Ο ευκαιριακός συνδυασμός αυθαιρεσίας και τυπολατρίας που επέδειξαν όσοι χειρίστηκαν το θέμα της λίστας Λαγκάρντ είναι ο λόγος που οι ίδιοι ενεπλάκησαν σε μια περιπέτεια με απρόβλεπτο τέλος, όπου μια φαινομενικά απλή υπόθεση διαχείρισης φορολογικού ενδιαφέροντος κατέληξε πολιτικό σκάνδαλο. Αυτό αφορά όχι μόνο πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους, αλλά και τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ενώ αυτοσχεδιάζουν σαν να μην υπάρχουν θεσμοί και διαδικασίες, εξηγούν τις πράξεις τους ως καθοδηγούμενες από σεβασμό προς τους τύπους. Το αποτέλεσμα είναι να πλήττεται περαιτέρω η αξιοπιστία του πολιτικού κόσμου.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου ισχυρίζεται ότι δεν πρωτοκόλλησε την αυθεντική λίστα όταν την έλαβε το 2010, επειδή δεν ήθελε να επισημοποιήσει «παράνομα και υποκλαπέντα στοιχεία», όπως είπε στη Βουλή και χθες. Αν ήθελε να προστατέψει τον θεσμό του υπουργείου του, είναι τραγική ατυχία γι αυτόν ότι χάθηκε η αυθεντική λίστα, επειδή, ως μη πρωτοκολλημένη, η ευθύνη της παρέμεινε δική του. Τώρα ο κ. Παπακωνσταντίνου πληρώνει πολύ μεγαλύτερο τίμημα απ ό,τι θα πλήρωνε αλλιώς. Κάτω απ αυτό το βάρος πρέπει να αποδείξει ότι δεν παραποίησε αυτός τη λίστα.
Ο πρώην εισαγγελέας του ΣΔΟΕ Γιάννης Διώτης είπε ότι για να προστατέψει την υπηρεσία του αντέγραψε τη λίστα και αφού παρέδωσε ένα αντίγραφο κατέστρεψε το άλλο. Πέτυχε να δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση και βρέθηκε και αυτός στο κέντρο της θύελλας. Ο δημοσιογράφος/εκδότης Κώστας Βαξεβάνης, λέγοντας ότι υπηρετεί το καθήκον του ως δημοσιογράφος, δημοσίευσε εκδοχή του καταλόγου που απεδείχθη παραποιημένη· παρουσίασε πραγματογνωμοσύνη που έδειχνε ότι η δική του λίστα ήταν αντίγραφο που δημιουργήθηκε μήνες πριν από την ημερομηνία που άλλοι έλεγαν ότι ο κατάλογος έφθασε στην Ελλάδα. Ετσι, δημιουργήθηκε άλλη σύγχυση γύρω από το θέμα.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος, εγκαλείται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι όταν ήταν υπουργός Οικονομικών δεν αξιοποίησε τη λίστα για να εισπράξει φόρους. Απαντάει ότι περίμενε το ΣΔΟΕ να το κάνει, ότι έπραξε «σεβόμενος την υπηρεσία και με κριτήριο τη νομιμότητα». Προσέθεσε ότι οι αντίπαλοί του αγνοούν σειρά μέτρων που πήρε εναντίον της φοροδιαφυγής. Οι αντίπαλοί του κρίνουν από το αποτέλεσμα: δηλαδή, κρίνουν τον Βενιζέλο τυπικώς και αδιαφορούν για τα επιχειρήματά του.
Εάν οι εμπλεκόμενοι δεν πίστευαν ότι μπορούν να κρύβονται πίσω από το επιχείρημα ότι δρουν τυπικώς, οι μεν δεν θα αγνοούσαν ότι όσο ύποπτη και αν ήταν η προέλευση της λίστας Λαγκάρντ παρέμενε αξιοποιήσιμη, οι δε θα απέφευγαν να δώσουν την εικόνα ότι εκμεταλλεύονται την υπόθεση όχι για να βελτιωθούν οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί, αλλά για να πλήξουν τους αντιπάλους τους.
Η υπόθεση αυτή μπορεί να κρύβει πολλά ακόμη, αλλά ήδη απέδειξε ότι οι πολιτικοί μας -συστημικοί και «μη»- παραμένουν κολλημένοι σε στείρες πρακτικές. Και αυτό ούτε φόρους μαζεύει ούτε την αλήθεια υπηρετεί.