Το ελληνικό «Catch 22»

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων η επιτυχία του προγράμματος σταθεροποίησης προϋποθέτει μεγάλες δόσεις αισιοδοξίας και πίστη στη μακροβιότητα του εγχειρήματος ευρώ. Στις σημερινές συνθήκες τίποτα από τα δύο δεν είναι δεδομένο.

Σε έναν ιδεατό κόσμο η στρατηγική μιας κυβέρνησης που θέλει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της απέναντι στην Ευρώπη και να παραμείνει στο ευρώ θα ήταν να προχωρήσει με τους ταχύτερους δυνατούς ρυθμούς τις περικοπές και τις διαρθρωτικές αλλαγές, ελπίζοντας ότι στον ορίζοντα μιας διετίας η κατάσταση στην οικονομία θα είχε σταθεροποιηθεί. Εχοντας να εμφανίσει θετικά αποτελέσματα θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα επιβιώσει πολιτικά και ότι δεν θα αποτελέσει το προοίμιο στον κ. Τσίπρα και στην κυριαρχία των δυνάμεων της δραχμής.

Στον δρόμο φυσικά θα ανακάλυπτε ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Το πρόγραμμα για παράδειγμα προϋποθέτει έσοδα από αποκρατικοποιήσεις μερικών δεκάδων δισ., που κανείς ρεαλιστικά δεν θεωρεί εφικτές. Προϋποθέτει επίσης ότι η Ελλάδα θα μπορεί από το 2015 και μετά να δανείζεται στις διεθνείς αγορές, προοπτική που σήμερα, με τις συνθήκες μάλιστα που επικρατούν στην Ευρωζώνη και τα προβλήματα στην Ισπανία και την Ιταλία, μοιάζει επιεικώς αμφίβολη.

Η Ελλάδα με άλλα λόγια θα χρειαστεί και μετά το τέλος του προγράμματος στήριξη -και πρόσθετα δανεικά- από την Ευρώπη, προκειμένου να αποφύγει τη χρεοκοπία και την έξοδο από το ευρώ. Ελπίζουμε ότι θα την έχουμε. Οποιος παρακολουθεί ωστόσο τις σφοδρές αντιδράσεις που προκαλεί στα εθνικά κοινοβούλια των χωρών του Βορρά κάθε καινούργια πρόταση για μια συνολική αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους δικαιούται να ανησυχεί. Οχι μόνο για την Ελλάδα αλλά συνολικά για τις προοπτικές της Ευρωζώνης.

Κι αυτά σε έναν ιδεατό κόσμο. Στον υπαρκτό κόσμο της πολιτικής κάθε κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να επιδιώκει συμβιβασμούς και να κρατά στοιχειώδεις ισορροπίες με κοινωνικές ομάδες που θίγονται. Ιδίως όταν έχει απέναντί της μια αξιωματική αντιπολίτευση έτοιμη να προσφέρει στέγη σε κάθε συντεχνία, έτοιμη να αναγορεύσει σε «στρατηγικής» σημασίας τη βιομηχανία ζάχαρης για να φανεί αρεστή στους συνδικαλιστές, ανίκανη ακόμα και τη φοροδιαφυγή να καταδικάσει αν δεν προσθέσει τον επιθετικό προσδιορισμό «μεγάλη» προφανώς για να μην αισθανθεί κανένας «μικρομεσαίος» ψηφοφόρος απειλούμενος.

Οι συνεχείς αναφορές στην «επαναδιαπραγμάτευση», η αγωνιώδης αναζήτηση «ισοδύναμων» μέτρων και η παντελής αδυναμία πολλών υπουργών να βρουν περιοχές σπατάλης στα υπουργεία τους ή να προτείνουν σοβαρά μέτρα εξοικονόμησης -τέτοια δηλαδή που θα είχαν πιθανότητες να γίνουν αποδεκτά από την τρόικα- αντανακλά αυτήν ακριβώς την προσπάθεια να διατηρηθούν ισορροπίες με την κοινωνία.

Ετσι όμως η κυβέρνηση κινδυνεύει από το σύνδρομο της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου. Να ακολουθεί δηλαδή ταυτόχρονα δύο αλληλοσυγκρουόμενες και πολιτικά αντιφατικές στρατηγικές, να παίρνει μέτρα και στην πράξη η ίδια να τα ακυρώνει, να υπονομεύει την αποτελεσματικότητά της και τελικά να υπονομεύει την αξιοπιστία της.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η εκλογική επιτυχία των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στον φόβο της εξόδου από το ευρώ και μιας ενδεχόμενης άτακτης χρεοκοπίας ούτε φυσικά είναι τυχαίο ότι η πολιτική αυτή έχει εξαιρετικά χαμηλή απήχηση στους νέους ψηφοφόρους.

Υπάρχει άραγε κάποια ιδανική ισορροπία, μια χρυσή συνταγή μέτρων που μπορεί να πετύχει και την παραμονή της χώρας στο ευρώ, αλλά και να διασώσει τη δημοτικότητα της κυβέρνησης ή μήπως είναι προτιμότερη μια δυναμική φυγή προς τα εμπρός με την ελπίδα ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά και οι δυνάμεις της ευθύνης θα επικρατήσουν;

Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι κατ’ εξοχήν το ερώτημα αυτό απασχολεί ή θα πρέπει να απασχολεί τις κομματικές ηγεσίες των τριών εταίρων της διακυβέρνησης. Οχι δηλαδή το πώς θα εφαρμόσουν απλώς το Μνημόνιο, αλλά το πώς θα διαμορφώσουν μια συνολική φιλοευρωπαϊκή στρατηγική νίκης την ώρα μάλιστα που η συνοχή της Ευρωζώνης δοκιμάζεται και οι φωνές αμφισβήτησης της παραμονής της Ελλάδας ενισχύονται.

Εύκολη απάντηση δεν υπάρχει. Το αντίθετο. Κι ίσως να ισχύει και για τη δική μας περίπτωση η εκτίμηση του Αγγλου σχολιαστή. Είναι τρελός, έγραφε, όποιος πιστεύει ότι με αυτά τα μέτρα μπορεί να σωθεί το ευρώ. Θα ήταν περισσότερο τρελός αν δεν προσπαθούσε!

* Ο κ. Παντελής Καψής είναι δημοσιογράφος, πρώην υπουργός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή