Η ανάδειξη του μεταναστευτικού σε ένα από τα κύρια πολιτικά ζητήματα της χώρας είναι ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα συμπεράσματα των δύο πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων.
Η εντυπωσιακή είσοδος της «Χρυσής Αυγής» στο προσκήνιο της ελληνικής πολιτικής ζωής και ο πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων ρατσιστικής βίας εναντίον μεταναστών προκαλούν εύλογο ενδιαφέρον και ανησυχία εντός και εκτός Ελλάδος. Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να ελέγξει τη λαθρομετανάστευση και να εφαρμόσει τους νόμους είναι πτυχή του γενικότερου προβλήματος ανομίας που κατατρύχει τη χώρα.
Υπάρχει, ωστόσο, και η μακροσκοπική διάσταση του ζητήματος. Το Μεταναστευτικό δεν αποτελεί μόνον πρόβλημα της Ελλάδος. Αποτελεί ένα από τα κατεξοχήν ζητήματα παγκόσμιας διακυβέρνησης που αναδεικνύουν κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές τάσεις και αποκλίσεις μεταξύ ανεπτυγμένων, αναπτυσσομένων και αναδυομένων οικονομιών.
Περιοριζόμενοι στην ευρωπαϊκή περίπτωση, μπορεί να επισημανθεί ότι το ευρωπαϊκό μεταπολεμικό οικονομικό «θαύμα» στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στη σταθερή μεταναστευτική ροή από κράτη της νοτιοευρωπαϊκής περιφέρειας, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την ινδική «υποήπειρο». Δεδομένης και της δημογραφικής απίσχνασης του πληθυσμού της Δυτικής Ευρώπης, η μεταναστευτική εργασία κατέστη θεμέλιο της οικονομικής ευημερίας των κρατών και της βιωσιμότητος του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, ενός εκ των πλέον προβεβλημένων επιτευγμάτων της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Στην περίπτωση της Ελλάδος και παρά τις ατέρμονες ιερεμιάδες περί του θέματος, συνήθως παραβλέπεται το γεγονός ότι το μεταναστευτικό ρεύμα της δεκαετίας του 1990 υπήρξε μία από τις κινητήριες μηχανές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που επέτρεψε και την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ.
Από την άλλη, είναι αλήθεια ότι το μεταναστευτικό ζήτημα κλυδωνίζει δύο πυλώνες του δυτικού κράτους: το μοντέλο της πολιτιστικώς και θρησκευτικώς ομοιογενούς κοινωνίας και το φιλελεύθερο κράτος δικαίου. Το πρώτο υπήρξε προϊόν του θριάμβου της ιδεολογίας του εθνικισμού, δύο παγκοσμίων και πολλών περιφερειακών πολέμων, σφαγών, εκτοπίσεων και ανταλλαγών πληθυσμών. Τα παραπάνω γεγονότα διευκόλυναν την ανάδειξη του μοντέλου του έθνους-κράτος που προέκρινε την πολιτιστική και θρησκευτική ομοιογένεια. Η άφιξη εκατομμυρίων μεταναστών στην ευρωπαϊκή ήπειρο ανέτρεψε από τα μέσα του εικοστού αιώνα την αποκτηθείσα ομοιογένεια και ανέδειξε ζητήματα πολυπολιτισμικότητος και σεβασμού της διαφορετικότητος, για τα οποία ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινωνίας δεν ήταν προετοιμασμένο.
Ευρέως διαδεδομένη είναι και η ανακριβής αντίληψη ότι η μετανάστευση αναπόφευκτα εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Αυτό τροφοδοτεί εξτρεμιστικές πολιτικές δυνάμεις οι οποίες αποκτούν για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1930 ερείσματα για την αμφισβήτηση βασικών κατακτήσεων του φιλελεύθερου κράτους δικαίου με το πρόσχημα της δήθεν προστασίας της νομιμότητος.
Η έμπρακτη αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που τα ευρωπαϊκά συντάγματα κατοχυρώνουν για όλους τους μετανάστες -νόμιμους και μη- αποτελεί πλέον ζητούμενο και όχι δεδομένο, όπως η κοινή πείρα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες διδάσκει.
Ενώ η ευρωπαϊκή κοινωνική συνοχή και το κράτος δικαίου δοκιμάζονται, η Ελλάς αντιμετωπίζει το πρόβλημα οξυμμένο λόγω της γεωγραφικής της θέσεως, της πολυεπίπεδης κρίσεως, αλλά και της αβελτηρίας της κρατικής μηχανής και της πολιτικής ηγεσίας. Η κατασκευή του «φράκτη του Εβρου» υπήρξε εμβληματική του εντυπωσιοθηρικού και αποσπασματικού τρόπου με τον οποίο η διοίκηση επιδίωξε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, ενώ η επιλογή του όρου «Ξένιος Ζευς» για την ονομασία της προσφάτου επιχειρήσεως συλλήψεως λαθρομεταναστών μόνο ως μαύρο χιούμορ θα μπορούσε να εκληφθεί, ιδιαιτέρως μετά τις καταγγελίες για κακομεταχείριση λαθρομεταναστών. Αποτελεί επιτακτική ανάγκη η εφαρμογή της αρχής της νομιμότητος και προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων. Ο κίνδυνος μετατροπής των μεταναστών σε αποδιοπομπαίους τράγους δεν είναι αμελητέος.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.