυτή ήταν πραγματικά ένα αρνητικό κατόρθωμα. Γιατί περί κατορθώματος πρόκειται, σε μια Βουλή που εκπροσωπούνται τόσα πολιτικά ρεύματα να μην καταγράφεται η αυτόνομη πολιτική παρουσία του φιλελεύθερου χώρου.

Οφείλω να υπογραμμίσω, για να είμαι δίκαιος, πως το πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης διαμόρφωσε αντίξοες συνθήκες για τη φιλελεύθερη επιχειρηματολογία. Η κυριαρχία του πελατειακού κρατισμού, τόσο στην αριστερή όσο και στη δεξιά εκδοχή του, η εμφατική παρουσία των αξιών του αντι-διαφωτισμού, η νεοελληνική προσκόλληση στις συμπεριφορές της κλειστής κοινωνίας και η έντονη ιδεολογική επίδραση του μαρξιστικού-λενινιστικού ολοκληρωτισμού, μετέτρεψαν την πολιτική αρένα σε πραγματικό ναρκοπέδιο για τον φιλελευθερισμό.

Ο τελευταίος θεωρήθηκε ταυτόσημος με τον νεοφιλελευθερισμό, και αντιμετωπίστηκε ως το απόλυτο κακό. Εννοιες όπως αγορά, άτομο, επιχειρηματικότητα, ελευθερία δαιμονοποιήθηκαν. Ακόμη και οι φορείς των πλέον βάρβαρων ολοκληρωτικών ιδεολογιών της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ιστορίας, στην Ελλάδα γίνονται συμπαθητικοί στο κοινό όταν καταφέρονται εναντίον του «άκαρδου» νεοφιλελευθερισμού. Εντέλει, η μεταπολίτευση χαρακτηρίστηκε από ένα έλλειμμα φιλελεύθερων αξιών, που είχε ως συνέπεια τον, για λόγους πολιτικής επιβίωσης, εγκλωβισμό των φιλελεύθερων είτε στο κυρίαρχο κόμμα της κεντροδεξιάς, τη Νέα Δημοκρατία, είτε στο ΠΑΣΟΚ της εκσυγχρονιστικής και μετα-εκσυγχρονιστικής φάσης.

Παρόλα αυτά, η περίοδος που προηγήθηκε της 6ης Μαΐου έκανε πολλούς να πιστέψουν, πως για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, ο φιλελεύθερος χώρος θα μπορούσε να είχε μια ευπρόσωπη αυτόνομη παρουσία στο Κοινοβούλιο. Οι προσδοκίες αυτές διαψεύστηκαν για μια σειρά αιτίες.

Ο σημαντικότερος λόγος είναι αναμφίβολα ο, στα όρια της πολιτικής αυτοχειρίας, κατακερματισμός των φιλελεύθερων δυνάμεων στον εκλογικό στίβο. Εντυπωσιάζει το γεγονός πως ευφυείς, κατά κοινή ομολογία, άνθρωποι, δεν είδαν ή υποτίμησαν αυτό που ο καθένας μπορούσε να αντιληφθεί με την πρώτη ματιά: πως η αναζήτηση της οργανωτικής και ιδεολογικής «καθαρότητας» έκρυβε πλημμελώς έναν αφελή εγωισμό και αποκάλυπτε «μικρές φιλοδοξίες» εντελώς ακατάλληλες για την κρισιμότητα των στιγμών.

Ο κατακερματισμός αυτός ανέδειξε ένα δεύτερο πρόβλημα: την έλλειψη ηγεσίας ικανής να τραβήξει μπροστά και να πείσει τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν. Οι δύο κατά τεκμήριο ηγέτες του φιλελεύθερου χώρου (Μπακογιάννη και Μάνος), αδυνατώντας να βρουν μια φόρμουλα συνεννόησης μεταξύ τους, χωρίς να το θέλουν, υπονόμευσαν την ίδια την ουσία της φιλελεύθερης πρότασης. Το πρόβλημα έγινε οξύτερο από το γεγονός, πως δεν υπήρχαν ή δεν φάνηκαν να υπάρχουν εναλλακτικές ηγετικές λύσεις μέσα στον φιλελεύθερο χώρο. Ετσι, ενώ από τη μια υπήρχαν δύο προβεβλημένα και ώς ένα βαθμό φθαρμένα πολιτικά ηγετικά στελέχη, από την άλλη αναδείχθηκε ένας σημαντικός αριθμός αξιόλογων ανθρώπων με ένα όμως βασικό μειονέκτημα: ήταν άγνωστοι, οι περισσότεροι, στην πολιτική αγορά και, κυρίως, ήθελαν να παραμείνουν ερασιτέχνες. Ως συνέπεια τα κόμματα του φιλελεύθερου χώρου ταυτίστηκαν κυρίως με τους ηγέτες τους, οι οποίοι δεν έδειξαν να έχουν τη δυναμική που απαιτούσαν οι στιγμές. Αυτό περιόρισε σημαντικά το κοινωνικό εύρος των φιλελευθέρων, που όταν δεν παρέπεμπε σε τοπικά ή προσωπικά δίκτυα, εξέπεμπε ένα κλίμα ελιτισμού, αποκομμένο από σημαντικό τμήμα των μεσαίων στρωμάτων που επιδίωκε να εκπροσωπήσει.

Σήμερα, οι φιλελεύθεροι, ως αυτοτελής πολιτική δύναμη, είναι εκτός Βουλής και πιθανόν να παραμείνουν εκεί για αρκετά χρόνια ακόμη. Βέβαια, οι φιλελεύθερες ιδέες εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο μέσα από τη Ν.Δ., από νέους ανθρώπους, μερικοί εκ των οποίων μπορούν πραγματικά να χαρακτηριστούν φερέλπιδες πολιτικοί ηγέτες.

Το δίλημμα πάντως συνεχίζει να υφίσταται: μπορεί ο φιλελεύθερος χώρος να βρει τις δυνάμεις εκείνες ώστε να συγκροτήσει ένα αυτόνομο πολιτικό φορέα με σοβαρή επιρροή ανάλογη με αυτήν, που σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχουν οι φιλελεύθερες ιδέες ή μήπως πρέπει να συνεχίσουν οι φιλελεύθεροι τον δρόμο της πολιτικής τους «υποτέλειας» σε συντηρητικά κόμματα της κεντροδεξιάς ή μετριοπαθή κόμματα της κεντροαριστεράς;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, καθώς και το θεσμικό πλέγμα που πρόκειται να διαμορφωθούν προσεχώς. Ενα αναλογικό εκλογικό σύστημα, για παράδειγμα, θα επέτρεπε ευκολότερα την εκπροσώπηση εντός του Κοινοβουλίου ενός αμιγούς φιλελεύθερου κόμματος.

Ομως, ας μην κρυβόμαστε, το βασικότερο πρόβλημα του χώρου αυτού δεν βρίσκεται ούτε στο θεσμικό περιβάλλον ούτε στην ελλειμματική κοινωνική του βάση, αλλά στη δυσκολία εξεύρεσης εκείνων των ηγετικών φυσιογνωμιών, που να μπορούν να εκφράσουν κάτι περισσότερο από ένα στενό εκλογικό και κοινωνικό περίγυρο και να αποτελέσουν σημείο αναφοράς και πόλο συσπείρωσης των ευρύτερων μεταρρυθμιστικών και εκσυγχρονιστικών δυνάμεων του αντικρατισμού που είναι σήμερα κατακερματισμένες σε τουλάχιστον τρία κόμματα. Η συγκρότηση ενός πραγματικού πόλου του ριζοσπαστικού κέντρου συναρτάται αναμφίβολα από την ανάδυση μιας τέτοιας ηγεσίας.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή