Τα συστατικά της ερμηνείας

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η προσπάθεια να κατανοήσουμε μεγάλα ή μικρότερα πολιτικά γεγονότα της επικαιρότητας ακολουθεί κάποιους γενικούς κανόνες, που συνήθως παραμένουν ασαφείς. Η ανάδειξη των κανόνων αυτών είναι απαραίτητη για να εκτιμηθεί η ποιότητα των προσφερόμενων ερμηνειών.

Η δημοσιογραφική ανάλυση αποτελεί το είδος της ερμηνείας με το οποίο έρχονται σε επαφή οι περισσότεροι άνθρωποι σε καθημερινή βάση. Πρόκειται για έναν τύπο ερμηνείας που μπορεί να χαρακτηριστεί πραγματολογικός, καθώς επιχειρεί κυρίως την ανασύσταση γεγονότων και πράξεων: ποιος είπε τι σε ποιον, τι ακριβώς έγινε και πότε, ποιες ήταν οι στοχεύσεις των πολιτικών δρώντων κ.λπ. Παρότι πρωταρχικά περιγραφικές, οι αναλύσεις αυτές είναι συγχρόνως και ερμηνευτικές στον βαθμό που επιδιώκουν να νοηματοδοτήσουν τα γεγονότα που περιγράφουν ή να αρθρώσουν την ευρύτερη λογική που τα διέπει. Είναι εντελώς απαραίτητες, αφού δίχως την ακριβή γνώση των γεγονότων η οποιαδήποτε ερμηνεία καθίσταται μετέωρη. Παραμένουν όμως προσανατολισμένες στον βραχύ χρόνο και υπολείπονται σε ερμηνευτικό βάθος. Βασιζόμενος κανείς μόνο σε αυτές, εύκολα μπορεί να χάσει το δάσος για το δέντρο.

Η σύνδεση διαφορετικών γεγονότων μεταξύ τους και η σύνθεσή τους με τη βοήθεια κάποιου ερμηνευτικού πλαισίου συνιστά το πιο διαδεδομένο είδος ερμηνείας, που μπορεί να περιγραφεί ως ιδεολογικό, αφού οι παράμετροί του προκύπτουν από γενικές ιδεολογικές παραδοχές. Η αλήθεια είναι πως χωρίς νοηματοδοτικό πλαίσιο είναι αδύνατο να προκύψει σύνθεση και ερμηνεία. Είναι όμως εξίσου αλήθεια πως συχνά το πλαίσιο αυτό λειτουργεί προκρούστεια καθώς προσαρμόζουμε τα γεγονότα πάνω του. Σωρεία ψυχολογικών ερευνών τεκμηριώνουν την εγγενή και υποσυνείδητη τάση μας να αγνοούμε τα γεγονότα τα οποία υπονομεύουν την ερμηνεία μας που προτιμάμε και να δίνουμε πολύ μεγαλύτερο βάρος στα στοιχεία που τη στηρίζουν. Οι περισσότερες από τις ερμηνείες αυτές, επομένως, είναι στείρες και αποπροσανατολιστικές και χαρακτηρίζονται από τη λογική του πρωθύστερου και την κυκλικότητα των συλλογισμών τους. Αρκετές μάλιστα έχουν εργαλειακό χαρακτήρα, συγκροτούνται δηλαδή αποκλειστικά για να διαμορφώσουν αντιλήψεις και όχι ως μέσο κατανόησης της πραγματικότητας, ενώ στην πιο ακραία τους εκδοχή μπορούν να αποκτήσουν μια συνωμοσιολογική διάσταση.

Για να αποφύγουν τους σκοπέλους των ρηχών πραγματολογικών ερμηνειών και των στρεβλών ιδεολογικών ερμηνειών, οι κοινωνικές επιστήμες ακολουθούν ένα διαφορετικό δρόμο. Τα ερωτήματα που θέτουν δεν αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις (π.χ. η κρίση στην Ελλάδα ή το πραξικόπημα στην Αίγυπτο) αλλά γενικά φαινόμενα (π.χ. τα αίτια των δημοσιονομικών κρίσεων ή η δυναμική των πραξικοπημάτων). Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει τη διατύπωση γενικών υποθέσεων και θεωριών, αλλά δυστυχώς δεν ικανοποιεί την ανάγκη μας να ερμηνεύσουμε τις απτές και συγκεκριμένες εξελίξεις που συμβαίνουν γύρω μας. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να παντρέψει κανείς την προσέγγιση των κοινωνικών επιστημών με τα θετικά στοιχεία των πραγματολογικών και ιδεολογικών ερμηνειών για να κατανοήσει καλύτερα τις εξελίξεις αυτές. Θεωρώ πως κάτι τέτοιο απαιτεί έξι βασικά συστατικά.

Το πρώτο συστατικό είναι η πραγματολογική πληρότητα. Οσο πιο σωστά ενημερωμένοι είμαστε γύρω από ένα γεγονός, τόσο ορθότερα θα μπορέσουμε να το ερμηνεύσουμε. Η αλήθεια είναι πως τα πραγματολογικά κενά είναι συχνά τεράστια. Το δεύτερο είναι η λογική συνοχή που πρέπει να χαρακτηρίζει τους συλλογισμούς μας. Είναι απίστευτο πόσες ερμηνείες πάσχουν στον τομέα αυτό. Το τρίτο είναι η αναγκαιότητα της συναισθηματικής απόστασης από τα γεγονότα, παράλληλα με την αυτογνωσία ως προς τις στρεβλώσεις στις οποίες είμαστε επιρρεπείς, πράγμα που πάντοτε δυσκολεύει. Το τέταρτο συστατικό είναι ο συσχετισμός των γεγονότων που μας ενδιαφέρουν με τα σχετικά πορίσματα των κοινωνικών επιστημών. Αυτό απαιτεί μια γενική εποπτεία των σχετικών επιστημονικών πεδίων. Το πέμπτο συστατικό είναι η ιστορική αναδρομή σε διαδικασίες που σχετίζονται με αυτές που επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε σήμερα. Ο κίνδυνος εδώ είναι η ανάδειξη γοητευτικών αλλά πλασματικών αναλογιών. Το έκτο, τέλος, συστατικό συνίσταται στην ένταξη των γεγονότων σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο. Το ζητούμενο και εδώ είναι η αναζήτηση ομοιοτήτων και διαφορών με αντίστοιχες περιπτώσεις σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Ειδάλως, μπορεί να εγκλωβιστεί κανείς εύκολα σε έναν άγονο επαρχιωτισμό.

Για παράδειγμα, αν επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τη δυστοκία των μεταρρυθμίσεων στον ελληνικό δημόσιο τομέα, πρέπει να έχουμε μια ολοκληρωμένη γνώση τού τι ακριβώς έχει γίνει ώς τώρα και με τι επιτυχία. Καλό θα ήταν να μην ξεκινήσουμε το εγχείρημα με συναισθηματική φόρτιση, να αποφύγουμε τις λογικές ασυνέχειες, να μελετήσουμε τις σχετικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί στην κοινωνιολογία και την πολιτική επιστήμη, να εξετάσουμε την ιστορική πορεία των μεταρρυθμίσεων στη χώρα μας και να συγκρίνουμε την πορεία τους σε σύγκριση με αντίστοιχες προσπάθειες στην Ιρλανδία ή την Πορτογαλία.

Οταν συνυπάρχουν αυτά τα συστατικά μπορούν να διατυπωθούν αξιόλογες ερμηνείες και, επομένως, να προκύψει μια βαθύτερη κατανόηση των σύνθετων εξελίξεων που μας περιτριγυρίζουν. Εννοείται πως η δυσχέρεια του εγχειρήματος ανεβάζει τον πήχυ ψηλά, αλλά συγχρόνως μας επιτρέπει να ξεχωρίσουμε τις σοβαρές από τις επιπόλαιες ερμηνείες.

* Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή