Θύμα της τρομοκρατίας η κοινωνία

Θύμα της τρομοκρατίας η κοινωνία

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγο πριν εκπνεύσει το 2013, δύο βομβιστικές επιθέσεις στο Βόλγκογκραντ (πρώην Στάλινγκραντ), στο νότιο τμήμα της Ρωσίας, στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 30 ανθρώπους. Ηταν και οι δύο επιθέσεις αυτοκτονίας: Η μία σε τρόλεϊ, γεμάτο επιβάτες, και η άλλη στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Τις ίδιες ημέρες, στο Μογκαντίσου, οκτώ άνθρωποι σκοτώθηκαν από βόμβα που πυροδοτήθηκε με τηλεχειρισμό μέσα σε εστιατόριο.

Στην Αθήνα, ένοπλοι γάζωσαν το σπίτι του Γερμανού πρέσβη χωρίς, ευτυχώς, να υπάρξουν θύματα. Οι ελληνικές Αρχές φοβούνται όμως κλιμάκωση της τρομοκρατικής δράσης. Ο καινούργιος χρόνος βρήκε την πρωτεύουσα της Σομαλίας να μετράει –και πάλι– νεκρούς από τριπλή βομβιστική επίθεση σε μεγάλο ξενοδοχείο της πόλης. Παρόμοια συμβάντα δεν είναι σπάνια, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, σε πολλά σημεία του πλανήτη. Οσο διαφορετικά και να είναι μεταξύ τους, αθροίζονται σε έναν κοινό παρονομαστή: σε μια μορφή βίας που διογκώνεται στις σύγχρονες κοινωνίες και δεν περιορίζεται μόνο στον αφανισμό της ζωής και των αγαθών. «Στοχεύει και στη νάρκωση της πολιτικής μας σκέψης». Το βιβλίο της Ελέν Λ’ Εγιέ, καθηγήτριας Πολιτικής Φιλοσοφίας και ψυχαναλύτριας, με τίτλο «Στις πηγές της τρομοκρατίας – Από τον κλεφτοπόλεμο στις επιθέσεις αυτοκτονίας» (εκδόσεις Πόλις), βοηθάει να αντιληφθούμε το φαινόμενο στις αλληλοσυμπληρούμενες πτυχές του, ξεβολεύει από τον εφησυχασμό ότι «συμβαίνουν κάπου, μακριά από εμάς», μάχεται με επιστημονικά εργαλεία την άρνηση αυτής της νέας πραγματικότητας, ενός «ψυχολογικού μετασχηματισμού του πολέμου» που πλήττει τόσο τη Δημοκρατία όσο και την κοινωνία. «Το πέρασμα στην τρομοκρατική πράξη εξαρτάται από μια διαδικασία εσκεμμένη, δομημένη, ηθελημένη, που ενσωματώνει στη λογική της το παράλογο αποτέλεσμα της βίας», σημειώνει η συγγραφέας. Ο φόβος που προκαλούν οι επιθέσεις οδηγεί σε διάλυση των κοινωνικών δεσμών, δεν ευνοεί τη μετάδοση και ανταλλαγή απόψεων.

Η σύγχρονη τρομοκρατία, κατά την Λ’ Εγιέ, δεν επινοεί μόνο τη σκηνοθεσία του βίαιου θανάτου των θυμάτων της. «Τα πραγματικά θύματα είναι έμμεσοι στόχοι, ενώ οι άμεσοι στόχοι είναι οι ζωντανοί, οι οποίοι έπειτα από μια επίθεση βλέπουν πλέον τον εαυτό τους μόνον ως επιζήσαντες». Η χρήση της λέξης «σκηνοθεσία» δεν είναι τυχαία. Γιατί, στην εποχή της κυριαρχίας του θεάματος και του Διαδικτύου, της επιθυμίας καταστροφής, ζυμωμένης μέσα σε αντιλήψεις μηδενισμού και μεσσιανισμού, κάθε πράξη υφίσταται μόνο μέσα από τη δημοσιοποίησή της. «Η κατάκτηση της φήμης είναι ένας σοβαρός λόγος για να γίνει κανείς σαχίντ. (…) Οταν ο θάνατος γίνεται η πράξη από την οποία προσδοκούμε την επικύρωση ενός μηνύματος, τότε ο θάνατος προϋποθέτει τα Μέσα, αλλά και η προπαγάνδα υφίσταται μια περίεργη μεταστροφή: στο εξής, εκφράζομαι δεν σημαίνει πια ότι μιλώ, αλλά ότι κάνω τους άλλους να μιλούν για μένα». Και η συγγραφέας προχωράει τον συλλογισμό της: «Η απόπειρα δημιουργίας ενός “ενιαίου λαού», που επικοινωνεί μέσα από το θέαμα του θανάτου, ανήκει σε μια ολοκληρωτική λογική που εξηγεί εν μέρει τη σημερινή τρομοκρατία. (…) Η χαρακτηριστική τεχνική της αποτελεσματικής δράσης της εντοπίζεται λιγότερο στα παραδοσιακά οπτικά μέσα και περισσότερο στη νέα μορφή επικοινωνίας που εγκαινιάστηκε με το Διαδίκτυο». Το κεφάλαιο αυτό είχε συνοψίσει ο Ζιλ Κεπέλ στη Le Monde (2006), όταν ισχυρίστηκε ότι «δεν θα υπήρχε Αλ Κάιντα χωρίς το Διαδίκτυο». Οι ερευνητές του φαινομένου υποστηρίζουν ότι «η μεγάλη αλλαγή στην παγκόσμια τρομοκρατία συντελείται από τη στιγμή που αρχίζει η ενεργός λειτουργία του Διαδικτύου, δηλαδή κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990».

Πριν ενοχοποιήσουμε όμως ένα μέσο το οποίο συνδέεται οργανικά με την εποχή μας –ποιος μπορεί πλέον να φανταστεί την καθημερινότητά του αποσυνδεμένη από το «σερφάρισμα»;– η μελέτη της Λ’ Εγιέ μάς καλεί να σκεφτούμε την τρομοκρατία ως ένα αμάλγαμα που συντίθεται από πολλά διαφορετικά υλικά τα οποία «ρευστοποιούνται» και κινούνται με ανεξέλεγκτη ταχύτητα μέσω της τυφλής επικοινωνίας. «Η σημερινή τρομοκρατία έχει ανάγκη το Διαδίκτυο για να στρέψει τη διαβουλευτική και επικοινωνιακή δημοκρατία εναντίον του εαυτού της».

Πώς μπορούν να προφυλαχθούν οι κοινωνίες; Γιατί φράσεις όπως «εξάλειψη του φαινομένου» ηχούν μάλλον προκλητικά ουτοπικές. Ο παραλογισμός, διαχρονικός και διογκούμενος, δεν αντιμετωπίζεται ούτε με το φαντασιακό ούτε με επιθυμίες ούτε με ρητορική, αλλά ούτε μόνο με μέτρα καταστολής. Αν αληθεύει ότι κάθε πόλεμος είναι ψυχολογικός, με την έννοια ότι απειλεί τον ανθρώπινο ψυχισμό, ο νέος αυτός πόλεμος σκόπιμα ξεκινάει από την ψυχή για να φτάσει στην ψυχή. Γι’ αυτό θέτει ερωτήματα πιο αινιγματικά απ’ όσο φαίνονται. Ακόμη και όταν συλλαμβάνουμε περιγραφικά την εξέλιξη μιας τρομοκρατικής επίθεσης αυτοκτονίας, πάντα κάτι θα διαφεύγει και θα μας εκπλήσσει.

Για να προστατευτούμε, πρέπει να την κατανοήσουμε. Για να την κατανοήσουμε, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν περισσότερο εκείνο που πάντα αγνοούμε: την καταστροφική ενόρμηση, δηλαδή το ασυνείδητο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή