Η δημόσια τάξη ως πολιτικό πλεονέκτημα

Η δημόσια τάξη ως πολιτικό πλεονέκτημα

3' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της πρόσφατης επικαιρότητας υπήρξε η διχοτόμησή της. Από τη μία κυριάρχησε η λίστα Λαγκάρντ και από την άλλη εμφανίστηκε η θεματολογία των καταλήψεων, της αταξίας και της τρομοκρατίας. Μπορεί η συντριπτική πλειονότητα των παρατηρητών να θεώρησε τη λίστα Λαγκάρντ ως πιθανή αφετηρία τεράστιων πολιτικών αναταράξεων, όμως φαίνεται πως οι ουσιαστικές εξελίξεις σημειώθηκαν στο μέτωπο του «νόμου και της τάξης». Η πολιτική επιστήμη έχει αναδείξει δύο θεματικές που μας βοηθούν να κατανοήσουμε πώς η παροχή της δημόσιας τάξης μπορεί να αποδειχθεί πολιτικά επικερδής – και αυτό, ανεξάρτητα από τη δεοντολογική της ορθότητα, είναι διαφορετικό θέμα. Πρόκειται αφενός για τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του πολιτικού ανταγωνισμού και αφετέρου για τον ρόλο των συναισθηματικών εμπλοκών στην πολιτική.

Ο πολιτικός ανταγωνισμός αναπτύσσεται σε περισσότερες από μία διαστάσεις. Η κύρια διάστασή του είναι συνήθως οικονομική/αναδιανεμητική, χωρίς όμως να είναι ούτε η μόνη ούτε αναγκαστικά η σπουδαιότερη. Για δεκαετίες, π.χ., το πολιτειακό ζήτημα κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική ζωή και έως πρόσφατα ο άξονας του πολιτικού ανταγωνισμού αντανακλούσε την κληρονομιά του εθνικού διχασμού μοναρχικών και δημοκρατικών. Πρόσφατα, η κρίση επέφερε μια μερική αναδιάταξη του πολιτικού ανταγωνισμού, τέμνοντας τον άξονα του δικομματισμού με αυτόν του Μνημονίου, που αποτέλεσε τη βάση για την πολιτική εκτόξευση περιθωριακών ώς τότε ή εντελώς νέων πολιτικών σχηματισμών.

Η κεντρική πολιτική πρόκληση που αντιμετωπίζει η τρικομματική κυβέρνηση (και η Νέα Δημοκρατία ως βασικός της κορμός), είναι η μετατόπιση του πολιτικού ανταγωνισμού από τον άξονα του Μνημονίου. Το 2013 θα είναι οικονομικά δύσκολη χρονιά, παρότι η βαθμιαία μείωση της οικονομικής αβεβαιότητας που διέλυσε την ελληνική οικονομία πολύ περισσότερο απ’ ό,τι όλα τα μέτρα του Μνημονίου μαζεμένα, ήδη προσπορίζει κάποια πολιτικά οφέλη στην κυβέρνηση. Από την άποψη αυτή, η καταπολέμηση της αταξίας αποτελεί προνομιακό πεδίο γι’ αυτήν, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που αναρωτιέται κανείς γιατί καθυστέρησε τόσο.

Πρώτον, υπάρχει μια τεράστια κοινωνική πλειοψηφία που, όπως παντού στον κόσμο, επιθυμεί την ύπαρξη και επιβολή της τάξης. Είναι πραγματικά εκπληκτικό το πώς η πλειοψηφία αυτή αγνοήθηκε επί σειρά ετών, καθώς επικράτησε στη δημόσια σφαίρα, και μάλιστα πολύ πριν από την κρίση, η ρητορική της «επανάστασης του καναπέ», με αποκορύφωμα αυτό που αυτάρεσκα βαπτίστηκε «εξέγερση του Δεκέμβρη». Σήμερα μπορεί να έχουν ξεχαστεί οι περισπούδαστες και ανόητες αναλύσεις των διαφόρων επαναστατημένων λόγιων που προέβλεπαν πως ο «Δεκέμβρης» θα αποτελούσε προοίμιο αντίστοιχων εξεγέρσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, η κρίση όμως ενίσχυσε την κοινωνική πλειοψηφία που απορρίπτει και απεχθάνεται την περιρρέουσα αταξία. Γι’ αυτό και όποιος πείσει πως μπορεί να ανταποκριθεί στη γενική απαίτηση για τάξη και ασφάλεια, θα προσπορισθεί και τα ανάλογα πολιτικά οφέλη.

Δεύτερον, ένα μικρό αλλά εκλογικά υπολογίσιμο μέρος της πλειοψηφίας αυτής βρήκε διέξοδο στη Χρυσή Αυγή, χρησιμοποιώντας την ψήφο του ως κραυγή διαμαρτυρίας για την άνοδο της ανασφάλειας, άσχετα αν το κόμμα αυτό συμβάλλει στην ανομία με πάρα πολλούς τρόπους. Η άρθρωση, επομένως, μιας αξιόπιστης πολιτικής στο θέμα της δημόσιας τάξης θα συντελέσει στην απομάκρυνση των ψηφοφόρων αυτών από τη Χ.Α. και την αποδυνάμωση της Ακροδεξιάς. Τρίτον, η δημόσια τάξη αποτελεί από τη φύση της μια πολιτική διάσταση όπου τα συντηρητικά κόμματα διαθέτουν ένα εγγενές πλεονέκτημα. Στο παρελθόν, η Νέα Δημοκρατία το απεμπόλησε με αυτοκαταστροφικές επιλογές τύπου Προκόπη Παυλόπουλου. Δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να συνεχίσει να το κάνει.

Τέλος, η παροχή δημόσιας τάξης σχετίζεται άμεσα και με τον ρόλο των συναισθηματικών εμπλοκών στην πολιτική. Εξηγούμαι: για να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταμορφωθεί σε μεγάλο πολιτικό κόμμα πρέπει να κινηθεί προς το κέντρο, πράγμα που προϋποθέτει μια μεγάλη στροφή και μια δύσκολη προσαρμογή. Η ηγεσία του φαίνεται πως το έχει κατανοήσει, ξεκινώντας και τη σχετική μανούβρα, εξέλιξη αναμφίβολα θετική και για το κόμμα αυτό αλλά και για τη δημοκρατία μας γενικότερα. Δεν είναι όμως σίγουρο πως θα τα καταφέρει. Αναλύοντας την πολιτική συμπεριφορά των Σέρβων και των Παλαιστινίων, ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Roger Petersen διαπιστώνει ότι, ενώ γνώριζαν ποια στρατηγική έπρεπε να ακολουθήσουν με βάση ορθολογικά κριτήρια, σε κρίσιμες καμπές υπέκυπταν στον πειρασμό αυτοκαταστροφικών επιλογών, γιατί έτσι ικανοποιούσαν ισχυρές συναισθηματικές εμπλοκές, όπως η ταύτιση με την Ιστορία ή τις αξίες τους, η εκδίκηση, η τιμή κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό κατέληγαν στην περιχαράκωση και τελικά την ήττα. Είναι πολύ πιθανό να συμβεί κάτι αντίστοιχο με τον ΣΥΡΙΖΑ: ενώ γνωρίζει πως πρέπει να αρθρώσει μετριοπαθείς θέσεις για να κερδίσει τον μέσο ψηφοφόρο, θα δυσκολευτεί πολύ να ξεπεράσει τη βαθύτατη, σχεδόν εγγενή του απέχθεια για έννοιες όπως η τάξη και η ασφάλεια, καθώς και την παράλληλη συμπάθεια που τρέφει για τους κάθε λογής μπαχαλάκηδες, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε μειοψηφικές θέσεις. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για κλασική περίπτωση της παροιμιώδους παγίδας στην οποία κάποιος επιθυμεί να πέσει.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο όχι μόνο να συνεχίσει στη γραμμή που χάραξε, αλλά και να εντείνει την επίθεσή της στα θέματα νόμου και της τάξης.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή