Ο λαϊκισμός ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί την αγαπημένη έξη των πολιτικών, που επιδιώκουν την πολιτική τους επιβίωση μέσα από την εύκολη παροχολογία. Εκείνων των πολιτικών, που προτιμούν να στήνουν την καριέρα τους πάνω σε βαρύγδουπες εξαγγελίες, καλύπτοντας έτσι την ανυπαρξία στόχου και ουσιαστικής πολιτικής – ίσως διότι δεν μπορούν να βάλουν τον πήχυ ψηλότερα λόγω του δικού τους χαμηλού διαμετρήματος. Γι’ αυτό και δεν ξένισε καθόλου η επιστολή ευχαριστίας του υπουργού Πολιτισμού Πάνου Παναγιωτόπουλου στον Τζορτζ Κλούνεϊ για τις πρόσφατες δηλώσεις του υπέρ της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα.
Βέβαια, η επιστολή προκάλεσε χοντρό γέλιο χλευασμού και, ουσιαστικά, εκτόνωσης της λαϊκής ετυμηγορίας απέναντι σε μέτριους, πολιτικάντηδες πολιτικούς. Μήπως, όμως, και οι χλευαστικές αντιδράσεις, δεν αποτελούν μία έκφανση της πολιτικής που βασίζεται στον λαϊκισμό; Η προσφορά εντυπώσεων, άρτου και θεαμάτων στον λαό, με στόχο την αποχαύνωσή του από τα προβλήματα, όσο εύκολα αποθεώνεται άλλο τόσο εύκολα χλευάζεται…
Το ίδιο βλέπουμε να υιοθετείται και σε άλλες επιλογές, με πλέον εμβληματική αυτή του Εθνικού Θεάτρου. Το πρώτο θέατρο της χώρας σταθερά (και καθόλου αργά) οδηγείται σε επιλογές απολύτως λαϊκίστικες, με θεάματα που στιγματίζονται από την πατίνα μιας κακής τηλεόρασης. Εως τώρα έχει παρουσιαστεί και έχει εξαγγελθεί ένα ρεπερτόριο που σαφώς στοχεύει κυρίως στην εισπρακτική επιτυχία την οποία θα φέρει ένα κοινό, που θέλει να δει τους τηλεοπτικούς του αστέρες από κοντά. Μα είναι αυτός ο στόχος ενός Εθνικού Θεάτρου; Το Εθνικό Θέατρο και όλοι οι κρατικοί πολιτιστικοί φορείς είναι πνευματικοί και όχι εισπρακτικοί θεσμοί-μηχανισμοί, και για τον λόγο αυτό οι εισπρακτικές τους επιτυχίες δεν μπορούν να οφείλονται σε λαϊκίστικες επιλογές.
Μεσοπρόθεσμα η πολιτική αυτή, εκφάνσεις της οποίας παρατηρούνται από την ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού έως και τους κρατικούς πολιτιστικούς φορείς, θα συμβάλει στο πισωγύρισμα της χώρας, την ίδια στιγμή που τέλμα παρατηρείται και σε άλλους κρίσιμους τομείς του δημόσιου βίου, όπου λαϊκισμός και έλλειψη μεταρρυθμιστικής διάθεσης τρέφουν τις συντεχνιακές λογικές και υποτάσσονται στον φόβο του κομματικού κόστους.
Ο πολιτισμός –μαζί με την εκπαίδευση και μία σοβαρή δημόσια διοίκηση– είναι ένας από τους θεμέλιους λίθους για την έλευση μιας άλλης εποχής για τη χώρα. Ακόμη κι αν υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις κρατικών πολιτιστικών φορέων, όπως η Λυρική Σκηνή, ακόμη κι αν η ιδιωτική πρωτοβουλία ανθεί –π.χ. το έργο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και οι πρωτοβουλίες του Ιδρύματος Νιάρχου– οι θεσμοί του κράτους τορπιλίζουν την όποια προσπάθεια ανάνηψης όταν υιοθετούν τον λαϊκισμό ως τη βασική προμετωπίδα της πολιτικής τους.
Ο Πάνος Παναγιωτόπουλος χλευάστηκε αρκετά για την ατυχέστατη επιστολή του. Καιρός πλέον είναι να αναλογιστούμε ότι ο κ. Παναγιωτόπουλος είναι υπουργός Πολιτισμού.