ΠΤΥΧΕΣ

2' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην πλατεία Μητροπόλεως, πρωί πρωί, μου χτύπησε τα ρουθούνια η μυρωδιά φρεσκοκομμένου γκαζόν. Είναι μεγάλη η δύναμη της όσφρησης και η δυνατότητα της ανάκλησης εικόνων. Επειδή έκανε ζέστη μου ήρθε στον νου φρεσκοποτισμένο γκαζόν ξενοδοχείου, αλλά δίπλα μου είχα τη Μητρόπολη και μόλις λίγα λεπτά πριν είχα αφήσει πίσω την κνίσσα του Μοναστηρακίου.

Η μυρωδιά του γκαζόν, που παραδόξως ή όχι ερχόταν και με γαργαλούσε σαν κορδέλα με το χρώμα της χλωροφύλλης, αναδυόταν από το περιποιημένο κηπάριο όπισθεν του ναού. Φρεσκοκουρεμένη η χλόη ανέδυε ζεστή τη βαριά μυρωδιά της. Αριστερά μου, είχα αυτή τη γιγαντιαία, κρεμαστή μοβ μπουκαμβίλια που είναι σημείο αναφοράς της οδού Μητροπόλεως και δεξιά μου, τον φασκιωμένο ναό. Τι σου είναι αυτή η Αθήνα, μονολογούσα.

Πατινάροντας στη γυαλιστερή και γλιστερή πλακόστρωση της πλατείας, είχα σταθεί για λίγο να δω απέξω την εκκλησία που αναστηλώνεται έχοντας πίσω μου τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό μαρκαρισμένο από στρώσεις θερινών βομβαρδισμών από τα αθηναϊκά περιστέρια. Συχνά, είναι σουρεαλιστικές οι εικόνες στην Αθήνα και εκείνο το πρωινό, σε μία απόσταση λίγων μέτρων ένιωθα την παραδοξότητα και τη γοητευτική αντίφαση αυτής της πόλης. Μία ομάδα Ρώσων τουριστών με ξεναγό είχε σταθεί δίπλα σε έναν εκκεντρικό «τύπο» της πλατείας, που αν ζούσε το 1900 θα είχε περάσει με σκίτσο σε κάποιο αθηναιογράφημα.

Μου τραβούσε όμως την προσοχή το μεγάλο κτίριο, βόρεια του ναού, το νεοκλασικό μέγαρο με την ημικυκλική απόληξη, στη γωνία με τη Μητροπόλεως, αυτό που παλιά, όσοι θυμούνται, είχε ένα γουναράδικο, και τώρα, εδώ και χρόνια, είναι κλειστό και έρημο. Το κοιτούσα και μετρούσα με το βλέμμα τα ανοίγματά του και τις μανταλωμένες εξώθυρες, τα επίκρανα και τη γεμάτη λεπτή χάρη οργάνωση της διακόσμησής του. Το έφερα στον νου αναστηλωμένο και αμέσως συνειρμικά γέμισα με δέντρα όσα σημεία έβλεπα κενά και, παίρνοντας θάρρος, συνέχισα σβήνοντας ό,τι με ενοχλούσε στο μάτι. Επειδή, πολλοί φίλοι που ζουν την Αθήνα με την ίδια αγάπη και λαχτάρα, μου έχουν πει τόσες φορές ότι κάνουν τις ίδιες ακροβασίες με τη φαντασία τους, σκέφτηκα ότι δεν είναι κάτι σπάνιο, παράδοξο ή εξωφρενικά εκκεντρικό να περπατά κανείς στην Αθήνα με ένα αόρατο μαγικό ραβδάκι.

Αλλά, από την άλλη, αυτή ακριβώς η εγκατάλειψη αυτού του μεγάλου κτιρίου με μάγευε με ένα τρόπο συγκρουσιακό. Χτισμένο πιθανόν όταν ξεσπούσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, αυτό το αθηναϊκό κτίριο, πιθανόν κατοικία, καταστήματα και αποθήκες μαζί, αποπνέει ακόμη αυτή τη νοτισμένη, σχεδόν παρακμιακή, εκδοχή των«ανατολικών» Παρισίων. Γεμάτα τα Βαλκάνια και η Εγγύς Ανατολή με μικρά «Παρίσια», κάθε κομψευόμενο κτίριο της θάλλουσας, ημιθανούς ή ταριχευμένης Μπελ Επόκ (ή κάποιας προσομοίωσής της) έχει αφήσει ένα ίχνος. Βουβές αφηγήσεις μιας άλλης οργάνωσης ζωής και μιας άλλης κατανόησης του κόσμου, γίνονται ανάγλυφες σε προσόψεις σαν αυτού του αθηναϊκού ερειπίου. Στέκει ακόμη. Το άφησα με μισάνοιχτες τις θύρες του, και χάθηκα προς τη χοάνη της πλατείας Συντάγματος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή