Η συμφωνία σχηματισμού κυβέρνησης ανακούφισε την πλειοψηφία των πολιτών. Επειτα από δύο εβδομάδες αστάθειας, σχεδόν ακυβερνησίας, η χώρα απέκτησε εκ νέου μια κυβέρνηση, η οποία βασίζεται στη δηλωμένη βούληση των δύο κυβερνητικών εταίρων να βαδίσουν μαζί μέχρι τουλάχιστον την επόμενη σοβαρή κρίση, που για μερικούς αναμένεται μετά τις γερμανικές εκλογές.
Αναμφίβολα, η νέα κυβέρνηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης όσον αφορά τις βασικές δεσμεύσεις και τους στόχους της. Παρά τις διακηρύξεις περί νέας προγραμματικής συμφωνίας, επί της ουσίας, τίποτε τέτοιο δεν υφίσταται. Ισως να αλλάξουν οι ρυθμοί του κυβερνητικού έργου σε μερικά υπουργεία όπου τα νέα πρόσωπα, αν μη τι άλλο, προσφέρουν βάσιμες ελπίδες εντατικοποίησης των προσπαθειών. Ας πούμε λοιπόν, τελικά, πως η κρίση υπήρξε για την κυβέρνηση μια προειδοποίηση για το πώς πρέπει να κάνει τη δουλειά της. Αν πήρε το μήνυμα θα το μάθουμε στη συνέχεια.
Αν, λοιπόν στο πεδίο της κυβερνητικής πολιτικής υπάρχουν κάποιοι λόγοι για να αισιοδοξούμε δεν συμβαίνει το ίδιο όταν καλούμαστε να απαντήσουμε στο ερώτημα: ποιο είναι το μέλλον του μεταρρυθμιστικού Κέντρου στη χώρα μας; Πόσο ωφέλησαν την Κεντροαριστερά οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων;
Είναι σαφές, σε μένα τουλάχιστον, πως η πρόσφατη κρίση, επιτάχυνε τη διαδικασία παρακμής των δύο βασικών φορέων της Κεντροαριστεράς. Για τη μεν ΔΗΜΑΡ, η άγαρμπη έξοδό της από την κυβέρνηση θα την οδηγήσει στη συρρίκνωση και στην πολιτική περιθωριοποίηση. Πολλοί προβλέπουν πως θα έχει τη μοίρα του ΛΑΟΣ. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον αποφάσισε να ακολουθήσει μια νέα αντιμνημονιακή καριέρα, θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της μετάλλαξής της σε δορυφόρου του μεγάλου κόμματος της αριστερής αντιμνημονιακής πολιτικής, του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΠΑΣΟΚ φάνηκε, πρόσκαιρα να κερδίζει τις εντυπώσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σε τακτικό επίπεδο, οι κινήσεις του προέδρου του έδωσαν πολιτικές ανάσες στον κουρασμένο αυτό οργανισμό. Ομως, στη συνέχεια, η παρουσία του ΠΑΣΟΚ στον ανασχηματισμό ήταν απογοητευτική. Η απογοήτευση οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με τα πρόσωπα. Το ΠΑΣΟΚ δεν έφερε κανένα λαμπερό ή άφθαρτο πρόσωπο σε αυτόν τον ανασχηματισμό. Το αντίθετο μάλιστα, οι περισσότεροι υπουργοί του είχαν διατελέσει μέλη παλαιότερων κυβερνήσεων, που δεν διακρίθηκαν για την αποτελεσματικότητά τους. Ο δεύτερος λόγος είναι πιο ουσιαστικός. Το ΠΑΣΟΚ δεν ανέλαβε την ευθύνη κανενός σημαντικού τομέα της κυβερνητικής πολιτικής. Ολα τα κρίσιμα υπουργεία βρίσκονται στα χέρια των υπουργών της Νέας Δημοκρατίας, ενώ αυτοί του ΠΑΣΟΚ (με τη συμβολική εξαίρεση του Β. Βενιζέλου) διασκορπίζονται και εντέλει χάνονται μέσα στο νεοδημοκρατικό αρχιπέλαγος σαν απομονωμένες βραχονησίδες. Ετσι, εάν μεν πετύχει η κυβέρνηση, στην πραγματικότητα θα έχει πετύχει πρωτίστως ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί της Ν.Δ., ενώ εάν αποτύχει, είναι μάλλον απίθανο να καταφέρει το ΠΑΣΟΚ να μας πείσει πως δεν είχε συμμετοχή στην αποτυχία.
Κατά την πρόσφατη κρίση, η Κεντροαριστερά κλήθηκε να επιλύσει ένα κρίσιμο ζήτημα: να πείσει πως έχει χειραφετηθεί ιδεολογικά από τον ΣΥΡΙΖΑ και πολιτικά από τη Ν.Δ. Δυστυχώς, απέτυχε και στα δύο με έναν αναπάντεχο τρόπο: η μεν ΔΗΜΑΡ μετατράπηκε σε δορυφόρο του ΣΥΡΙΖΑ, το δε ΠΑΣΟΚ «φινλανδοποιήθηκε» από τη Ν.Δ. Τώρα πλέον τα δύο κόμματα αντιμετωπίζουν ισχυρή κρίση ταυτότητας, η οποία είναι βέβαιο πως στη συνέχεια θα μετατραπεί σε οργανωτική κρίση.
Αν λοιπόν για τα γενικά μπορούμε, ίσως, να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι, για την Κεντροαριστερά υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να είμαστε απαισιόδοξοι. Ενας νέος δικομματισμός μοιάζει έτοιμος να αναδυθεί.
Το Κέντρο όμως για τη χώρα μας δεν είναι μια πολυτέλεια. Η ύπαρξη του μεταρρυθμιστικού Κέντρου, ως συνισταμένη των δυνάμεων του φιλελευθερισμού και της νέας σοσιαλδημοκρατίας, είναι επιτακτική ανάγκη για την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας και την εξασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας. Το μεταρρυθμιστικό Κέντρο είναι απαραίτητο όχι μόνο για τις ιδέες και τις πολιτικές του προτάσεις, αλλά κυρίως για την πίστη του στον νηφάλιο πολιτικό διάλογο, για την αφοσίωσή του στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και την εμπεδωμένη του πεποίθηση πως η χώρα έχει ταυτόχρονα ανάγκη από βήματα εμπρός, αλλά και συναινετικές διαδικασίες στη λήψη των αποφάσεων. Το Κέντρο δεν είναι απλά ένας ιδεολογικός ή πολιτικός χώρος που συσπειρώνει ανθρώπους κοινών πεποιθήσεων. Είναι κυρίως μια κουλτούρα επίλυσης πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων· κουλτούρα που βασίζεται πρώτα απ όλα στις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τη συγκίνηση που προσφέρει η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας κοινωνίας ίσων ευκαιριών. Με δυο λόγια, το Κέντρο είναι η πολιτική κουλτούρα της μεσαίας τάξης.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και το Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.