Συνήθως τα πολιτικά συνθήματα είναι ή ψευδεπίγραφα ή κενά. Κάπου κάπου όμως, εμφανίζονται και κάποια που καταφέρνουν να περιγράψουν μέσα σε ελάχιστες λέξεις την ουσία ενός κρίσιμου πολιτικού διακυβεύματος. Τέτοιο ήταν το σύνθημα «Αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Δυστυχώς ταυτίστηκε με έναν πολιτικό, τον Γιώργο Παπανδρέου, που δεν είχε ούτε την πρόθεση αλλά ούτε και την ικανότητα να το υλοποιήσει. Ετσι το σύνθημα αυτό ταυτίστηκε με μια παταγώδη αποτυχία, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η απήχησή του. Για πολλούς δεν είναι παρά η γραφική υπενθύμιση μιας άσχημης ανάμνησης. Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να το αγνοήσουμε, παραβλέποντας την ουσία του, που παραμένει πιο επίκαιρη και εύστοχη από ποτέ.
Παρά τη σύγχυση και τον λαϊκισμό που πλημμύρισαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια, γίνεται σιγά σιγά κοινό κτήμα, σε υποσυνείδητο κυρίως επίπεδο, πως δεν υπάρχει περίπτωση επιστροφής στην προμνημονιακή Ελλάδα. Συγχρόνως, και παρότι κάτι τέτοιο δεν είναι ακόμη ορατό μέσα στη δύσκολη καθημερινότητα, η χώρα εισέρχεται σε μια νέα φάση όπου, εκτός απροόπτου, ο κίνδυνος της άτακτης χρεοκοπίας και κατάρρευσης γίνεται παρελθόν. Μολονότι δεν έχει εξαλειφθεί η περίπτωση ενός δραματικού ατυχήματος, τόσο η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας όσο και η ευρωπαϊκή πολιτική πραγματικότητα έχουν μεταμορφωθεί. Είναι πολύ πιθανό, η Ιστορία να καταγράψει πως το παιχνίδι κρίθηκε τον περασμένο Ιούνιο, όταν ένα μικρό αλλά κρίσιμο ποσοστό ψηφοφόρων επέλεξε να μετακινηθεί προς τη Νέα Δημοκρατία παρά τις βαθύτατες ενστάσεις του, αποτρέποντας με τον τρόπο αυτό την προοπτική του χάους. Οσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τον κίνδυνο, τόσο η ερμηνεία αυτή θα φαίνεται αυταπόδεικτη.
Με δεδομένη λοιπόν την αποφυγή της κατάρρευσης, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι τόσο το αν αλλάζουμε, αλλά το πώς αλλάζουμε. Η αλλαγή είναι πραγματικότητα γιατί το οικονομικό μοντέλο της προμνημονιακής Ελλάδας αποτελεί τελεσίδικο παρελθόν. Το ερώτημα είναι αν οι αλλαγές που θα πραγματοποιηθούν από εδώ και πέρα θα είναι επιφανειακές και ψευδεπίγραφες, σχεδιασμένες έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των δανειστών μας και ενδεχομένως να τους παραπλανήσουν, ή αν θα είναι ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές που θα θέσουν τις βάσεις ενός νέου οικονομικού μοντέλου, βασισμένου στην ανταγωνιστικότητα. Στην περίπτωση των ψευδεπίγραφων αλλαγών θα επιβιώσουμε, δίχως όμως προοπτική ουσιαστικής ανάπτυξης. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, η οικονομία θα γίνει δυνατό να ανοικοδομηθεί πάνω σε στέρεες βάσεις.
Οπως είναι γνωστό, τα πρώτα σημάδια δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Ο συντεχνιακός καρκίνος, ο φόβος του πολιτικού κόστους, η πολιτική μυωπία και η πελατειακή προδιάθεση συνεχίζουν να κυριαρχούν. Η οικονομία δύσκολα θα κινηθεί προς την ανάπτυξη δίχως ουσιαστικές αλλαγές σε μια σειρά κρίσιμων τομέων, όπως η δημόσια διοίκηση, η δικαιοσύνη, η παιδεία και η υγεία.
Η ανώτατη παιδεία προσφέρει ένα παράδειγμα αυτής της δυναμικής, ένα μόνο ανάμεσα σε δεκάδες. Οπως είναι γνωστό, τα τελευταία χρόνια έγινε μια αξιόλογη προσπάθεια μεταρρύθμισης της ανώτατης παιδείας με τον νόμο Διαμαντοπούλου, η εφαρμογή του οποίου συνάντησε μεγάλα εμπόδια. Για πρώτη φορά όμως κινητοποιήθηκε η σιωπηρή πλειοψηφία των πανεπιστημιακών, στηρίζοντας την (αυτονόητη) εφαρμογή του νόμου και πετυχαίνοντας μια σημαντική νίκη διαμέσου της πραγματοποίησης των εκλογών για την ανάδειξη των νέων Συμβουλίων των πανεπιστημίων.
Παρά τη σημαντική αυτή εξέλιξη, οι προοπτικές ουσιαστικής αλλαγής παραμένουν περιορισμένες, μια εκτίμηση που στηρίζεται λιγότερο στις βίαιες αντιδράσεις μιας μειοψηφίας που θίγεται και περισσότερο στην αδράνεια και ακινησία μιας πλειοψηφίας που ξεβολεύεται. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο ζήτημα είναι ο εξορθολογισμός της δομής των ΑΕΙ. Την τελευταία δεκαπενταετία δημιουργήθηκαν δεκάδες πανεπιστημιακά τμήματα και ολόκληρα πανεπιστήμια με μόνο στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ικανοποίηση τοπικών συμφερόντων. Πολύ ορθά λοιπόν, το ελληνικό σύστημα πιέζεται να προβεί σε συγχωνεύσεις τμημάτων και πανεπιστημίων, ώστε και να μειώσει το κόστος του που είναι αδύνατον να διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα, αλλά και να το κατανείμει πιο αποτελεσματικά, ενισχύοντας υγιείς μονάδες και καταργώντας προβληματικές. Είναι επομένως αυτονόητο πως πρέπει να κλείσουν τμήματα και πανεπιστήμια και να μειωθεί το προσωπικό των ΑΕΙ. Είναι εξίσου προφανές πως η απόφαση αυτή θα έχει σημαντικό κοινωνικό κόστος και θα δημιουργήσει μεγάλες αντιδράσεις. Για τον λόγο αυτό λοιπόν, φαίνεται πως προκρίνεται η επιλογή μιας μαλακής και κατ’ όνομα μόνο πολιτικής συγχωνεύσεων, που ούτε το κόστος θα μειώσει, ούτε την ποιότητα της παρεχόμενης παιδείας θα βελτιώσει. Δεδομένης της αναπόφευκτης μείωσης του προϋπολογισμού των ΑΕΙ, η επιλογή αυτή θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην ολοκληρωτική διάλυση του ελληνικού πανεπιστημίου, καθώς όλο και πιο περιορισμένοι πόροι θα σπαταλιούνται για να συντηρηθεί ένα τεράστιο, αλλά ολοένα και πιο σαθρό οικοδόμημα. Με άλλα λόγια, αρνούμαστε να αλλάξουμε πραγματικά.
Ετσι λοιπόν, στο όνομα της αποφυγής λήψης δύσκολων αποφάσεων σήμερα προκρίνουμε δήθεν αλλαγές, υποθηκεύοντας το αύριο. Οταν φθάσει η στιγμή του λογαριασμού, όταν βουλιάξουμε, θα ρίχνουμε τις ευθύνες πάνω σε κάποιους φανταστικούς εχθρούς και θα τσακωνόμαστε μεταξύ μας. Σας θυμίζει τίποτα;
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.