Μια αναπτυξιακή, ευρωπαϊκή και αποτελεσματική λύση

Μια αναπτυξιακή, ευρωπαϊκή και αποτελεσματική λύση

5' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις βυθίζονται στα πολλαπλά προβλήματα που έχει επιφέρει η βαθιά ύφεση, δεν είναι εύκολο να αξιολογηθεί το πολύ υψηλότερο κόστος που θα είχε μια ακόμη πιο βίαιη προσαρμογή που θα αγνοούσε μονομερώς τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, την οποία αντιπροσωπεύει η εξάλειψη του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος και αυτού του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών είναι ιδιαίτερα σημαντική.

Η πολύ βαθιά ύφεση, όμως, εκτός από ιδιαίτερη ανησυχία δεν μπορεί να προκαλεί και έκπληξη. Η εγχώρια πολιτική προχώρησε μεν σε μέτρα αποφυγής μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας αλλά έχει κινηθεί χωρίς συναίνεση, σαφήνεια στόχων, αποτελεσματικότητα και συνέπεια. Οι εταίροι και πιστωτές μπορεί να προσέφεραν ένα δίχτυ ασφαλείας, όμως δεν έχουν προχωρήσει σε κινήσεις τελικής άρσης της αβεβαιότητας ούτε σε ουσιαστική υποστήριξη της ανάπτυξης. Η προώθηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων έχει υπάρξει πολύ ασθενής και αμφιλεγόμενη. Ο δημόσιος τομέας έχει συρρικνωθεί αλλά δεν έχει μετασχηματισθεί. Τα εμπόδια εισόδου σε πολλές αγορές παραμένουν, συντηρώντας ολιγοπωλιακές καταστάσεις και χαμηλές προοπτικές ανάπτυξης. Με τη μεταρρυθμιστική δυναμική να εξασθενεί χωρίς να έχει αφήσει ουσιαστικό αποτύπωμα στην οικονομία και με το πραγματικό βάρος του χρέους να παραμένει πολύ υψηλό, η ελληνική και η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική χαρακτηρίζονται από αμηχανία.

Αν δεν υπάρξουν επειγόντως τομές στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, υπάρχουν μόνο δύο δρόμοι μπροστά μας. Ο ένας είναι κακός: εντός της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά χωρίς καμία ουσιαστική διάθεση για μεταρρυθμίσεις, με πολιτικά αδύναμες κυβερνήσεις και με το δημόσιο χρέος ως αιωρούμενη απειλή, η ελληνική οικονομία θα αδυνατεί να προσελκύσει επενδύσεις και θα κινείται με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλή ανεργία και διευρυνόμενη οικονομική και κοινωνική ανισότητα. Ο άλλος δρόμος είναι καταστροφικός: η καταγγελία του χρέους και η απεμπλοκή από τις σχετικές συμφωνίες θα οδηγήσει σε ρήξη όχι μόνο με τους θεσμούς της Ευρωζώνης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε καταβύθιση της οικονομίας και διευρυνόμενη φτώχεια. Η χώρα θα χάσει την πρόσβαση σε ευρωπαϊκούς πόρους, θα αποκλεισθεί από τις διεθνείς αγορές, θα αντιμετωπίσει αστάθεια στο τραπεζικό σύστημα και θα τεθεί σε διεθνή απομόνωση. Αυτή η εξέλιξη θα είναι ιδιαίτερα επώδυνη για όλες τις πλευρές, εκτός φυσικά από όσους έχουν λάβει θέση και καιροφυλακτούν να κερδοσκοπήσουν με την αγορά περιουσιακών στοιχείων σε τιμές ευκαιρίας.

Μια πραγματική λύση στο πρόβλημα πρέπει να συνυπολογίζει τους περιορισμούς και τα κίνητρα τόσο για το ελληνικό όσο και το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Το κλειδί θα είναι να χρησιμοποιηθεί η σταδιακή μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους σε βιώσιμα επίπεδα ως μοχλός για τη μεταρρύθμιση της οικονομίας. Ειδικότερα θα είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών να υπογραφεί ένα σύμφωνο για υπό όρους μείωση του χρέους προς τους εταίρους σε βάθος πενταετίας. Μια τέτοια συμφωνία θα διαφέρει ουσιαστικά από τις πρόσφατες: αφενός, θα αφορά μείωση χρέους και όχι νέα δάνεια και, αφετέρου, θα αφορά συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και όχι περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή. Χαρακτηριστικά της λύσης, την οποία περιγράφουμε παρακάτω, έχουν ήδη αναφερθεί από τον Μάιο του 2011 σε άρθρο μας στην «Καθημερινή» και πιο πρόσφατα στο Βloomberg.

Πόσο εφικτή θα ήταν μια συμφωνία για μια δέσμη συμβολαίων για ουσιαστική μείωση του χρέους με ρήτρες μεταρρυθμίσεων και τι θα σήμαινε αυτή; Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι μόλις πριν από λίγες ημέρες, στην τελευταία σύνοδο κορυφής της E.E., προτάθηκαν παρόμοια συμβόλαια μεταρρυθμίσεων. Αυτά θα κινητοποιούν τις ασθενέστερες οικονομίες να προβαίνουν έγκαιρα σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, με ανταπόδοση την πρόσβαση σε πολύ χαμηλού κόστους κεντρική χρηματοδότηση. Καθώς η πρόταση αφορά χώρες που δεν βρίσκονται σε πρόγραμμα προσαρμογής αλλά είναι εντός αγορών, είναι φυσικό να αναφέρεται σε δραστική μείωση του κόστους νέων δανείων. Για χώρες όμως στην κατάσταση της Ελλάδας, η ίδια λογική θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι στην άλλη πλευρά του συμβολαίου των μεταρρυθμίσεων θα βρίσκεται η δέσμευση για μια σημαντική μείωση του χρέους. Ας μην ξεχνάμε ότι ήδη η τελευταία εκδοχή της συμφωνίας που διατρέχουμε, περιλαμβάνει την υπόσχεση της ελάφρυνσης του χρέους αν η Ελλάδα θέσει το δημοσιονομικό έλλειμμά της υπό έλεγχο.

Δεδομένων των παραπάνω, μια εξέλιξη μείωσης του χρέους θα μπορούσε να έχει τρία σκέλη. Πρώτον, και με βάση τη συμφωνία με τους εταίρους που ήδη ισχύει, να μειωθεί κατά ένα μικρό τμήμα η συνολική παρούσα αξία του χρέους, με την άμεση επιμήκυνση υφισταμένων χρεών και μείωση του επιτοκίου. Δεύτερον, να μεταφερθεί το τμήμα του χρέους που αφορά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Τρίτον, να δρομολογηθούν συμβόλαια που θα μειώνουν σταδιακά το χρέος συνολικά προς το 90% του Εθνικού Προϊόντος, εφόσον οι μεταρρυθμίσεις εκπληρώνονται.

Κάθε συμβόλαιο θα πρέπει να αναφέρεται σε κομβικές και μετρήσιμες (άρα επαληθεύσιμες και από έναν τρίτο φορέα) μεταρρυθμίσεις, όπως ενδεικτικά η μείωση των εμποδίων εισόδου στις αγορές, η δημιουργία ορθολογικού φορολογικού συστήματος, η αύξηση της αποδοτικότητας του φορο-συλλεκτικού μηχανισμού, η αύξηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, η ολοκληρωμένη πληροφοριακή διασύνδεση και μηχανογράφηση υπηρεσιών του Δημοσίου, ο σχεδιασμός του συστήματος προμηθειών, η αναδιάρθρωση των υπηρεσιών υγείας, το κτηματολόγιο και άλλα παρεμφερή. Στην άλλη πλευρά του κάθε συμβολαίου, θα υπάρχει ένα ονομαστικό ποσό που θα εισρέει στα δημόσια ταμεία αν η αντίστοιχη μεταρρύθμιση έχει ολοκληρωθεί στον συμφωνηθέντα χρόνο. Το αν στην πράξη το ποσό θα αντιπροσωπεύει λογιστικά άμεση διαγραφή μέρους του διμερούς χρέους ή πίστωση αντίστοιχου ποσού προς τη χώρα κεντρικά από την Ε.Ε. ή άλλο φορέα μπορεί να συμφωνηθεί, αλλά αποτελεί μάλλον τεχνική λεπτομέρεια. Δεδομένου ότι μια τέτοια συμφωνία θα συνδέεται με πραγματική μεταρρυθμιστική δραστηριότητα δεν θα δημιουργεί σοβαρά κίνητρα σε άλλες χώρες να αθετήσουν τις υποχρεώσεις τους.

Η πρότασή μας πιστεύουμε ότι μεταθέτει τη συζήτηση στην καρδιά του προβλήματος της ελληνικής οικονομίας: με ασθενή βούληση για μεταρρυθμίσεις και το βάρος του χρέους να αποθαρρύνει τους επενδυτές, το μέλλον δεν θα είναι ευοίωνο και κρύβει κινδύνους που δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα. Ουσιαστικά, λοιπόν, μπορεί να γίνει χρήση μέρους του ελληνικού προβλήματος, του χρέους, για να αντιμετωπίσει το υπόλοιπο μέρος του, την αδυναμία των μεταρρυθμίσεων. Η λύση αυτή είναι ευρωπαϊκή (καθώς αντιπροσωπεύει πραγματική και βαθύτερη ενοποίηση) και αναπτυξιακή (καθώς δεν απαιτεί επιπλέον λιτότητα για χώρες σε βαθιά ύφεση, αλλά δημιουργεί προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη).

* Ο κ. Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics, ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο κ. Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή