Ανάλογα με τις συνθήκες και την επάρκεια του κρατικού συστήματος, επιχειρείται σε κάθε χώρα ο εντοπισμός φοροδιαφυγής. Στην Πορτογαλία, όπου τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν ύστερα από αύξηση του ΦΠΑ σε… ελληνικά ποσοστά (23%), η κυβέρνηση ποντάρει πλέον στη θεά Τύχη. Θα κληρωθούν αυτοκίνητα αξίας 10 εκατ. ευρώ έπειτα από κλήρωση του υπουργείου Οικονομικών της χώρας. Στην κλήρωση δεν συμμετέχουν λαχεία αλλά οι αποδείξεις λιανικής, εφόσον φυσικά τις αναζητούν και τις παίρνουν οι πελάτες.
Η κυβέρνηση της χώρας σχεδιάζει 60 κληρώσεις τους ερχόμενους δώδεκα μήνες οι οποίες θα μεταδίδονται από τηλεοπτική εκπομπή.
Ανάλογη πρακτική ακολούθησε και η Σλοβακία, όπου μοιράστηκαν «κέρδη» 10.000 ευρώ σε μετρητά αλλά και αυτοκίνητα σε ανάλογες κληρώσεις.
Στην εγχώρια πραγματικότητα έγιναν παρόμοια πειράματα με αύξηση ΦΠΑ, πρόστιμα κ.λπ., με την ανάλογη όμως επικοινωνιακή κάλυψη, δηλαδή τη θεαματική σύλληψη οφειλετών του Δημοσίου, που μάλλον είχαν πενιχρά αποτελέσματα. Εισπράχθηκαν περισσότεροι φόροι από όσους ήδη πλήρωναν αλλά η φοροδιαφυγή δεν μειώθηκε.
Και μόλις τώρα, ύστερα από τη φορολογική επέλαση των τελευταίων ετών, επιχειρείται μια πρωτοβουλία που πρέπει να επαινεθεί. Αφορά την ανακοίνωση ότι οι φορολογικές υπηρεσίες θα συγκεντρώνουν στοιχεία για έσοδα αλλά και δαπάνες των φορολογουμένων από τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρείες, τις εταιρείες τηλεφωνίας και τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, από ιδιωτικά σχολεία, διαγνωστικά κέντρα, επενδυτικές εταιρείες.
Στόχος είναι να διασταυρώνονται τα στοιχεία αυτά ώστε να εκλείψει το εξοργιστικό φαινόμενο να δηλώνουν κάποιοι εισόδημα που αποτελεί μικρό ποσοστό των δαπανών τους σε πιστωτικές κάρτες και σε δίδακτρα…
Προφανώς, δεν είναι σοφό να εκθειάζει κανείς μια κίνηση του ελληνικού Δημοσίου πριν τη δούμε στην πράξη, καθώς οι εξαγγελίες έχουν μεγάλη απόσταση από την υλοποίηση. Ωστόσο αν αυτό γινόταν πριν από τρία-τέσσερα χρόνια, η κατάσταση ίσως ήταν διαφορετική και δεν θα χρειαζόταν να φορολογούνται, και μάλιστα βαριά, ανύπαρκτα έσοδα από υπεραξία ακινήτων ούτε να επιβάλλονταν χαράτσια σε ηλεκτροδοτούμενους χώρους. Θεωρητικά, το «φορολογικό κενό» που δημιουργείται από τη φοροδιαφυγή, ειδικά στη φορολογία εισοδήματος, σχετίζεται με το ύψος των φορολογικών συντελεστών, την ανεργία, το επίπεδο των εισοδημάτων αλλά και τη δυσαρέσκεια έναντι της κυβέρνησης. Και είναι αλήθεια ότι το φαινόμενο υπάρχει στις περισσότερες χώρες όπου μέρος των εισοδημάτων μένει μακριά από το δημόσιο ταμείο. Ωστόσο η ελληνική ιδιαιτερότητα είναι ότι πολλές κατηγορίες επαγγελματιών δηλώνουν εισοδήματα που δεν δικαιολογούν το επίπεδο διαβίωσης αλλά ούτε καν την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας.
Είναι πολύ πιθανό η μεγάλη έκταση της φοροδιαφυγής να σχετίζεται με το υψηλό ποσοστό, πάνω από 30%, του πληθυσμού που είναι αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι περίπου στο 15%. Γι’ αυτό και η «μαύρη» οικονομία υπολογίζεται στην Ελλάδα σε 25% του ΑΕΠ, ποσοστό κοντά στην επίδοση της Ιταλίας, ενώ στο Βέλγιο υπολογίζεται στο 17% και στη Γερμανία σε 13%.
Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής, είτε επιδιώκεται με λαχνούς και κίνητρα είτε με πρόστιμα και έλεγχο δαπανών, «δικαιώνεται» μόνον εφόσον οδηγεί σε μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Αυτό είναι το πραγματικό κίνητρο.