Οι εμφύλιες συγκρούσεις των τελευταίων ετών στις χώρες της βόρειας Αφρικής, και πιο πρόσφατα στη Συρία, έχουν βαφτιστεί με το υποκοριστικό «αραβική άνοιξη». Η τρέχουσα και απρόβλεπτη αναστάτωση στην Κωνσταντινούπολη (και σε άλλες μεγάλες πόλεις της γειτονικής Τουρκίας) αναφέρεται ήδη ως το «τουρκικό καλοκαίρι». Προς Θεού, δεν πρέπει περί τον Οκτώβριο του 2013 να διαβάζουμε στον διεθνή Τύπο για το «ελληνικό ή το πορτογαλικό φθινόπωρο», αναμένοντας συγχρόνως παρόμοιες αποσταθεροποιητικές εξελίξεις στην Ισπανία, την Ιταλία και την Κύπρο. Διότι, αν δεχθούμε μια θεωρία τύπου πολιτικού ντόμινο ή κοινωνικής επιδημίας, θα πρέπει τότε μοιρολατρικά να αναμένουμε έναν γενικευμένο «πανευρωπαϊκό χειμώνα»!
Σε μια εποχή που οι προβλέψεις μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση των γεγονότων, θα ήταν συνετό να μιλήσουμε για τις εξελίξεις στην Τουρκία παραθέτοντας δύο εναλλακτικά σενάρια. Θα τα αποκαλέσουμε το «καλό» και το «κακό», όσον αφορά το μέλλον της Τουρκίας και τις παρεπόμενες συνέπειες στη Μεσόγειο, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Το καλό σενάριο προϋποθέτει μεταξύ άλλων και τα εξής: ο Ταγίπ Ερντογάν επιστρέφει στον πραγματισμό και εγκαταλείπει φαραωνικές φαντασιώσεις περί «νεο-oθωμανισμού» και «καθοριστικού» ρόλου της Τουρκίας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αντιλαμβάνεται ότι οι διαδηλώσεις στην πλατεία Ταξίμ δεν είναι αποτέλεσμα διεθνούς συνωμοσίας, αλλά εκφράζουν ευρύτερα στρώματα της τουρκικής μεσαίας τάξης που δυσανασχετούν απέναντι σε μια «κρυφή ατζέντα» ισλαμοποίησης της τουρκικής κοινωνίας. Συμφιλιώνεται με τη συνύπαρξη του «ήπιου Ισλάμ» και των κοινωνικών ελευθεριών που ένα σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας επιτρέπει. Ανοίγει έναν εσωτερικό διάλογο με μετριοπαθή στοιχεία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (π.χ. Αμπντουλάχ Γκιουλ και Μπουλέντ Αρίντς) διαψεύδοντας τις υποψίες περί σουλτανικής συμπεριφοράς. Στην εξωτερική πολιτική, παραμένει στο ΝΑΤΟ και διατηρεί ανοιχτή τη διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Προσπαθεί, ταυτοχρόνως, να μειώσει την απόσταση που τον χωρίζει από την ηγεσία του Ισραήλ (και κατ επέκταση τις ΗΠΑ) και ανοίγει τον μακρύ δρόμο για την ειρηνική συνύπαρξη με τα δεκαεπτά εκατομμύρια των Κούρδων κατοίκων της Τουρκίας. Τέλος, στις σχέσεις του με την Ελλάδα και την Κύπρο, διατηρεί ζωντανό τον διάλογο για έναν ιστορικό συμβιβασμό της χώρας του με δύο υπολογίσιμες συνιστώσες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Συμπερασματικά, το καλό σενάριο συνεπάγεται έναν δημοφιλή, αλλά χαμηλότερων τόνων, ηγέτη, ο οποίος προετοιμάζει το έδαφος για τις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου 2014, τις προεδρικές του Αυγούστου της ίδιας χρονιάς και τις κοινοβουλευτικές του Ιουνίου 2015.
Το κακό σενάριο για την Τουρκία θα μπορούσε να καταστεί πραγματικά εφιαλτικό: ο Ερντογάν ανεβάζει τους τόνους της αντιπαράθεσης με τους διαδηλωτές, περιφρονώντας τους ως «πλιατσικολόγους και βάνδαλους» και ως ενεργούμενα σκοτεινών συμφερόντων του εξωτερικού. Η πόλωση κλιμακώνεται σε μανιχαϊκού επιπέδου συγκρούσεις ανάμεσα σε μια κοσμική (δυτική) Τουρκία και μια ισλαμική (ανατολική) αντίστοιχα. Το δίλημμα απειλεί να φτάσει στα όρια εμφύλιας διαμάχης, με κεμαλιστές νοσταλγούς της στρατοκρατίας από τη μια πλευρά και φανατικούς οπαδούς της θεοκρατίας από την άλλη. Στην εξωτερική πολιτική, οι σχέσεις με το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη επιδεινώνονται επικίνδυνα και τα σενάρια εξωτερικής επιβουλής για την τριχοτόμηση της χώρας δίνουν και παίρνουν. Πιο συγκεκριμένα, ο Ερντογάν -σε μια προσπάθεια να μετακινήσει την προσοχή των εξεγερμένων συμπατριωτών του- μπορεί να καταφύγει σε επικίνδυνες στρατιωτικές κρίσεις (τύπου 1976 και 1987) στο Αιγαίο, στο Καστελλόριζο και νοτίως της Κύπρου, με αφορμή την αμφισβήτηση της αξιοποίησης υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες ζώνες (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) των παράκτιων κρατών.
Αν δεχθούμε ως πιθανά τα παραπάνω σενάρια, μένουμε με το εξής απλό ερώτημα: Ποιο από τα δύο συμφέρει την Ελλάδα; Η ενστικτώδης αντίδραση -με κριτήριο παραδοσιακούς υπολογισμούς συσχετισμού δυνάμεων- είναι ότι το κακό (για την Τουρκία) σενάριο μάς συμφέρει περισσότερο διότι αποδυναμώνει μια ογκώδη χώρα που παραδοσιακά (οπωσδήποτε μετά το 1955 και το Κυπριακό) προσπαθεί να αναθεωρήσει το υπάρχον εδαφικό καθεστώς στο Αιγαίο και την Κύπρο. Είναι η ενσάρκωση της λογικής που οι θεωρητικοί των παιγνίων αποκαλούν «σχέση μηδενικού αθροίσματος». Με απλά λόγια, η σχέση αυτή προϋποθέτει ότι η ζημιά της μιας πλευράς ισοδυναμεί με το όφελος της άλλης πλευράς. Ετσι οι εθνικιστές και των δύο χωρών αποδέχονται την αρχή ότι η σύγκρουση βλέψεων και συμφερόντων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία θα συνεχίζεται στο διηνεκές.
Αντίθετα, όμως, με την παραδοσιακή λογική των εθνικιστών, μια πιο σύνθετη και συνετή αντιμετώπιση του ελληνοτουρκικού διλήμματος δεν αποδέχεται τη διαχρονικότητα της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης συμφερόντων και μας υπενθυμίζει ότι… αν είχε επικρατήσει αυτού του τύπου η λογική μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι σημερινοί Γερμανοί και οι σημερινοί Γάλλοι θα έχτιζαν ακόμη οχυρωματικά έργα ανατολικά του Στρασβούργου και θα προετοιμάζονταν για τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Ευτυχώς, η ευρωπαϊκή ειρήνη που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια των βομβαρδισμένων πόλεων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου βασίστηκε σε δύο πυλώνες: δημοκρατία και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε συνθήκες πλήρους σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ομολογουμένως, η οικονομική κρίση που μαστίζει τις νότιες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης μπορεί να απειλήσει τα οράματα των σχεδιαστών τού πιο συγκλονιστικού πειράματος ειρηνικής ενοποίησης ανεξάρτητων οντοτήτων στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ελπίζω να αναλογιστεί αυτές τις αλήθειες ο σημερινός πρωθυπουργός της Τουρκίας και να μην ακολουθήσει τη λογική που του καταλογίζουν οι επικριτές του. Οτι δηλαδή «η δημοκρατία είναι σαν ένα τραμ! Επιβιβάζεσαι σ αυτό μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου»! Και οι επικριτές του επιμένουν ότι ο «προορισμός» του Ερντογάν είναι η εγκαθίδρυση μιας θεοκρατικής δικτατορίας.
* Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών.