ΠΤΥΧΕΣ

2' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σαν να πέφτεις από την άκρη ενός βράχου στον ωκεανό της μνήμης, στα ζεστά νερά με τα κρύα ρεύματα του κενού, μοιάζει ο κόσμος που άνοιξε για μας ο Δημήτρης Φύσσας με τα αθηναϊκά σινεμά του. Τα κύκλωσε, τα στράγγιξε και μας τα έδωσε πάλι πίσω σαν δώρο σε θυρίδες μνήμης. Θαύμασα την εμμονή του και θυμήθηκα να πω ένα νοερό ευχαριστώ σε όσους έζησαν και ζουν με δημιουργικές εμμονές.

Αν δεν το έχετε πληροφορηθεί, είναι το μεγάλο βιβλίο των αθηναϊκών κινηματογράφων και υπάρχει σε ηλεκτρονική έκδοση, για την οποία τόσο όμορφα έγραψε ο Δημήτρης Ρηγόπουλος. Για μένα ήταν μία σχεδία για να ορθοποδήσω με ασταθή ισορροπία και να πλοηγηθώ και πάλι σε μια Αθήνα που υπάρχει ως ανάμνηση. Σπάνια έχει καταγραφεί, πόσω μάλλον να έχει εκτιμηθεί, η σημασία της εξαφάνισης τόσων κινηματογραφικών αιθουσών (όχι μόνο στο κέντρο της Αθήνας και στις συνοικίες αλλά και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας). Είναι ένας πολιτισμός με τον οποίο αυτόματα ο καθένας συνδέεται μέσα από τα δικά του αυλάκια μνήμης και γι’ αυτό γίνεται εύκολα κατανοητός. Εύκολα γίνεται αντικείμενο ενός τρυφερού πένθους.

Τα αθηναϊκά σινεμά του Δημήτρη Φύσσα προσαρμόστηκαν στον προσωπικό μου χάρτη και πήραν το ανάγλυφό του. Είχα χρόνια, π.χ., να σκεφτώ το «Ράδιο Σίτυ» της Πατησίων, με τις μπλε κουρτίνες και τα ασημένια αστεράκια στην οθόνη που όταν ήταν να αρχίσει η προβολή ξεσπούσαν ομοβροντίες και ήταν σαν να έβλεπες μια ορχήστρα κρουστών να λυσσομανάει με χάρη. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω, αλλά ο χάρτης των αθηναϊκών κινηματογράφων είναι ένας άλλος τρόπος ανάγνωσης της πόλης, που περισσότερο έχει να κάνει με το φαντασιακό παρά με τις αληθινές εμπειρίες.

Ετσι λοιπόν, αναδύθηκαν μία μία οι μορφές της κινηματογραφικής μυθολογίας που στοίχειωναν την παιδική μου φαντασία. Οπως σήμερα, όταν περνάω από το «Αστυ» με την παλιοκαιρινή του αύρα, θυμάμαι ταινίες που είχα δει χρόνια πριν, και περισσότερο από την παρέα φέρνω στο νου τη μαγεία των εικόνων. Η πόλη ζωντανεύει μέσα από τα κανάλια βαθιά θαμμένα. Η πόλη μοιάζει να είναι όχι μόνο το τώρα αλλά και οι μνήμες που σε λανθάνουσα κατάσταση μοιάζουν εξαφανισμένες.

Γι’ αυτό όταν περνάω, σπάνια πια, από την Πατησίων, εκεί που ήταν ο κινηματογράφος «Ατθίς», που αν τον έβλεπαν οι νέοι εραστές της αστικής Αθήνας θα τον ερωτεύονταν με τις γαλάζιες αρ ντεκό ομορφιές του, φέρνω στο νου τις ταξιθέτριες με τις μπλε ποδιές να στέκονται κάτω από κορνιζαρισμένες φωτογραφίες της Μπριζίτ Μπαρντό και του Ροκ Χάτσον σε ένα vintage χρωματιστό φίλτρο. Μου θυμίζουν μέσα από ένα άλλο κανάλι τα λευκώματα, τα scrapbooks της μητέρας μου, από το 1950-52, όπου κολλούσε τους ντεκουπαρισμένους αστέρες από το Photoplay και το Modern Screen και τα οποία ξεφυλλίζονταν με δέος στα χρόνια που η Πατησίων ήταν γεμάτη σινεμά.

Σήμερα, θέλω να ξαναβρώ την κινηματογραφική Αθήνα με τους όμορφους ανθρώπους της. Να, και μία επίδραση του Δημήτρη Φύσσα πέρα από την αναπόφευκτη νοσταλγική λεωφόρο που έσκαψε μέσα μας. Με έκανε να θέλω να πάω πάλι σινεμά και να αναζητήσω την πιο «απίθανη» αίθουσα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή