Μετακινήσεις απ’ άκρη σ’ άκρη

Μετακινήσεις απ’ άκρη σ’ άκρη

7' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Δεκέμβριο του 1933 ο δεκαεννιάχρονος Πάτρικ Λι Φέρμορ ξεκίνησε μόνος από την Αγγλία για να εξερευνήσει την Ευρώπη και την Ελλάδα, βασιζόμενος στα πόδια του και στην καλοσύνη των ξένων οδηγών για τις μετακινήσεις αλλά και τις διανυκτερεύσεις του. Κάποια στιγμή, έφτασε στη Γερμανία, η οποία τελούσε ήδη υπό τη φρέσκια εξουσία των ναζί. Σε μια κωμόπολη ονόματι Γκος, ο Φέρμορ παρακολούθησε γεμάτος περιέργεια την παρέλαση της τοπικής μονάδας των ταγμάτων εφόδου (Sturmabteilung ή SA), τις ομιλίες και τα συνθήματα που ακολούθησαν. Την περιπλάνηση αυτή του Φέρμορ στη ναζιστική Γερμανία περιγράφει γλαφυρά η Αρτεμις Κούπερ στη βιογραφία που έγραψε για τον Φέρμορ (στη Βρετανία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις John Murray, στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).

Λίγο αργότερα, σε κάποια «χαμένη κωμόπολη της Ρηνανίας», ο περιπλανώμενος Φέρμορ συνάντησε μια παρέα Γερμανών εργατών που μόλις είχαν τελειώσει τη βάρδια τους στο εργοστάσιο. Κάθονταν σε μια τοπική μπιραρία και προσκάλεσαν τον νεαρό Αγγλο στο τραπέζι τους, ενώ ένας από αυτούς του προσέφερε και φιλοξενία για τη νύχτα. Ο Φέρμορ δέχθηκε και τον ακολούθησε σπίτι του. «Προς μεγάλη έκπληξη του Πάντι (σ.σ. χαϊδευτικά για τον Φέρμορ)», γράφει η Κούπερ, «το δωμάτιό του ήταν ένας μικρός μα πλήρης ναός του ναζισμού, με σύμβολα και φωτογραφίες του Χίτλερ». Το αξιοσημείωτο; Ενα μόλις χρόνο πριν, ο Γερμανός φίλος του Φέρμορ «παραδέχθηκε ότι ήταν σκληροπυρηνικός κομμουνιστής. «Εριχνα γροθιές στη μούρη σε όποιον τραγουδούσε το Horst Wessel Lied!»», λέει ο εργάτης στον Φέρμορ, προσθέτοντας: ««Τότε, για μένα μετρούσε μονάχα η Κόκκινη Σημαία και η Διεθνής… Πλακώναμε στο ξύλο τους ναζήδες, όπως και αυτοί εμάς»…».

Ο Φέρμορ έμεινε κατάπληκτος. Οπως του είπε ο Γερμανός εργάτης, η μύησή του στον ναζισμό έγινε πολύ απότομα και το ίδιο ίσχυε για όλους όσοι δούλευαν μαζί του στο εργοστάσιο, τους άλλους εργάτες που ο Φέρμορ είδε να πίνουν εκείνο το βράδυ στην μπιραρία: από φανατικοί κομμουνιστές είχαν μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο μεταμορφωθεί σε σκληροπυρηνικούς ναζιστές. «Ο Πάντι δεν μπορούσε να το πιστέψει», σχολιάζει η Αρτεμις Κούπερ στη βιογραφία, προσθέτοντας μια αποστροφή από επιστολή του Φέρμορ: ««Τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν αλλάξει και μέσα σε μια νύχτα από κομμουνιστές έγιναν ναζί; Εκατομμύρια! Σου λέω, εξεπλάγην από το πόσο εύκολα κάποιος μπορούσε να αλλάξει στρατόπεδο»».

Οπως εύστοχα εξηγεί η βιογράφος του Φέρμορ, αυτή η πλήρης μεταστροφή δεν θα πρέπει να ήταν διόλου εύκολη υπόθεση για όσους το σκέφτηκαν πραγματικά σοβαρά, για άλλους όμως ίσως να ήταν απλώς ένας μονόδρομος για την επιβίωσή τους: «Αν ήθελες να επιζήσεις και να μη χάσεις τη δουλειά σου, το παραμικρό ίχνος μπολσεβικισμού έπρεπε να εξαφανιστεί».

Ο Φέρμορ επισκέφθηκε τη ναζιστική Γερμανία στην αυγή της, ήταν όμως μια χώρα που τρέκλιζε ακόμα από τις επιπτώσεις της ήττας του 1918 και του Κραχ του 1929. Ετσι, ένα χρόνο περίπου μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η Γερμανία παρέμενε βυθισμένη στην οικονομική κρίση. «Παρά τις μεγαλεπήβολες υποσχέσεις του Χίτλερ προτού αναρριχηθεί στην εξουσία», γράφει η Αρτεμις Κούπερ, «ήταν ακόμα μια εποχή μεγάλης οικονομικής ύφεσης και ανεργίας. Σε ένα φραγκισκανικό πτωχοκομείο στο Ντίσελντορφ, ο Πάντι γνώρισε έναν Σάξονα από το Μπράουνσβαϊχ, ο οποίος δεν είχε καταφέρει να βρει δουλειά ούτε στο Ντούισμπουργκ ούτε στο Εσσεν ούτε στο Ντίσελντορφ ούτε καν σε ολόκληρη την κοιλάδα του Ρουρ. Πιθανότατα οι περισσότεροι από τους άνδρες που βρίσκονταν στο πτωχοκομείο εκείνο το βράδυ να ήταν σε παρόμοια κατάσταση, πλάνητες από το ένα μέρος στο άλλο, προσπαθώντας να την βγάλουν με ένα μεροκάματο».

Οι προσκυνημένοι

Σήμερα, σε μια χώρα με οξύτατη οικονομική και πολιτική κρίση, όπως η Ελλάδα, ξέρουμε πια πως αυτές οι φαινομενικά παράλογες μετακινήσεις ψηφοφόρων από το ένα άκρο στο άλλο δεν είναι κάτι τόσο αξιοπερίεργο. Ξέρουμε επίσης ότι σε περιόδους τέτοιων κρίσεων, τα άκρα είναι που κερδίζουν έδαφος. Η μετριοπάθεια μοιάζει με άγνωστη χώρα, ο νηφάλιος λόγος εξορίζεται και όσοι κατορθώνουν ακόμα να τον ασκούν, κρίνονται ως αδιάφοροι ή ακόμα και ως προσκυνημένοι. Βεβαίως, όσο κι αν μας προσφέρει απλόχερα τα παραδείγματά της η Ιστορία, καλό είναι να θυμόμαστε ότι οι αναλογίες δεν είναι πάντοτε καλός οδηγός. Στη δύση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης οι κομμουνιστές μπορούσαν εύκολα να αναβαπτιστούν σε ναζί είτε γιατί ήταν αναγκασμένοι είτε διότι πίστευαν στ’ αλήθεια στην επιτόπια αυτή στροφή τους.

Αυτό είναι κάτι που ώς ένα βαθμό συναντούμε ευρύτερα σήμερα, στη χώρα μας, με συνέπεια τη συρρίκνωση του μεσαίου, δημοκρατικού χώρου. Σχετικές σφυγμομετρήσεις τον περασμένο Μάιο-Ιούνιο κατέδειξαν μετακινήσεις ψηφοφόρων από το ένα άκρο στο άλλο χωρίς να υπακούουν σε μια στέρεη ιδεολογική γραμμή. Καθώς η κρίση συνεχίζεται, το στοιχείο αυτό παραμένει: δεν έγινε ξαφνικά τόσος κόσμος υπερεθνικιστής και νεοναζί ούτε επίσης εναγκαλίστηκε τις αρχές της ριζοσπαστικής Αριστεράς (η οποία, όσο κι αν κινείται ακόμη εντός του δημοκρατικού φάσματος, φωνές και τάσεις, κυρίως ορισμένες συνιστώσες που είναι ενταγμένες στους κόλπους της, ερωτοτροπούν με παλαιοκομμουνιστικές ρητορικές και θεωρίες). Οπωσδήποτε, ο εξοστρακισμός του ορθολογισμού και της νηφαλιότητας στην Ελλάδα του 2012 έχει να κάνει και με μια κοινή συνισταμένη που ενώνει τα κόμματα σύσσωμης της αντιπολίτευσης: το αντιμνημονιακό ή και αντιευρωπαϊκό μέτωπο.

Πάντως, πριν από μερικά χρόνια ίσως το περιστατικό αυτό από την περιπλάνηση του Φέρμορ στη Γερμανία του 1933 να μας σόκαρε πολύ περισσότερο. Σήμερα όχι και τόσο, κι όχι μόνον εξαιτίας των έξαλλων ανακατατάξεων που έφερε η πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε. Τα τελευταία χρόνια, και ειδικά μετά το 2009, καθίσταται ολοένα και πιο φανερό ότι η απαξίωση των αστικών, δημοκρατικών θεσμών, του κοινοβουλευτισμού καθώς και η αναγωγή του κράτους σε ένα είδος κοσμικής θεότητας που είτε εκφράζει το έθνος είτε τον λαό (απρόσωπα, γενικά και αφηρημένα), και όχι τόσο η καθεαυτή σχέση με τη βία (που στον ναζισμό αποτελεί εγγενές συστατικό), είναι που φέρνουν μαύρα και κόκκινα άκρα πιο κοντά, καθιστώντας μια φαινομενικά εξωφρενική μετακίνηση όχι και τόσο εξωφρενική τελικά.

Η πόλωση, η ανέχεια και ο φόβος ευνοούν τα άκρα και αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές μέσα από την άνοδο της ελληνικής ακροδεξιάς, ήδη από την εποχή που ο ΛΑΟΣ έμπαινε στη Βουλή, μάλιστα πριν από την έλευση της κρίσης.

Τα άκρα όμως δεν χρωματίζονται απαραίτητα από ερυθρές ή μελανές αποχρώσεις, αλλά σίγουρα η επίκληση στο θυμικό, ειδικά σε περιόδους μεγάλης ανασφάλειας, βρίσκει εύκολα πρόσφορο έδαφος. Οσοι νομίσαμε ότι οι τηλεοπτικές χειροδικίες εις βάρος της κ. Λιάνας Κανέλλη θα ζημίωναν τους χρυσαυγίτες, σφάλαμε. Οι μπουνιές στον κ. Χατζηδάκη ή και πιο πρόσφατα οι καφέδες στον κ. Ομπερμάιερ χειροκροτήθηκαν θερμά και, δυστυχώς, όχι από λίγους συμπολίτες μας.

Ο πόνος των ανθρώπων

Λέγεται συχνά, και ώς ένα βαθμό βάσιμα, ότι η συχνή καταφυγή σε ακραίες θέσεις και πράξεις στη χώρα μας αποτελεί σύμπτωμα μιας πολιτισμικής παθογένειας. Ωστόσο, τέτοια συμπτώματα απαντούν ακόμα και στις «καλύτερες οικογένειες», συμπεριλαμβανομένων και αυτών των διανοουμένων, και μάλιστα των κορυφαίων εξ αυτών.

Το δίπολο Σαρτρ – Καμί είναι ενδεικτικό: εκεί όπου ο πρώτος δήλωνε ευθαρσώς ότι είναι θετική κατάληξη ένας δολοφονημένος Ευρωπαίος (εκφραστής, αν όχι εκπρόσωπος και αυτουργός της αποικιοκρατίας), ο Καμί, μολονότι εμπλεγμένος στο αλγερινό ζήτημα σε προσωπικό επίπεδο, ακολουθούσε μια πιο ψύχραιμη, νηφάλια στάση, γνωρίζοντας καλά ότι ιδίως τα θέματα της δικαιοσύνης δεν αφορούν τη νίκη της μιας ή της άλλης ιδεολογίας, αλλά τη χαρά ή τον πόνο των ανθρώπων – ανθρώπων με σάρκα και οστά, με μνήμες και εμπάθειες, με απώλειες και επιτεύγματα, ανθρώπων που ερωτεύονται και πεθαίνουν, ανθρώπων με αντιφάσεις, αντιθέσεις, ατοπήματα και μεταπτώσεις. «Ο πόνος των ανθρώπων είναι τόσο μεγάλο θέμα που κανείς δεν μπορεί να τον αγγίξει», έγραφε το 1957.

Είναι αυτός ο «πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» που φαίνεται να οδήγησε τον Καμί, μεταξύ των άλλων, στην απερίφραστη καταδίκη της σοβιετικής καταστολής στο Βερολίνο, στην Πολωνία και την Ουγγαρία, αλλά που δεν στάθηκε αρκετός για να συγκινήσει τον ακραίο Σαρτρ, αμετανόητα πιστό στα θανατερά πενταετή πλάνα του Στάλιν και στις αιματηρές πολιτιστικές επαναστάσεις του Μάο.

Δεκαετίες αργότερα, η νηφαλιότητα του Καμί θα μπορούσε να οριστεί ως εξής: όχι ως βολική ουδετερότητα ή μια μηχανική, ψυχρή στάση, αλλά ως μια πιο ευρεία, και γι’ αυτό στέρεη, εποπτεία των θεμάτων με τα οποία καταπιανόταν.

Αρνηση του μηδενισμού και αναζήτηση της νομιμότητας

Το 1957 ο Αλμπέρ Καμί τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ. Στην ομιλία του, αναφερόμενος στα εκατομμύρια των Ευρωπαίων που βίωσαν τον πόλεμο και την καταστροφή, είπε ότι «οφείλουμε να κατανοήσουμε -χωρίς να πάψουμε να αντιμαχόμαστε- την πλάνη όσων, υπερθεματίζοντας μες στην απελπισία τους, διεκδίκησαν το δικαίωμα στην ασέβεια και ασπάστηκαν διάφορες μηδενιστικές τάσεις της εποχής. Πλην όμως, οι περισσότεροι ανάμεσά μας, στη χώρα μου και στην Ευρώπη, αρνήθηκαν αυτόν τον μηδενισμό και αναζήτησαν μια νομιμότητα. Χρειάστηκε να σφυρηλατήσουν μια τέχνη επιβίωσης σε καιρούς ολέθρου για να ξαναγεννηθούν και, εν συνεχεία, να παλέψουν ανοιχτά το ένστικτο θανάτου που κινεί την ιστορία μας. »Βεβαίως, κάθε γενιά νομίζει ότι είναι προορισμένη να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η δική μου γενιά, όμως, ξέρει ότι δεν θα τον ξαναφτιάξει. Αλλά η αποστολή της είναι, ίσως, πιο σπουδαία. Πρέπει να εμποδίσει τον κόσμο να χαλάσει».

Διαβάστε

– Αλμπέρ Καμί, «Ο καλλιτέχνης και η εποχή του. Ομιλίες στη Σουηδία». Μτφρ. Π. Λιάδης, Κ. Παπαλιάς, Λ. Σαλουφά, Μ. Σιχάντε, Τ. Στρατάκου. Εισαγωγή-επιμέλεια: Αντιγόνη Βλαβιανού. Εκδ. Καστανιώτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή