Πώς είπαμε πως λέγεται;

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αυτή ήταν η πρώτη ερώτηση που μου έκαναν κάποιοι γνωστοί μου Αθηναίοι, όταν άκουσαν πως ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε ως υποψήφιο για τον Δήμο της Αθήνας, τον Γ. Σακελλαρίδη. Ελάχιστοι τον ήξεραν και σε ακόμη λιγότερους έλεγε κάτι το ιδιαίτερο. Οι πιο επίμονοι έψαξαν στο Διαδίκτυο, για να ανακαλύψουν ένα μάλλον «φλου» βιογραφικό: μακρόσυρτες σπουδές ελληνικού τύπου (μόνο για την ελληνική πολιτική σκηνή αποτελεί προσόν να είσαι στα τριάντα τέσσερά σου χρόνια υποψήφιος διδάκτορας), ασαφές επαγγελματικό παρελθόν –η δήλωση πως συμμετείχε στην εκπόνηση οικονομικών μελετών δεν συνιστά προφανώς σοβαρή καριέρα στον πραγματικό κόσμο– με πινελιές από κομματικές θέσεις (άμισθες ή έμμισθες, είναι ασαφές σε μένα).

Αντιλαμβάνομαι πως είμαστε μπροστά σε μία ακόμη επιλογή τύπου Τσίπρα: ένα καλοαναθρεμμένο και ευαίσθητο (φυσιογνωμικά τουλάχιστον) αλλά ταυτόχρονα θυμωμένο (γενικώς) και ιδεοληπτικό παιδί της ελληνικής μεσαίας τάξης, που το πιο σημαντικό πράγμα που έχει να παρουσιάσει στα 34 του (ηλικία που πολλοί έχουν να επιδείξουν ήδη ένα πλούσιο επαγγελματικό βιογραφικό) είναι η δουλειά του στο κόμμα και η επιθυμία του να αλλάξει τον κόσμο. Δεν είναι άσχημα όλα αυτά· το αντίθετο. Είναι πολύ ενθαρρυντικά τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους οικείους του, και σίγουρα μπορεί να πάει μπροστά. Το ζήτημα είναι σε τι ακριβώς χρησιμεύουν για τη θέση του δημάρχου Αθηναίων;

Τα πράγματα δεν θα ήταν και τόσο σοβαρά, αν δεν επρόκειτο για την επιλογή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης (και όχι ενός περιθωριακού κόμματος), που δεν επιτρέπεται, πλέον, να βλέπει τη διαδικασία αυτή ως «ακαδημία» εκκόλαψης στελεχών.

Είχα αρχίσει να πιστεύω πως η εκλογή Καμίνη στην Αθήνα και Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη αποτέλεσε για όλους ένα καλό μάθημα. Το 2010, οι πολίτες επέλεξαν για τη θέση του δημάρχου δύο αντισυμβατικούς, για τα μέτρα της κουλτούρας του κομματικού συστήματος, υποψήφιους. Παρά τις διαφορές τους ως χαρακτήρες (μετρημένος ο Καμίνης, μποέμ και εξωστρεφής ο Μπουτάρης), τις διαφορετικές τους πορείες (καθηγητής πανεπιστημίου και Συνήγορος του Πολίτη ο πρώτος, επιχειρηματίας ο δεύτερος), τις ιδεολογικές τους διαφορές (ήπιος σοσιαλδημοκράτης ο ένας, φιλελεύθερος ο άλλος) τα κοινά τους σημεία βγάζουν μάτι: πρόκειται για επιτυχημένους επαγγελματικά και έμπειρους ανθρώπους, με δημόσια πολιτική παρουσία, αλλά όχι κομματική εξάρτηση και με πολιτικό λόγο ορθολογικό.

Η νίκη και των δύο ήταν έκπληξη. Οχι μόνο γιατί κανείς υποψήφιος που υποστηριζόταν από το ΠΑΣΟΚ δεν είχε κερδίσει τον έναν ή τον άλλο δήμο τα τελευταία είκοσι χρόνια (και αυτή είναι και η βασική αιτία που εξηγεί γιατί τους επέλεξε τότε το ΠΑΣΟΚ), αλλά γιατί η γενικότερη φυσιογνωμία τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αντι-ψηφοθηρική» (ειδικά η εκλογή του Μπουτάρη στην έντονα επηρεασμένη από εθνο-λαϊκιστικές κορώνες Θεσσαλονίκη ήταν για μένα μια έκπληξη πρώτου μεγέθους). Η εκλογή και των δύο, σε μια εποχή, μάλιστα, υστερικής πόλωσης λόγω της ψήφισης του πρώτου Μνημονίου, ανέβασε τον πήχυ της ποιότητας της πολιτικής και αποτέλεσε ένα σημάδι ελπίδας για τη δυνατότητα αναβάθμισης της πολιτικής ζωής και μάλιστα μέσα σε συνθήκες κρίσης. Ουσιαστικά το στοίχημα για το πολιτικό σύστημα ήταν να μπορέσει να βρει και άλλους τέτοιους.

Τέσσερα χρόνια μετά, τα δύο σημερινά μεγάλα κόμματα δεν έχουν δείξει πως πήραν το μάθημα τους. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε ένα «ελαφρών βαρών» κομματικό στέλεχος, ύστερα από προφανή αναζήτηση σε πιο έμπειρους που δεν αποδέχτηκαν, η δε Ν.Δ. μετέτρεψε τον Δήμο Αθηναίων σε χώρο ανακύκλωσης φθαρμένων πολιτικών καθώς, αφού έψαξε καιρό, ο πρωθυπουργός κατέληξε σε κάποιον που δεν έχει αφήσει και τις καλύτερες των εντυπώσεων από τη μέχρι τώρα παρουσία του στην κεντρική πολιτική σκηνή. Στα ίδια πρότυπα, στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ο πρωθυπουργός επέλεξε ως υποψήφιο τον Γ. Ιωαννίδη, που δεν θα λέγαμε πως μας έχει ενθουσιάσει με την έως τώρα συμβολή του στα κοινά. Αντίθετα, αρκετές φορές, φαίνεται πως ταυτίστηκε με τις πιο παραδοσιακές μορφές του ελληνικού πελατειασμού.

Γενικότερα, ο τρόπος επιλογής των υποψηφίων για τις αυτοδιοικητικές εκλογές στις μεγάλες, τουλάχιστον, περιφέρειες και τους δήμους είναι τόσο παλαιοκομματικός, που η απογοήτευση είναι έκδηλη και προφανής.

Στην αρχή της κρίσης, το 2009-2010, όλοι αναρωτιόμασταν αν μπορεί να προκύψει κάτι θετικό για τη χώρα και το πολιτικό σύστημα από όλη αυτή την περιπέτεια. Σκεφτόμασταν τότε πως το πιο αισιόδοξο που θα μπορούσε να μας συμβεί θα ήταν το πολιτικό σύστημα να πάρει το μάθημά του και να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί πλέον να λειτουργεί με τις παραδοσιακές μεθόδους. Η κρίση ίσως να μπορούσε να εξελιχθεί σε μια πραγματική ευκαιρία αλλαγής νοοτροπιών και συμπεριφοράς. Κάποιοι ήταν συγκρατημένα αισιόδοξοι. Φοβάμαι πως μάταια αισιοδοξούσαμε.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή