ΠΤΥΧΕΣ

2' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγο πριν αρχίσει η πρεμιέρα του «Καρυοθραύστη», στις 23 Νοεμβρίου, ένιωσα αυτό το κύμα αγάπης για το θέατρο «Ολύμπια» της Λυρικής. Το είχα νιώσει και παλιά, αλλά εκείνη τη βραδιά αναμένοντας το «χριστουγεννιάτικο» παραμύθι του Τσαϊκόφσκι, και βλέποντας ολόγυρα, για μια ακόμη φορά, κατάμεστο το θέατρο, την πλατεία, τα θεωρεία γεμάτα με συμπαθείς Αθηναίους, πολίτες της διπλανής πόρτας, με ενδιαφέρον για τη μουσική, με ζήλο για να βελτιώσουν τη ζωή τους, αισθάνθηκα να μοιράζομαι την ίδια ανάγκη.

Σαν αγκαλιά είναι η μικρή πλατεία του «Ολύμπια» και παρότι είναι ανεπαρκές ως προς τις υποδομές του, ιδίως για τους καλλιτέχνες, για τους πιστούς της Λυρικής είναι ένα κομμάτι της Αθήνας που αγαπάμε. Οταν λίγο αργότερα, όταν πια ο «Καρυοθραύστης» με την ανανεωτική ματιά του Ρενάτο Τζανέλλα ξετυλιγόταν επί σκηνής και βυθιζόμουν στη μουσική που μας χάριζε η Ορχήστρα της Λυρικής (υπό τον Γιώργο Βράνο), ένιωσα τυχερός που μπορούσα να έχω αυτήν την απόλαυση στην οδό Ακαδημίας, σε μια περιοχή αντικειμενικά παρηκμασμένη, πιο φτωχή, πιο θαμπή από παλιά. Κι όμως εκεί, σε μία κόγχη στην κοιλιά ενός κτιρίου της δεκαετίας του 1950, καθόμουν σε μία αναπαυτική κόκκινη πολυθρόνα και εκεί, μαζί με δεκάδες ακόμη Αθηναίους, γινόμουν μάρτυρας μιας σπάνιας καλλιτεχνικής πράξης. Καθόμουν εκεί, βουλιαγμένος στη θέση μου, με μικρά παιδιά σκόρπια ανάμεσα στους θεατές, και το μυαλό μου ταξίδευε μαζί με το έλκηθρο επί σκηνής και μάζευε τα κομμάτια του «Καρυοθραύστη» σαν φυλαχτά.

Αυτό συνέβαινε εκείνη τη στιγμή, ένα σαββατόβραδο στην Αθήνα του 2013, στην οδό Ακαδημίας, σε ένα αγαπημένο θέατρο, από το οποίο έχουν περάσει τόσα μυθικά ονόματα. Ηθελα να έχω συναίσθηση αυτής της μακράς γραμμής και ταυτόχρονα να μπορώ να αφεθώ στο μεγαλείο της ζωντανής τέχνης, να βλέπω τον εξαίρετο έλεγχο και τη χάρη των πρώτων χορευτών, του Βαγγέλη Μπίκου, της Μαρίας Κουσουνή, του Στράτου Παπανούση… Ηταν οι κινητήριοι μοχλοί, μαζί με όλους επί σκηνής, μιας γιγαντιαίας τροχαλίας συναισθηματικής και νοητικής ενεργοποίησης.

Και σκεφτόμουν λίγο μετά, ότι η πόλη είναι αυτή ακριβώς η μέθεξη, η επίγνωση ότι βιώνεις μία διαρκή ροή αστικής εμπειρίας. Κάθε φορά που βγαίνω από το «Ολύμπια» και ανοίγω δρόμο ανάμεσα στο πλήθος που εξέρχεται με ψυχική ευφορία, σκέφτομαι το σημείο στο οποίο βρίσκομαι. Μέσα στο κτίριο, που όσο περνούν τα χρόνια βρίσκω ότι αποκτά μια θερμή πατίνα του χρόνου, υπάρχει αυτή η πύκνωση της παράστασης που μόλις τελείωσε, ένας αέρας γεμάτος ακόμη πνοές, βηματισμούς, καρδιοχτύπια. Εξω, η νυχτερινή Αθήνα. Η «Ελλη», στο απέναντι πεζοδρόμιο, και η «Οπερα» μένουν από παλιά, στην Ιπποκράτους το «Ακροπόλ», φωτισμένα μπαράκια στη Ζωοδόχου Πηγής, η πόλη μια σκηνή θεάτρου.

Με γαλάζιο φως της νύχτας είναι αναμμένη η επιγραφή του «Ολύμπια». Και υψώνοντας το βλέμμα αντικρίζω τον όγκο αυτού του κτιρίου που εγκαινιάστηκε με επισημότητα το 1958. Ενα έργο του ιδιαίτερα καλλιεργημένου αρχιτέκτονα Πάνου Τσολάκη, που αν και υπέστη περικοπές, έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς σε μια πρωτεύουσα που σήμερα μας έχει ανάγκη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή