Ένα βλέμμα

3' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Χέρια απλωμένα για ένα μπρόκολο. Αλλού: κάποιος εκ του προχείρου αναλύει τους γονείς των νεαρών αναρχικών ληστών. Οχλος, απόγνωση, σύγχυση, κατάκριση των πάντων, και μια δριμεία ανησυχία όλα τα τυλίγει και περονιάζει κόκαλα.

Από την περασμένη Κυριακή η ανησυχία γυρνούσε εναλλάξ σε θλίψη και δύσπνοια, διαρκώς: σκεφτόμουν τα παιδιά και τους γονείς σε αυτόν τον χαλασμό της μεσαίας τάξης, ένιωθα δυσοίωνο το εγγύς μέλλον, έβλεπα κλειστές πύλες μπρος στον κάθε εικοσάχρονο, κι ένιωθα επίσης το μίσος και το χάσμα, τον γκρεμό: «Οτι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. Τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. Ζ13).

Ακαριαία ανέτρεξα σ’ ένα γραφτό πριν από δύο χρόνια ακριβώς, που μου το θύμισε κι ένας φίλος. Εγραφα με μια τεράστια απορία: Για τον θυμό των νέων και για τη διακοπή στην επαφή με τους γονείς, με αφορμή όσα αφηγούντο οι γονείς των συλληφθέντων μελών της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς. Αυτό:

« […] Σε αυτούς τους γονείς και σε αυτά τα παιδιά αναγνώριζα κάτι από τις οικογένειες των φίλων μου, και από τη δική μου οικογένεια, οικογένειες, ας πούμε, κανονικές, συνηθισμένες, μικρομεσαίες οικονομικά, με δύο γονείς που δουλεύουν και λείπουν αρκετά απ’ το σπίτι, με παιδιά που παρακολουθούν βαριεστημένα το σχολείο, που ακούνε ροκ και χιπ-χοπ, παίζουν γκέιμς, σουλατσάρουν σε ίντερνετ καφέ, τυραννιούνται με φροντιστήρια, δίνουν πανελλήνιες, φλερτάρουν, κοιμούνται μέχρι αργά, ξενυχτάνε, ψιλοκαυγαδίζουν με τους γονείς τους, τρώνε μαζί τις Κυριακές, επισκέπτονται τους παππούδες και τους νονούς δις τους έτους κ.ο.κ.

»Και ξάφνου, διαβάζω, η σχέση διακόπτεται, απότομα. Το παιδί αναχωρεί απ’ την εστία, μετακομίζει σε δικό του σπίτι, η επαφή αραιώνει ή χάνεται για μήνες, τα τηλεφωνήματα αραιώνουν, γίνονται με “απόκρυψη”. Αυτή η διακοπή με πάγωσε πιο πολύ απ’ όλα. Γιατί; Πώς; Τι θέλει να πει αυτή η διακοπή, η απόκρυψη, η απόσταση, η ρήξη;

»Μπαίνω στη θέση του “διακοπέντος» γονιού: Τι έκανα στραβά; Τι κάνω λάθος; Μπορεί όλα να είναι λάθος, μπορεί και τίποτε. Είναι θυμός, είναι πλήξη, είναι αίσθηση αποκλεισμού; Τι θυμώνει τον νέο τόσο, που διακόπτει τη σχέση με το σπίτι του και ενώνει τον θυμό και το χνώτο του με συνομηλίκους όμοια θυμωμένους; Θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει κάτι μόνος του, ενάντιο ίσως στον “σάπιο» κόσμο των μεγαλύτερων, των εξουσιών, των συστημάτων που τον ντρεσάρουν και τον αποκλείουν; Ενδεχομένως. Είναι η βία ενδημική πια στους νεότερους, κατοπτρική ενός βίου αποθηριωμένου, βίου ευκαιριών ανταγωνισμού, βίου δυνητικής χλιδής και διαρκούς φενάκης, βίου με είδωλα πλουτισμού και καμία ηθική ευθύνη, βίου ατομοκεντρικού και άπιστου, χωρίς σταθερές, χωρίς αξιακές αναφορές; Κι αυτά ισχύουν.

»Κάτι λείπει όμως για να το καταλάβω ολόκληρο. Πιάνω κομματάκια μόνο, κομματάκια ενός θρυμματισμένου κόσμου, που παράγει απέραντο θυμό, βία, αυτοκαταστροφή, διακοπή σχέσεων και αποκλεισμό. Αυτοτροφοδοτούμενες παρέες οργισμένων νέων, αγέλες υπαρξιακά θυμωμένων, που επιστρέφουν στην κοινωνία τον δηλητηριώδη θυμό που τους έχει προξενήσει. Αμετουσίωτη οργή, χωρίς μετασχηματισμό της, χωρίς διέξοδο για ανακούφιση, για αυτοσυγχώρεση και συγχώρεση του άλλου, χωρίς συμπόνια και έλεος, σαν ένα αρχέγονο τραύμα που διαρκώς πονάει. Αυτό το τραύμα, βουβό και χαίνον, βρίσκεται στο σώμα της κοινωνίας, ακατανόητο και ου φωνητό, αυτό δεν θέλουμε όχι να το ψαύσουμε αλλά ούτε καν να ακούσουμε ότι ίσως υπάρχει. Κι ας πονάει.

»Μακάρι να μας γελάει το ένστικτο, μακάρι να πέφτουμε έξω, μακάρι οι φόβοι να είναι παράλογοι, αλλά αυτά τα σημάδια του θυμού, της ρήξης του κανονικού, της “διακοπής” και της “απόκρυψης”, της υπαρξιακής οργής της αγέλης, είναι σημάδια για πέτρινα, για μολυβένια χρόνια. Μακάρι να πέφτουμε έξω.»

Εξακολουθώ να απορώ· και να εύχομαι, με μεγαλύτερη ένταση, με πυρετό: Μακάρι να πέφτω έξω.

[«Βρισκόμαστε στο χώρο της σιωπής. Είτε μιλήσεις, είτε όχι, ούτε θ’ αποκαλύψεις ούτε θα προσθέσεις τίποτα σε τούτη την επίγεια κόλαση. Καλύτερα λοιπόν να μη μιλήσεις. Και τι θα πεις εσύ ο νεκρός, με τόσα χώματα στη γλώσσα;» – Τάκης Σινόπουλος, Ο Χάρτης.]

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή