Μία πρόταση για τη ρύθμιση του χρέους

Μία πρόταση για τη ρύθμιση του χρέους

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2013 ανερχόταν σε 321 δισ. ευρώ ή σε 171,8% του ΑΕΠ. Εκτοτε η πορεία του συνέχισε να είναι ανοδική και στο τέλος του 2014 εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 326 δισ. ευρώ, ή 177,8% του ΑΕΠ, παρά το πρωτογενές πλεόνασμα που επιτεύχθηκε το 2013 και αυτό που αναμένεται να επιτευχθεί φέτος.

Με τους ισχύοντες όρους, ήτοι με μέσο επιτόκιο 1,89% και μέση διάρκεια 25,6 χρόνια, τώρα πλέον όλοι συμφωνούν ότι το χρέος αυτό δεν μπορεί να αποπληρωθεί, γιατί δεν υπάρχει κανένα εύλογο σενάριο ανάπτυξης της Ελλάδας, το οποίο να καθιστά εφικτή την εξυπηρέτησή του. Για παράδειγμα, το 2014 οι δαπάνες για μεν τους τόκους αναμένεται να διαμορφωθούν σε 6,15 δισ. ευρώ, για δε τα χρεολύσια σε 12,75 δισ. ευρώ, προκαλώντας μια εκροή στο ισοζύγιο πληρωμών 18,9 δισ. ευρώ ή λίγο παραπάνω από 10% του ΑΕΠ.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να γίνει λόγος για έξοδο στις αγορές, αφού το επιτόκιο θα ήταν απαγορευτικό, αν βέβαια υπήρχαν δανειστές να μας δανείσουν. Συνεπώς, όποτε οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θελήσουν, μετά τις επερχόμενες ευρωεκλογές, να ασχοληθούν με τα προβλήματα που θέτει και για εμάς και για εκείνους η μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, θα αναγκασθούν εκ των πραγμάτων να προχωρήσουν σε σημαντική μείωση του βάρους που ασκεί επί της ελληνικής οικονομίας. Οπότε, στη διαπραγμάτευση που θα προκύψει, πρέπει να προσέλθουμε με ξεκάθαρα αιτήματα, υποστηριζόμενα από σοβαρά επιχειρήματα. Προς τον σκοπό αυτό, θέλουμε να καταθέσουμε τις ακόλουθες σκέψεις:

Οπως ήλθαν τα πράγματα, για να μη διακινδυνεύσει η ενότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η επιβίωση του ευρώ, οι Ελληνες υποβλήθηκαν στις θυσίες μιας πρωτόγνωρης προσαρμογής της οικονομίας τους. Συνεπώς, για να επανέλθει η αισιοδοξία και να διασφαλισθεί κατά το δυνατόν η συνέχιση και η επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών που θα καταστήσουν την ελληνική οικονομία διεθνώς ανταγωνιστική, δικαιούμαστε να διεκδικήσουμε τη μείωση του χρέους στο μέσο ποσοστό επί του ΑΕΠ που ισχύει στις χώρες της Ευρωζώνης. Δηλαδή, στρογγυλευμένα, να μείνουμε με χρέος 150 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ζητήσουμε «κούρεμα» του χρέους κατά 175 δισ. ευρώ.

Αν κρίνουμε από τις συχνές αναφορές που γίνονται στον διεθνή και στον ελληνικό Τύπο, οι εταίροι μας θα απαντήσουν αρνητικά στο αίτημά μας αυτό, επικαλούμενοι δύο επιχειρήματα: πρώτον, ότι το «κούρεμα» του χρέους αποκλείεται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, την οποία έχουμε αποδεχθεί, και, δεύτερον, ότι αν βρισκόταν κάποια φόρμουλα να προχωρήσει το συγκεκριμένο αίτημα, θα προέκυπτε πρόβλημα ηθικού κινδύνου, που δεν θα συνέφερε ούτε την Ελλάδα. Εναλλακτικά, αναμένεται να προτείνουν:

• Σημαντική μείωση του επιτοκίου με ταυτόχρονη επέκταση της μέσης διάρκειας του χρέους, και

• Χορήγηση μιας παρατεταμένης περιόδου χάριτος, ώστε οι πόροι για την εξυπηρέτηση του χρέους κατά το διάστημα αυτό να κατευθυνθούν σε αναπτυξιακές δραστηριότητες.

Σε αυτή την περίπτωση, αν π.χ. το μέσο επιτόκιο μειωθεί στο 0,5% και η μέση διάρκεια επεκταθεί στα 50 χρόνια, η ετήσια εκροή στο ισοζύγιο πληρωμών, μετά την περίοδο χάριτος, θα μειωθεί μεν σε 8,15 δισ. ευρώ ή σε 4% περίπου στο ΑΕΠ, αλλά θα είναι τόσο υψηλή, ώστε θα ενεργοποιηθεί ο φραγμός του ισοζυγίου πληρωμών και η όποια ανάπτυξη θα φρενάρει.

Προκειμένου να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο, προτείνουμε να διεκδικήσουμε μια αρχικά εξαετή περίοδο χάριτος, με βήματα μετακύλησης που θα εξαρτώνται από την πρόοδο της χώρας μας στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών και θα επιβεβαιώνεται με βάση συγκεκριμένους δείκτες, σύμφωνα με τα κριτήρια διεθνών οργανισμών. Με άλλα λόγια, αν π.χ. στο τέλος της πρώτης διετίας επιβεβαιωθεί η πρόοδος στις αναμενόμενες διαρθρωτικές αλλαγές, η περίοδος χάριτος να επεκταθεί για δύο επιπλέον χρόνια και η ρύθμιση αυτή να επαναλαμβάνεται ανά διετία, η δε περίοδος χάριτος να λήγει οριστικά όταν η εξυπηρέτηση του υπάρχοντος χρέους ως ποσοστού στο ΑΕΠ μειώνεται, π.χ., στο ένα τέταρτο του πραγματοποιούμενου ρυθμού ανάπτυξης.

Με ρυθμισμένο το υπάρχον χρέος κατά τα ανωτέρω, η Ελλάδα εκτιμούμε πως θα μπορέσει να βγει στις διεθνείς αγορές και να δανεισθεί λελογισμένα ποσά με εύλογα επιτόκια, προκειμένου να ενισχύσει περαιτέρω τη ρευστότητα της οικονομίας. Επιπλέον, καθώς με την εισαγωγή των διαρθρωτικών αλλαγών το επιχειρηματικό κλίμα σταδιακά θα αλλάζει και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας θα βελτιώνεται, η αισιοδοξία θα επανέλθει και η χώρα μας θα γίνει ξανά ελκυστική στις ξένες άμεσες επενδύσεις. Για όλους αυτούς τους λόγους η επιτυχής ρύθμιση του χρέους, σύμφωνα με τη λογική τής παραπάνω πρότασης, είναι κομβικής σημασίας.

* Ο κ. Γιώργος Μπήτρος είναι ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο κ. Κώστας Χριστίδης είναι νομικός – οικονομολόγος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή