Ενα ελληνικό δικαίωμα

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μερικοί άνθρωποι αγοράζουν το καλοκαίρι, και σε μερικούς ανήκει δικαιωματικά. Οι Ελληνες είμαστε στη δεύτερη κατηγορία. Αναρωτιέμαι αν αυτό μας κάνει πιο γενναιόδωρους ή πιο μίζερους. Οπως κάθομαι σε ένα μπαλκόνι στη Λευκάδα με τους κατάφυτους λόφους απέναντι και τα τζιτζίκια στη μεγάλη αγριελιά δίπλα μου, αποφάσισα να καταγράψω μια θεωρία μου. Πείτε την ρεμβασμό, προϊόν της ζέστης και της σχόλης.

Ολοι οι πολίτες των δυτικών χωρών, εκτός από τους πιο φτωχούς, έχουν τη χαρά των διακοπών. Αλλοτε είναι ανακούφιση, άλλοτε ξεκούραση, άλλοτε ευκαιρία για περιπέτεια, για τα χόμπι του καθενός, ή για εξωτικά ταξίδια. Για τα παιδιά ίσως βαρεμάρα, ίσως νέες εμπειρίες, ανάλογα με το τι θα επιλέξουν οι γονείς. Σε κάθε περίπτωση, για τις οικογένειες των δυτικών πόλεων διακοπές μακριά από το σπίτι σημαίνουν συνήθως μια εμπειρία που αγοράζουν, μέσα από τις επιλογές που προσφέρει μια παγκόσμια βιομηχανία.

Για τους Ελληνες των πόλεων, το καλοκαίρι είναι διαφορετικό. Δεν είναι υπηρεσία που αγοράζουμε, είναι επιστροφή σε μια δική μας, παράλληλη ζωή. Από παιδιά μαθαίνουμε κάθε χρόνο να γυρνάμε στον χαμένο παράδεισο: στη μαγική αλλά απόλυτα οικεία φύση, σε περιπέτειες χωρίς την απειλή του άγνωστου, στις μικρές καλές εκπλήξεις, και στην ανεμελιά. Το καλοκαίρι είναι ένα δεύτερο σπίτι. Για πολλούς αυτό ισχύει στην κυριολεξία, χάρη στην εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία. Αλλά και οι άλλοι που πηγαίνουν σε ξενοδοχεία ή ενοικιαζόμενα, ξέρουν ακριβώς τι ψάχνουν, παραλία, ψάρεμα, μονοπάτι, ταβέρνα ή beach bar.

Ολα αυτά τα έχουμε «δικά μας» με τρόπο διαφορετικό από τον ξένο επισκέπτη. Η εμπειρία για μας είναι προσιτή, γνώριμη, και κοινή. Διαμορφώνει δηλαδή μια συλλογική συνείδηση: όλοι οι Ελληνες έχουν δικαίωμα στο καλοκαίρι. Στη σειρά των φυσικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως είναι ο καθαρός αέρας και το δημόσιο σχολείο, σε μας προστίθενται, ως προαιώνιο κληροδότημα, και οι θερινές απολαύσεις. Σε αντίθεση με άλλα δικαιώματα που έχουν αναγνωριστεί στις δυτικές δημοκρατίες, αυτό δεν είναι ευθύνη του κράτους να το προσφέρει, ούτε κανενός κοινωνικού θεσμού. Στη συνείδησή μας, που δημιουργείται από τα παιδικά χρόνια, το καλοκαίρι απλώς υπάρχει. Μας περιμένει κάθε χρόνιο να ξεμπερδέψουμε από τις υποχρεώσεις τις «κανονικής» ζωής, για να το ξαναβρούμε.

Ετσι λοιπόν, αυτό που για άλλους είναι μια ακριβή πολυτέλεια, για μας είναι σαν να δημιουργήθηκε πριν από τον οποιονδήποτε εμπορικό λογαριασμό. Με παρόμοιο τρόπο έχουμε και μερικά αγροτικά προϊόντα, που τα θεωρούμε δώρα της φύσης, και τα μοιράζουμε απλόχερα: το λάδι, τα άγρια χόρτα, λεμόνια και σύκα από τα χωράφια μας. Υπάρχουν παραγωγοί και έμποροι που ζουν από αυτά, αλλά υπάρχει και το παράλληλο κύκλωμα των δώρων. Δεν συμβαίνει αυτό σε πολλές δυτικές οικονομίες. Εκεί τα προϊόντα και οι υπηρεσίες έχουν όλα οικονομικό κόστος, και μπαίνουν σε κάποιο λογαριασμό είτε ιδιωτικό είτε του κράτους. Μπορεί να υπάρχουν λίγα κοινά αγαθά που δεν κοστολογούνται, όπως κάποια πάρκα, αλλά δεν είναι τόσο απολαυστικά και τόσο γεμάτα με νόημα όσο το ελληνικό καλοκαίρι.

Σκέφτομαι ότι αυτό προσδιορίζει την ιδεολογία μας σχετικά με το νόημα της παραγωγής και της εργασίας. Στην κανονική νεωτερική αντίληψη, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να εργαστούν, πρώτα για να καλύψουν τις ζωτικές ανάγκες (τροφή, στέγη, θέρμανση), μετά τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες (εκπαίδευση, περίθαλψη) και μετά, αν υπάρχει πλεόνασμα, τις υλικές και πνευματικές απολαύσεις (ταξίδι, συναυλία, σπα). Σε εμάς η κανονική σειρά ανατρέπεται. Μπορεί να μην φτάνει ο μισθός για το νοίκι, αλλά κάπου υπάρχει μια δική μας παραλία χωρίς τίμημα.

Γυρνάμε λοιπόν το φθινόπωρο στην πόλη, πιάνουμε δουλειά, και κουβαλάμε μέσα μας την εικόνα της άλλης ζωής, όπου ισχύουν υπέρτερες αξίες, εμπειρίες που δεν έχουν τιμή, και που δεν παράγονται με περισσότερη εργασία. Γιατί το καλοκαίρι, πράγματι, «τα καλύτερα πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν». Στην πόλη όμως, αυτό δεν ισχύει. Εκεί τα αγαθά είναι προϊόντα: κάποιοι δουλεύουν για να τα παράσχουν, και κάποιοι πληρώνουν γι’ αυτά. Στην πόλη δεν μπορείς να ζεις ελευθεριακά, και χωρίς εξουσίες, και με δικαίωμα στην τεμπελιά, και ταυτόχρονα να έχεις τα αγαθά που χρειάζονται για να ζεις «με αξιοπρέπεια». Στην πόλη κυριαρχεί η προτεσταντική ηθική: η παραγωγή και η εργασία είναι ο μόνος δρόμος για την ευτυχία.

Ζούμε, χρόνο με τον χρόνο, και ηλικία με την ηλικία, τη μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στον καλοκαιρινό και τον χειμερινό μας εαυτό. Ισως γι’ αυτό, πολλοί από εμάς είμαστε γενναιόδωροι με τη μισή μας καρδιά και μίζεροι με την άλλη μισή. Την ηθική της παραγωγής και τον οικονομικό λογισμό δεν μπορούμε να τα πάρουμε στα σοβαρά. Είναι δύσκολο να είσαι ταυτόχρονα ο Ζορμπάς και ο Νικολής-εφέντης. Αναρωτιέμαι λοιπόν, μήπως ο εσωτερικός διχασμός του νεοέλληνα, που τόσο διορατικά έχει περιγράψει ο Στέλιος Ράμφος, δεν ανάγεται στον 12ο αιώνα, αλλά στον Αύγουστο του κάθε έτους. Και μήπως ο «Καημός του Ενός» είναι στην ουσία ο καημός του ενιαίου έτους.

* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι οικονομολόγος και εταίρος στο theopenfund.com

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή