Η εμπειρία μου από την κρίση στη Libération

Η εμπειρία μου από την κρίση στη Libération

2' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είμαι δημοσιογράφος στη Libération, μία γαλλική εφημερίδα που βιώνει τη σοβαρότερη κρίση στα 40 χρόνια της ύπαρξής της. Γεννήθηκα, όμως, στην Ελλάδα από Ελληνες γονείς, που αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν λόγω της χούντας.

Ετσι, η κατάσταση της εφη­μερίδας στην οποία εργάζομαι δεν μπορεί παρά να μου θυμίζει κάποιες ανησυχητικές ομοιότητες με καταστάσεις της χώρας όπου γεννήθηκα. Ειδικότερα, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Οι δημοκρατίες μας είναι έτσι φτιαγμένες: οι κίνδυνοι που αγγίζουν τον Τύπο είναι η αντανάκλαση της δυσφορίας της κοινωνίας μας. Στη Libération γνωρίζαμε, βεβαίως, ότι οι πωλήσεις βρίσκονταν σε ύφεση και ότι το χρέος μας αυξανόταν συνεχώς. Η διεύθυνση, ωστόσο, μέχρι και τον Σεπτέμβριο, παρουσίαζε μια εικόνα αισιοδοξίας, και δεν δίστασε, μάλιστα, να μας ανακοινώσει την πρόσληψη φίλων της σε ηγετικές θέσεις,«ραμμένες» στα μέτρα τους. Αίφνης, όλα διαλύθηκαν. Δεν σας θυμίζει κάτι αυτού του είδους η βίαιη ανακοίνωση;

Ηρθε, λοιπόν, ο Νοέμβρης και η ψυχρολουσία μιας αναμενόμενης καταστροφής: «Αγαπητοί (μας), ουσιαστικά τίποτα δεν πάει καλά», μας εξήγησαν ξαφνικά. «Θα πρέπει να μειωθούν οι μισθοί σας, να επαναπροσδιοριστεί “ο ρόλος της εφημε­ρίδας”», χωρίς όμως αυτός ο νέος «ρόλος» να είναι σαφώς καθορισμένος. Αρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Στην πραγματικότητα, οι μισθωτοί, ζαλισμένοι, ήταν έτοιμοι για θυσίες. Αλλά με ποια προοπτική; Ποιο σχέδιο;

Η απάντηση έμεινε για καιρό αόριστη. Και μετά ήρθε αυτό το «τρελό» τέλος της εβδομάδας του Φεβρουαρίου. Πρώτα υπήρξε η δήλωση των μετόχων της εφημερίδας μας με αναφορά στην ιδέα της μετατροπής του χώρου εργασίας μας σε show room και ρεστοράν, χρησιμοποιώντας τη «μάρκα», το λογότυπό μας, κάτι που σήμαινε ότι είχε «συρρικνωθεί» η ιδιότητά μας. Οταν οι δημοσιογράφοι έλαβαν αυτό το «μέιλ» γεμάτο με γελοία κλισέ, αρχικώς το θεώρησαν φάρσα. Ηταν όμως αληθινό. Και έπειτα, την επόμενη μέρα υπήρξε ένα άλλο «μέιλ» ενός από τους μετόχους, το οποίο δεν προοριζόταν για εμάς, ωστόσο ένας από τους παραλήπτες του αποφάσισε να το διαδώσει.

Από αυτό πληροφορηθήκαμε πως ήμασταν κάποιοι «ντεμοντέ» και θα έπρεπε να υποβληθούμε σε ενός είδους σοκ. Αυτή είναι, λοιπόν, η πραγματική άποψη όλων όσοι μας καλούσαν να φανούμε «λογικοί», να υποταχθούμε σ’ έναν αναπόφευκτο «ψευτονεωτερισμό»;

Η «τύχη» μας ήταν αυτό το ολίσθημα που αποκάλυψε τις πραγματικές προθέσεις ενός παραστρατημένου καπιταλισμού, που αδιαφορεί για τη μάχη των ιδεών, τη θέση της πληροφόρησης μέσα σε μία δημοκρατία και τελικά για οποιοδήποτε ηθικό χρέος. Πρόκειται για την ίδια μάχη που δίνεται παντού στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα.

Ως προς τον δικό μας αγώνα, οι μάσκες έπεσαν. Και οι ίδιοι οι διευθύνοντες και οι μέτοχοί μας ξαφνικά γελοιοποιήθηκαν.

Αποφασίσαμε, λοιπόν, να δώσουμε τη μάχη, να αντισταθούμε. Μάταια ίσως, γιατί τα όπλα είναι τόσο άνισα. Οπως έλεγε, όμως, ένας Γάλλος συγγραφέας, ο Georges Bernanos, «χρειάζονται πολλοί απείθαρχοι για να γίνει ένας λαός ελεύθερος». Η μόνη μας δύναμη; Δεν έχουμε τίποτα πια να χάσουμε. Ας παραμείνουμε όρθιοι.

Αλλωστε, καταφέραμε την παραίτηση του διευθυντή Νικολά Ντεμοράν.

* Η κ. Μαρία Μαλαγαρδή είναι δημοσιογράφος στη Libération.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή