Όταν βγήκα από το μετρό στο φως της πλατείας Ομονοίας, αναζήτησα με το βλέμμα τις αλλαγές. Πάντα υπάρχει η προσδοκία της μεταβολής, έστω και αν αυτή εντοπίστηκε σε κάτι διψασμένους πανσέδες που διασκέδαζαν κάπως την αφόρητη πλήξη της πλατείας. Εντεκα το πρωί και η Ομόνοια έδειχνε ανοιξιάτικη. Τράβηξα προς Αγίου Κωνσταντίνου, έστριψα Σωκράτους, βγήκα Βερανζέρου, Μενάνδρου, πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου, Ζήνωνος και πίσω στην πλατεία. Ηθελα να κυκλώσω το Εθνικό Θέατρο την ώρα που η πόλη ζούσε και να φανταστώ το εγγύς μέλλον.
Τα κενά κτίρια, όπως ο προπολεμικός κινηματογράφος «Σταρ» στην Αγίου Κωνσταντίνου, το παλιό Εφετείο, πρώην ξενοδοχείο «Αμπασαντέρ», στην οδό Σωκράτους, και τα όχι λίγα πολυώροφα του Μεσοπολέμου, κλειδωμένα και ρυπαρά, θα μπορούσαν να είναι βασικοί κρίκοι μιας αλλαγής.
Με ανανεωμένη ματιά, εστίασα το ενδιαφέρον μου σε πολλά κτίρια γραφείων της περιόδου 1952-1960, όπως επί της Αγίου Κωνσταντίνου στις χιαστί γωνίες με τη Σωκράτους, στο επίσης πολύ γνωστό επί της πλατείας Ομονοίας, που έφερε παλιά ως στέψη την επιγραφή της «Παπαστράτος», και πολλά ακόμη διάσπαρτα, με εκείνον τον ημι-επίσημο κλασικότροπο ευπρεπή μοντερνισμό της εποχής, συχνά με γείσο ή στεγασμένο περιστύλιο στον τελευταίο όροφο. Μου θύμισαν ιταλικό ρασιοναλισμό του 50 ή αμερικανικό pulp fiction.
Οι διαδρομές στο σώμα της Ομόνοιας δεν μπορεί να είναι προβλέψιμες. Στην οδό Ξούθου, δίπλα στο κενό οικόπεδο που προέκυψε από την κατεδάφιση της μεγάλης μεσοπολεμικής πολυκατοικίας, οι χρήστες είναι στη σειρά σε μια ζώνη αποκλειστικά δική τους. Στη Βερανζέρου, η μείξη των κτιρίων είναι σαν θεατρικό σκηνικό. Το παλιό ξενοδοχείο «Μεντιτεράνεαν», κτίριο του 1928, χάσκει ερειπωμένο, αλλά η γειτονιά παραδόξως τα πρωινά λειτουργεί. Τα κουρεία, τα μανάβικα, τα ψιλικά. Ο ιστός υπάρχει. Με απώλειες, αλλά μπορεί να δεθεί.
Οταν βγεις από τη Μενάνδρου στην Αγίου Κωνσταντίνου, προβάλλει τυλιγμένος σε ανεμοδαρμένες πράσινες λινάτσες ο ναός. Ο Αγιος Κωνσταντίνος, με τον χάλκινο τρούλο του, σαν τρόπαιο που αναδύεται από μια θάλασσα κοινών συναναστροφών, μοιάζει με θόλο, στερέωμα, στέμμα. Σε υποβάλλει ο όγκος του. Η εκκλησία, λαβωμένη από τον σεισμό του 99, θα αναστηλωθεί σύντομα, αλλά ακόμη προσφέρει ένα σπαρακτικό θέαμα. Η κρύπτη, αριστερά, θυμίζει βυζαντινό εκκλησάκι, ο ναός μέσα γεμάτος υποστυλώματα, ανάκατος ο διάκοσμος, με τις δυτικές Παναγίες του 19ου αιώνα αντίκρυ σε νεότερες βυζαντινότροπες τοιχογραφίες. Τα κεριά καίνε, λιγοστοί πιστοί μπαίνουν για δύο λεπτά ο καθένας. Είναι σαν μια σπηλιά πνευματικότητας στην Ομόνοια που μυρίζει λαγνεία και συνάφεια.
Στο φως της πλατείας και πάλι, τα κτίρια λάμπουν. Τα περισσότερα παίρνουν βαθμό λίγο πάνω από τη βάση. Με λίγη φροντίδα, θα δώσουν αυτό το παράδοξο αθηναϊκό μείγμα, που χρειάζεσαι λίγο χρόνο να κατανοήσεις και να αποδεχθείς. Η αισθητική πολυφωνία, όμως, μπορεί να είναι και ανθολόγηση, να μην είναι υποχρεωτικά κακή γειτονία. Υπάρχει διάχυτη ακόμη η κουλτούρα της εποχής του «σιντριβανιού», 50-60, σε ύπνωση μεν, αλλά με δυνατότητα να γίνει «κάτι». Η Ομόνοια προκαλεί όποιον θέλει να αλλάξει η Αθήνα.