Κανείς δεν διαφωνεί ότι η έκτακτη φορολόγηση επί των αποταμιεύσεων αποτελεί πράξη ιεροσυλίας των αρχών της τραπεζικής πίστης. Χαίρομαι μάλιστα που συντάσσονται με την άποψη αυτή και οι «αριστεροί» της χώρας μας. Εξάλλου, το ότι σχεδόν ταυτίζονται οι ανακοινώσεις των ΣΥΡΙΖΑ, Δράσης και Στέφανου Μάνου, Δημιουργίας ξανά και οπαδών του Καμμένου προξενεί, πράγματι, έκπληξη. Αν συμφωνούν στην πιο συντηρητική αρχή του καπιταλισμού, την ιερότητα του αποθησαυρισμένου πλούτου, υπάρχει ελπίδα να συμφωνήσουν και στην προστασία του παραγόμενου πλούτου, δηλαδή της επιχειρηματικότητας.
Ούτε είναι σωστό να δικαιολογούμε τα πάντα, επειδή η Κύπρος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Αν και είναι σωστό να κατανοήσουμε το πόσο ξεχωριστό υπήρξε το συγκεκριμένο σύστημα, με το ακόλουθο παράδειγμα.
Συγκεκριμένα, οι βουλευτές της μεγαλονήσου απέρριψαν τη φορολόγηση κατάθεσης ύψους 99.999,70 ευρώ, με συντελεστή 6,75% δηλαδή με την αφαίρεση του ποσού των 6.750 ευρώ.
Είναι χρήσιμο να υπολογίσουμε ότι ο κάτοχος αυτής της κατάθεσης των σχεδόν 100.000, που είναι οπωσδήποτε πολλά χρήματα, πριν πέντε χρόνια είχε βάλει στην τράπεζα «μόλις» 82.270 ευρώ. Υπολογίζοντας ότι ο κυπριακός τόκος ήταν 5%, ο αποταμιευτής έχει αυγατίσει τα χρήματά του κατά 17.730 ευρώ.
Επομένως, ακόμη και μετά την αφαίρεση της έκτακτης φορολόγησης, όποιος προτίμησε τις κυπριακές τράπεζες θα είχε κέρδος σχεδόν 11.000 ευρώ. Αντιθέτως, με το ίδιο αρχικό ποσό, ένας καταθέτης σε ελληνική τράπεζα θα μάζευε μόλις 85.610 ευρώ και επομένως, μετά το «τέλος καταθέσεως» θα βρισκόταν να χάνει σχεδόν 2.500 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σωστό να ισχύουν οι προστασίες που συμφωνούνται όταν γίνεται η αρχική κατάθεση. Βεβαίως, όπως με τον πλέον δυσάρεστο τρόπο μάθαμε όλοι εμείς, η φορολογία είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση από το «κούρεμα των καταθέσεων». Οσο κι αν δεν αρέσει σε κανέναν, όλοι γνωρίζουν ότι ένα κράτος που «πέφτει έξω» θα κάνει ό,τι κρίνει σκόπιμο για να αποφύγει την τελική πτώση. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό είναι και το πραγματικό καθήκον των πολιτικών.
Είναι αλήθεια ότι στην Κύπρο δοκιμάζεται, για πρώτη φορά, μια σοβαρή αλλαγή σε σχέση με όσα εφαρμόσαμε από τότε που ξέσπασε η Μεγάλη Κρίση. Το 2008, απέναντι στον πανικό που προκάλεσε ο πολύ πραγματικός κίνδυνος χρεοκοπίας τραπεζικών ιδρυμάτων, τα κράτη αποφάσισαν να αναλάβουν τα ίδια το βάρος της διάσωσης. Αποφάσισαν, δηλαδή, να πληρώσουν οι φορολογούμενοι, με την ελπίδα ότι θα τα πάρουν πίσω όταν με το καλό ξεπεραστεί η χρηματοοικονομική κρίση. Το «μοντέλο» εκείνο εκπνέει. Η Κύπρος θα είναι, πιθανότατα, το τελευταίο επεισόδιο.